Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Οι δυνατότητες που έχουν οι άνθρωποι, για να ανατρέψουν το σύστημα, είναι δύο

ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΕΛΕΓΡΙΝΗ
Αναφορά στον Κωνσταντίνο Τσουκαλά
Ο διανοούμενος, όπως δηλώνει η λέξη, διανοείται, σκέφτεται. «Σκέφτομαι» σημαίνει: αμφισβητώ. Διανοούμενος, λοιπόν, είναι ο μορφωμένος ή καλλιεργημένος άνθρωπος, που αμφισβητεί. Ο άνθρωπος που ανήκει σε ένα σύστημα, ασπάζεται κάποια ιδεολογία ή υπηρετεί την εξουσία, όσο σοφός ή καλλιεργημένος κι αν είναι, δεν είναι διανοούμενος, αφού υιοθετεί απαρέγκλιτα όσα υπαγορεύει ο χώρος όπου έχει φωλιάσει. Δεν πάει ο Χάιντεγγερ να είναι μεγάλος φιλόσοφος κι ο Πάουντ λαμπρός ποιητής, τόσο ο μεν, ως πρύτανης της ναζιστικής Γερμανίας, όσο και ο δε, ως προπαγανδιστής του φασισμού, δεν μπορούν να εκληφθούν ως διανοούμενοι - σε αντίθεση προς τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τσουκαλά, στον οποίον θα ήθελα να αναφερθώ ειδικότερα.

Ο Τσουκαλάς, εξ αφορμής της βαθιάς κρίσης της κοινωνίας μας, επισημαίνει ότι είμαστε μπλεγμένοι σε ένα παγκόσμιο, καπιταλιστικό σύστημα, όπου οι αποφάσεις γι' αυτήν λαμβάνονται ερήμην ημών από εκείνους που ελέγχουν την τεχνολογία, την επιστήμη, τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Οι δυνατότητες που έχουν οι άνθρωποι, για να ανατρέψουν το σύστημα, είναι δύο. Η μια είναι να γυρίσουν την πλάτη τους στο σύστημα, να απορρίψουν τους όρους του. Το να πιστεύει κανείς, βέβαια, παρατηρεί ο Τσουκαλάς, ότι είναι δυνατόν να φύγουμε από το σύστημα -αποφασίζοντας, παραδείγματος χάριν, να μην πληρώνουμε φόρους ή να αδιαφορούμε για τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις και συμφωνίες- είναι ματαιοπονία, αν δεν οδηγεί την κοινωνία σε περαιτέρω συρρίκνωση και εξαθλίωση από αυτές που υπό τις παρούσες συνθήκες υφίσταται. Η άλλη δυνατότητα αντίδρασης στο σύστημα είναι ο δρόμος της τυφλής βίας, όπου σπρώχνει τους ανθρώπους η απελπισία, στην οποία βυθίζονται εξαιτίας των υφιστάμενων άθλιων όρων διαβίωσής των. Έτσι, όμως, οι απελπισμένοι άνθρωποι το μόνο που μπορούν να πετύχουν είναι η εξέγερση κι όχι η εγκαθίδρυση μιας άλλης κοινωνίας, απεξαρτημένης από το υφιστάμενο σύστημα, που είναι, τελικά, το ζητούμενο. Τα πράγματα, εν τοιαύτη περιπτώσει, λέει ο Τσουκαλάς, είναι αδιέξοδα. Άρα να μην ελπίζουμε.
Οι άνθρωποι, ωστόσο, επισημαίνει ο Τσουκαλάς, αν θέλουν να απεξαρτηθούν από το σύστημα που είναι εγκλωβισμένοι, οφείλουν να συστήσουν έναρθρες μορφές πολιτικής αντίστασης με σαφή στόχευση τη δημιουργία μιας κοινωνίας διαφορετικής από αυτήν όπου ανήκουν τώρα. Αυτό, για τον Τσουκαλά, είναι κάτι που μπορούμε να ελπίζομε ότι ενδέχεται -στα επόμενα έτη, ίσως- να γίνει.
Αναλαμβάνοντας ο διανοούμενος την ευθύνη να αμφισβητήσει το σύστημα χωρίς, παράλληλα, να χαϊδεύει τις ομάδες που αποκλειστικό μέλημά τους έχουν την τυφλή εξέγερση γίνεται μοιραία στόχος επιθέσεων, απέναντι στις οποίες, για να τις αντιμετωπίσει, θα πρέπει να είναι οπλισμένος με θάρρος και αποφασιστικότητα. Πέραν τούτου, στην προσπάθειά του να παρέμβει κριτικά στα πράγματα, βιώνει συχνά μέσα του τη δοκιμασία της αντίφασης, που μπορεί να μην είναι ηχηρή, όπως οι επιθέσεις που δέχεται απ' έξω, είναι, όμως, εξίσου, αν όχι και περισσότερο ακόμη, επώδυνη.
Η πραγματικότητα είναι σύνθετη, έτσι ώστε, επιχειρώντας να τη συλλάβει κανείς, οδηγείται όχι σπάνια σε αντιφάσεις - το μόνο πράγμα που δεν χωράει το μυαλό του ανθρώπου. Μπορούμε να σκεφτούμε τα πλέον απίθανα πράγματα -ότι σε κάποιο αστέρι κατοικούν άνθρωποι, ότι υπάρχει μετά θάνατον ζωή κ.ά.τ.-, αλλά είναι αδύνατον να σκεφτούμε ποτέ ένα λευκό λουλούδι που δεν είναι λευκό.
Η αντίφαση, στην οποία οδηγείται ο Τσουκαλάς, αναζητώντας διέξοδο στην κρίση της κοινωνίας μας, είναι: από τη μια πλευρά να διακατέχεται από την απελπισία ότι «τα πράγματα είναι αδιέξοδα», άρα να μην ελπίζουμε, κι από την άλλη πλευρά να αισιοδοξεί ότι τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν καλύτερα, οπότε «δεν μπορούμε παρά, περιμένοντας, να ελπίζουμε».
Όσο ενοχλητικές κι αν είναι οι αντιφάσεις, είμαστε, παρ' όλα αυτά, χωρίς αυτές λειψοί, όπως λέει ο Μπρεχτ. Οδυνηρό θα ήταν, για να γλιτώσει κανείς από τη δοκιμασία της αντίφασης, να επιλέξει το ένα από τα δύο σκέλη της ακρωτηριάζοντας έτσι τη σκέψη του, ή, ακόμη χειρότερα, να περιμένει χωρίς να ελπίζει τίποτα ούτε να μην ελπίζει τίποτα - όπως συμβαίνει στο Περιμένοντας τον Γκοντό, όπου ο Εστραγκόν και ο Βλαντιμίρ περιμένουν κάθε μέρα τον Κύριο Γκοντό δίχως αυτός ποτέ να εμφανίζεται, αφήνοντάς τους να ζουν το μαρτύριο της ατέλειωτης, απόλυτα κενής, αναμονής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου