Γιάννης Πλεξίδας
Το πρόταγμά μας είναι απλό και έχει ως εφαλτήριο τη λογική αντίφαση που ενυπάρχει στις παρακάτω προτάσεις:
Το πρόταγμά μας είναι απλό και έχει ως εφαλτήριο τη λογική αντίφαση που ενυπάρχει στις παρακάτω προτάσεις:
- Ο Θεός είναι πανάγαθος και παντοδύναμος
- Υπάρχει το κακό
- Κάποια δημιουργημένα όντα θα καταδικαστούν σε αιώνια Κόλαση.
Καθίσταται προφανές ότι υπάρχει μια λογική αντίφαση μεταξύ αυτών των τριών προτάσεων, εάν δεχθούμε αξιολογικά: (α) ότι η παντοδυναμία και η παναγαθότητα του Θεού δεν έχουν όρια, και (β) ότι το κακό νοείται πάντοτε σε αντίστιξη με το αγαθό. Αν, λοιπόν, στον Θεό η παναγαθότητα και η παντοδυναμία νοούνται ως αναλλοίωτα και ανέκπτωτα κατηγορήματα της ύπαρξής Του, πώς είναι δυνατόν να υφίσταται χώρος στην —αγαθή— δημιουργία, νοημένος τοπολογικά και οντολογικά, στον οποίο θα εκλείπει το αγαθό, δηλαδή ο Θεός, ο οποίος, εν τέλει, πληροί τα πάντα[1];
Η απάντηση που συνήθως δίνεται για την ύπαρξη της Κόλασης αφορά στο αυτεξούσιο και στη δυνατότητα επιλογής που έχει ο άνθρωπος, ακόμη και να θέσει τον εαυτό του εκτός σωτηρίας πράττοντας το κακό[2]. Το ερώτημα, δηλαδή, για το κακό μετατοπίζεται, όπως σωστά το θέτει ο Ricoeur[3], από την οντολογία (quid est malum?) σε μια ηθική-πραξιολογική προοπτική (unde malum faciamus?).
Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι ο τρόπος λειτουργίας του αυτεξουσίου είναι ακριβώς αυτός που καθιστά αδύνατη την ύπαρξη της Κόλασης. Θα αναπτύξουμε τη συλλογιστική μας πορεία βασιζόμενοι στα κείμενα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Σύνολη η σκέψη του Γρηγορίου διαπνέεται από τον ηθικό οπτιμισμό του Πλάτωνα. Σε ό,τι αφορά στην καταστασιακή συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ουσιακός πυρήνας της, για τον Γρηγόριο, είναι αγαθός. Η άποψή του αυτή ενισχύεται, φυσικά, και από τον χριστιανικό οπτιμισμό που εκπηγάζει από τη δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα ενός πανάγαθου Θεού. Ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι φύσει αγαθός και, ως λογικό συνεπακόλουθο, παρουσιάζει μία φυσική ροπή προς τη διάπραξη του αγαθού[4]. Το θεωρητικό αυτό οικοδόμημα του Γρηγορίου φαίνεται να βρίσκεται σε ασυμφωνία με ό,τι βιώνουμε καθημερινά, καθώς η διάπραξη του κακού φαίνεται να είναι η μη παρακάμψιμη βεβαιότητα της ανθρώπινης δράσης. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: αν η επιθυμία του φύσει αγαθού ανθρώπου ρέπει προς το αγαθό, τότε πώς είναι δυνατόν να πράττουμε το κακό; Για τον Γρηγόριο, αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους:
(α) Ο πρώτος λόγος αφορά στην πλάνη του ανθρώπου και την εξαπάτησή του από τον Διάβολο. Ο άνθρωπος «… τῆς τοῦ καλοῦ κρίσεως ἀπεπλανήθη δι’ ἀπάτης…»[5]. Ο Διάβολος τον εξαπατά στην προσπάθειά του να τον απομακρύνει από τον Θεό, εμφανίζοντας το κακό ως καλό, ή τα ελάσσονα αγαθά ως μείζονα[6]. Έτσι, ο άνθρωπος επιλέγει το κακό στον βαθμό που αυτό εμφανίζεται ως αγαθό. Αν το κακό δεν ήταν σύμμικτο με το αγαθό, θα πει, η κακία θα έμενε «άπρακτος».[7]
(β) Ο δεύτερος λόγος διάπραξης του κακού αναφέρεται στην «αβουλία/ακρισία»[8] του ανθρώπου, στην εσφαλμένη δηλαδή κρίση. Η φυσική έφεση του ανθρώπου προς το αγαθό μένει ακαλλιέργητη, θα σημειώσει ο ιερός συγγραφέας, και επομένως δεν αναπτύσσεται η ικανότητα της διάκρισης του αγαθού από το κακό. Προκειμένου να κατορθωθεί η ενεργοποίηση και ενεστοποίηση της διακριτικής έξης, απαιτείται μια διαδικασία παίδευσης[9], η οποία μάλιστα πρέπει να ξεκινήσει από την παιδική ηλικία[10]. Μόνο έτσι ο άνθρωπος θα μπορέσει να ασκήσει τα αισθητήρια της ψυχής, ώστε να καταστεί ικανός στην αποφυγή των εσφαλμένων επιλογών.
(γ) Ο τρίτος λόγος αφορά στην παρουσία της αίσθησης. Η αίσθηση καταδυναστεύει τον νου, καθώς είναι παρούσα από την πρώτη στιγμή της ζωής του ανθρώπου, ενώ ο νους, το θεϊκό στοιχείο, εμφανίζεται και αναπτύσσεται σταδιακά[11]. Η προτεραιότητα των αισθήσεων και των αισθητικών απολαύσεων θολώνει τη διάνοια καθιστώντας δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στο ψευδώνυμο και στο αληθινό αγαθό.
Ο άνθρωπος, επομένως, αδυνατεί να διατηρήσει ασύγχυτη και απόλυτα διακριτή στην ψυχή του τη διαφορά μεταξύ καλού και κακού. Ο σκοτασμός του νου και της εποπτικής διάκρισης, ως συνέπεια της μετα-πτωτικής υπαρκτικής πραγματικότητας, καθιστούν τη διάπραξη της αμαρτίας μονόδρομο. Το αναπόδραστο της αμαρτίας (οὐδεὶς ἀναμάρτητος), θέτει εν αμφιβόλω την ύπαρξη της Κόλασης. Πώς είναι δυνατό κάποιος να καταδικαστεί σε αιώνια τιμωρία και αιώνια βασανιστήρια όταν το κακό που πράττει δεν είναι δική του επιλογή, αλλά καταστασιακή συνθήκη της ύπαρξής του, όπως δείξαμε παραπάνω[12]; Πώς μπορεί, εξάλλου, η άπειρη αυτοαγαθότητα, η οποία αυτοπροσφέρεται ως αγαπώμενη και ερώμενη, να επιθυμεί, με εκδικητική μανία[13], να προσφέρει μια μοίρα χειρότερη και από τον θάνατο στους ανθρώπους[14];
Η απάντηση είναι απλή και αυτονόητη: δεν μπορεί να υπάρξει καταδίκη σε αιώνιο[15] κολασμό, επειδή ακριβώς ο άνθρωπος δεν ευθύνεται για την επιλογή του κακού ως τέτοιο.
Η αδυνατότητα της Κόλασης. Μια σύγχρονη προσέγγιση.
Προς επίρρωση της άποψης μας για την αδυνατότητα της Kόλασης, θα αναφερθούμε στην περίπτωση των κατά συρροή δολοφόνων, των ανθρώπων εκείνων δηλαδή που διαπράττουν κατ’ ελάχιστο 3 φόνους[16]. Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίζονται ψυχοπαθείς ή κοινωνιοπαθείς. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας ή συμπεριφοράς[17]. Οι ψυχοπαθείς, σε αντιθετική διαστολή με τους ψυχωτικούς, δεν βιώνουν παραισθήσεις ή οράματα, και διαθέτουν την ικανότητα να διακρίνουν το καλό από το κακό. Δρουν λογικά και έχουν συνείδηση των πράξεών τους, γι’ αυτό άλλωστε και ενεργούν βάσει σχεδίου, παρακολουθούν τα θύματά τους και αποφεύγουν τη σύλληψη. Η συμπεριφορά τους είναι αποτέλεσμα «ελεύθερης επιλογής»[18] και καθορίζεται τόσο από γενετικούς όσο και από κοινωνικούς παράγοντες. Σε ό,τι αφορά στους γενετικούς παράγοντες, η κυρίαρχη θεωρία σήμερα υποστηρίζει ότι διάφορες μορφές του γονιδίου της σεροτονίνης ευθύνονται για την ενεργοποίηση της βίαιης συμπεριφοράς. Έρευνες δείχνουν πως η έλλειψη σεροτονίνης συνδέεται με τη «μειωμένη ηθική». Επίσης, η μονοαμινική οξειδάση(ΜΑΟ), η οποία είναι φορέας της ντοπαμίνης, έχει ενοχοποιηθεί για την επιθετική συμπεριφορά. Τέλος, υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης(CSF) και υψηλά επίπεδα πυρρόλης(urine Kryptopyrrole) στα ούρα ή φλοιική υποδιέργεση (cortical underarousal), θεωρούνται παράγοντες που προκαλούν επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά[19]. Ιδιάζοντα ρόλο στην εκδήλωση της βίαιης συμπεριφοράς έχει και η κληρονομικότητα. Επισημαίνουμε ότι το 53% των κατά συρροή δολοφόνων προέρχεται από οικογένεια με ιστορικό ψυχοπάθειας.
Όχι μόνο γενετικοί αλλά και κοινωνικοί παράγοντες επιδρούν στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του ψυχοπαθούς. Η τραυματική παιδική ηλικία αποτελεί κοινό τόπο για τους κατά συρροή δολοφόνους. Σε επίσημη μελέτη του FBI αναφέρεται ότι το 42% υπέστη σωματική κακοποίηση, το 74% υπέστη ψυχολογική κακοποίηση, το 35% υπήρξε μάρτυρας σεξουαλικής και ενδοοικογενειακής βίας, ενώ το 43% δήλωσε ότι υπήρξε το ίδιο θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Επιπλέον, το 73% δήλωσε ότι βίωσε «ψυχοφθόρα σεξουαλικά συμβάντα». Αν και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με τους αριθμούς που επιβεβαιώνουν την επίδραση του διαταραγμένου οικογενειακού περιβάλλοντος στην ψυχική υγεία, θα αναφερθούμε μόνο στην απουσία του πατρικού προτύπου (στο 47% των περιπτώσεων ο πατέρας έφυγε από το σπίτι πριν από την ηλικία των 12 ετών) και στην αυταρχική μορφή της μητέρας (66% των περιπτώσεων)[22].
Όλες οι προηγούμενες αναφορές έχουν σκοπό να δείξουν ότι η διάπραξη του κακού δεν αποτελεί μία μονοδιάστατη ενέργεια. Είναι, μάλλον, η συνισταμένη πολλών συνιστωσών, οι οποίες δεν εξαρτώνται, άμεσα ή έμμεσα, από το δρων υποκείμενο. Η διάπραξη του κακού ετεροκαθορίζεται από συμβεβηκότα που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό μας. Οι κατά συρροή δολοφόνοι, δηλαδή, πέρα από θύτες είναι, πρωτίστως, θύματα. Είναι άνθρωποι καθημερινοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας και δεν προέρχονται από κάποιο σκοτεινό μέρος το οποίο για εμάς, τους «φυσιολογικούς», είναι ξένο. Πώς, λοιπόν, μπορείς να καταδικάσεις ένα θύμα σε αιώνιο κολασμό; Πώς μπορείς να αποδώσεις ευθύνες σε κάποιον που δεν ελέγχει, αλλά ελέγχεται απόλυτα από το περιβάλλον και τα γονίδιά του;
Θα επιθυμούσαμε, αντί επιλόγου, να κλείσουμε με μια φράση του Berdyaev: «Μια οντολογία του κακού είναι αδύνατος και ανέφικτος, διά τούτο και η ιδέα περί της αιωνίου κολάσεως είναι ακατανόητος, μοχθηρά και κακόβουλος»[23]
Σημειώσεις
1. Πρβλ. Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Ἀρείου καὶ Σαβελλίου, G.N.O. III.1, σ. 84.4-27: «… πανταχοῦ εἶναι καὶ μὴ εἶναι τόπος ὅπου οὐκ ἔστι θεὸς…»
2 Βλ. ενδεικτικά, Richard Swinburne, «A Theodicy of Heaven and Hell», στο: Alfred Freddoso (επιμ.), The Existence and Nature of God, Notre Dame, Indiana, University of Notre Dame Press, 1983, σσ. 37-54, ιδ. σ. 52.
3 Paul Ricoeur, The Conflict of Interpretations, Evanston, Illinois, Northwestern University Press, σειρά: Studies in Phenomenology and Existential Philosophy, 1974, μτφρ. Peter McCormick, σσ. 273-275.
4 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν βίον Μωυσέως, G.N.O. VII.1, σ. 108.15-17, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 427.15-17: «… ἐκ παρόδου δόγμα ἐμάθομεν, ὅτι πᾶσα τῆς ψυχῆς κίνησης ἐπ’ ἀγαθῳ παρὰ τοῦ δημιουργήσαντος τὴν φύσιν ἡμῶν κατεσκευάσθη».
5 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸ πάτερ ἡμῶν, G.N.O. VII.2, σ. 37.22-23, Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 65.
6 Verna, Harrison, Grace and Human Freedom According to St. Gregory of Nyssa, New York-Ontario, The Edwin Mellen Press, σειρά: Studies in the Bible and Early Christianity, αρ. 30, 1992, σ. 157.
7 Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 197B, Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 60C, Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, G.N.O. VII.2, σ. 125.14-16.
8 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, G.N.O. VII.2, σ. 108.20-23: «Ἐπειδὴ τῆς ἀγαθῆς τοῦ θεοῦ περὶ τὸν ἄνθρωπον ἀπέστησεν ἡμᾶς ἡ ἀβουλία…», πρβλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, G.N.O. V, σ. 58.25-27.
9 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, G.N.O. V, σ. 418.6-8: «Καὶ εἴθε τοῦτο πρὸ πάντων ἡ τῶν ἀνθρώπων ἐπαιδεύετο φύσις, τὴν τοῦ καλοῦ λέγω καὶ μὴ τοιούτου διάκρισιν!».
10 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, G.N.O. V, σ. 307.5-9.
11 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, G.N.O. V, σ. 419.16-23: «… η αἴσθησις ἅμα τῃ πρώτῃ γενέσει συμφύεται, ὁ δὲ νοῦς ἀναμένει τὴν εἰς τὸ σύμμετρον τῆς ἡλικίας ἀναδρομήν…».
12 Ο Γρηγόριος θα αρνηθεί την ύπαρξη της Κόλασης βασιζόμενος όχι μόνο στα ηθικά-πραξιολογικά επιχειρήματά του, αλλά και στο οντολογικό επιχείρημα που έχει να κάνει με τον κτιστό, και επομένως περατό, χαρακτήρα του κακού. Ως δημιούργημα, το κακό έχει αρχή και, ως φυσικό επακόλουθο, τέλος (Εἰς τὸ Ἆισμα τῶν Ἀισμάτων, G.N.O. VI, σ. 422.16-18: «Αὐτὴ τε ἡ κακία καὶ πᾶν ἐξ αὐτῆς ὕψωμα τὸ κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ θεοῦ ἐπαιρόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν περιστήσεται»). Για το θέμα της «αποκατάστασης των πάντων» στη σκέψη του Γρηγορίου Νύσσης βλ. Morwenna Ludlow, Universal Salvation. Eschatology in the Thought of Gregory of Nyssa and Karl Ranner, Oxford, Oxford University Press, σειρά: Oxford Theological Monographs, 2000, σσ. 21-111.
13 Η έκφραση ανήκει στον Russel, βλ. Russel Bertrand, Κείμενα για τη θρησκεία, Αθήνα, εκδόσεις Scripta, 2006, μτφρ. Μπερλής Άρης, σσ. 128-131.
14 Adams McCord Marilyn, «The Problem of Hell: A Problem of Evil for Christians», στο: William L. Rowe (επιμ.), God and the Problem of Evil, Oxford, Blackwell Publications, 2001, σσ. 282-309, ιδ. σσ. 286-287
15 Για τη χρήση του όρου «αιώνιος» στην Καινή Διαθήκη και στους Πατέρες της Εκκλησίας βλ. John Wesley Hanson, Universalism. The Prevailing Doctrine of the Christian Church During its First Five Hundred Years, Boston and Chicago, Universalist Publishing House, 1899,σσ. 146-150
16 FBI Crime Classification Manual, 1992. Η αναφορά στο βιβλίο του Harold Schechter, The Serial Killers, New York, The Random House Publishing Group, 2003, σ. 7.
17 John Godwin, Murder USA. The Ways We Kill Each Other, New York, Ballantine, 1979, σ. 300.
18 Robert D. Hare, Without Conscience. The Disturbing World of the Psychopaths Among Us, New York, The Guilford Press, 1999, σσ. 22-25. Η «ελεύθερη επιλογή» εδώ σημαίνει ότι πράττουν συνειδητά το έγκλημα και έχουν επίγνωση της πράξης τους. Πρόκειται, δηλαδή, για μια πράξη η οποία δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου παραληρήματος (insanity without delirium). Για το θέμα αυτό βλ. Hervey Cleckley, The Mask of Sanity, Whitefish, USA, Literary Licensing, LLC, 201110, (19411).
19 Βλ. Andreas Reif, Michael Rösler, Christine M. Freitag, Marc Schneider, Andrea Eujen, Christian Kissling, Denise Wenzler, Christian P. Jacob, Petra Retz-Junginger, Johannes Thome, Klaus-Peter Lesch, and Wolfgang Retz, «Nature and Nurture Predispose to Violent Behavior: Serotonergic Genes and Adverse Childhood Environment», στο περιοδικό Neuropsychopharmacology, τεύχος 32, 2007, σσ. 2375-2383, και Molly J. Crockett, Luke Clark, Marc D. Hauser, and Trevor W. Robbins, «Serotonin selectively influences moral judgment and behavior through effects on harm aversion», στο www.pnas.org/cgi/doi/10.1073/pnas.1009396107. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Γιώργο Βαλλιανάτο, δρ. Μοριακής Βιολογίας, για τη βοήθεια, τις συμβουλές και την καθοδήγησή του στη βιβλιογραφική έρευνα που πραγματοποίησα για τη λειτουργία των βιολογικών μηχανισμών.
20 John E. Douglas, Ann W. Burgess, Robert K. Ressler, Sexual Homicide: Patterns and Motives, New York, 4Free Press, 1995, σσ. 16-19.
21 Βλ. ενδεικτικά τις αναφορές που υπάρχουν στο εξαιρετικό και καινοτόμο βιβλίο του ψυχιάτρου Michael H. Stone, The Anatomy of Evil, New York, Prometheus Books, 2009, σσ. 240-283, ιδ. σσ. 245-261 το κεφάλαιο με τίτλο, Parents from Hell.
22 Vronsky Peter, Serial Killers. The Method and Madness of the Monsters, New York, Berkeley Books, 2004, σσ. 274-275.
23 Nikolai Berdyaev, Θείον και ανθρώπινον, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Π. Πουρναρά, 20002, (19821), μτφρ. Αντωνιάδου Προδρόμου, σ. 142.
πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύθηκε στη "Σύναξη", τχ 121 (Ιαν.- Μαρ. 2012, σελ. 85-89)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου