Γιώργος Θεοτοκάς
Ποιο μέλλον ξανοίγεται άραγε, για τον Ελληνισμό μέσα στις νέες μορφές που παίρνει η «εν κινήσει» κοινωνία του βιομηχανικού πολιτισμού; Πολλές προβλέψεις διατυπώνονται και πολλές ανησυχίες εκφράζονται κάθε τόσο για τη μοίρα που μας περιμένει, εμάς ή τους απογόνους μας. Εκείνο που καταλαβαίνουμε είναι ότι ο κόσμος, τόσο από τη δυτική όσο και από την ανατολική του πλευρά, μπαίνει ή μάλλον μπήκε ήδη σε μία περίοδο ευρύτατα κοσμοπολιτική, όπου θα κυκλοφορούν και θα συναντιούνται ολοένα οι λαοί, οι γλώσσες, οι ιδέες, οι παραδόσεις, οι εθνικοί χαρακτήρες. Καθώς είπα και άλλοτε, από τα κλειστά Κράτη των πατέρων μας και από τους εθνικιστικούς πολέμους, πηγαίνουμε τώρα προς ένα είδος ελληνιστικής κοινωνίας. Μέσα στο περιβάλλον αυτό, οι Ελληνες θα πρέπει να ζήσουν, να δράσουν, να προκόψουν. Να μην αφήσουν τη δειλία, και την αβουλία να τους παραλύσουν, αλλά να προσαρμοστούν με γενναιότητα στις νέες συνθήκες της ζωής. Αυτό, άλλωστε, προσπαθούν να κάμουν με την συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τη λεγόμενη Κοινή Αγορά.
Όμως το ζήτημα δεν είναι μόνο να καταφέρουν να σταθούν στα νέα διεθνή πλαίσια και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, αλλά χρωστούν και να διατηρήσουν και την προσωπικότητά τους, την εθνική τους ιδιομορφία, την ξεχωριστή και ανεκτίμητη πνευματικότητα που διαμόρφωσαν οι αιώνες της ελληνικής ιστορίας. Το χρωστούν και στον εαυτό τους και στους άλλους, γιατί, χωρίς την προσωπικότητά τους, ούτε αξιοπρέπεια θα μπορέσουν να κρατήσουν ούτε τίποτα το αξιόλογο και το σεβαστό θα έχουν να προσφέρουν στον αυριανό κόσμο. Θα καταντήσουν μάζα χωρίς χαρακτήρα και χωρίς ενδιαφέρον, ανθρώπινο υλικό ενός κόσμου που θα τους αγνοεί και θα κοιτάζει την Ελλάδα μονάχα σαν θέμα τουριστικό.
Από τη μία μεριά να προσαρμοστούμε στην εξέλιξη της τεχνικής και στις σύγχρονες οργανωτικές ανάγκες, από την άλλη να διατηρήσουμε και να αναπτύξουμε την πνευματική μας υπόσταση: μεγάλα και δύσκολα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν με την ίδια ένταση. Το πρώτο δεν είναι εδώ ο χώρος για να συζητηθεί και δεν είμαστε και οι αρμόδιοι να προτείνουμε τις λύσεις του. Το δεύτερο όμως πρέπει στο εξής, να το έχουμε συνεχώς στο νου, να μη σταματούμε να το βασανίζουμε και να βοηθούμε και τους άλλους να το συνειδητοποιήσουν.
Ποια είναι τα βασικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιαίτερη εθνική προσωπικότητά μας, που αν τα στερηθούμε θα παύσουμε να είμαστε αυτό που είμαστε; Προσπαθούμε από καιρό να προσδιορίσουμε, αφήνοντας κατά μέρος τα δευτερώτερα και τα φθαρτά, που δεν είναι εκ των ουκ άνευ. Είναι η Ορθοδοξία και ο ανθρωπισμός των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων, καθώς ισορροπούν και εναρμονίζονται μέσα στην παράδοσή μας. Είναι η μνήμη του Είκοσιένα, το αγωνιστικό πνεύμα της ελευθερίας που διαπερνά ολόκληρη τη νεώτερη ιστορία μας. Είναι τα νέα μας γράμματα στις καλές τους ώρες. Είναι η γλώσσα μας, σαν κόσμος ζωντανός, σπαρταριστός και γοητευτικός, που μας πλάθει ολοένα και που τον πλάθουμε. Αυτά όλα είμαστε εμείς. Η ύπαρξή μας αποτελεί τη συνθετική τους, ενιαία έκφραση. Αυτά λοιπόν θα πρέπει να διαφυλάξουμε, ως κόρην οφθαλμού, μέσα στα νέα σχήματα όπου μας οδηγεί η ιστορία, να τα εμβαθύνουμε και να τα καλλιεργήσουμε όσο είμαστε ικανοί. Αν αυτά είναι μέσα μας ισχυρά, δεν θα έχουμε λόγους να φοβόμαστε ούτε την τεχνική ούτε τον συγχρωτισμό μας με τα άλλα έθνη. Τουναντίο, τότε, η ύπαρξή μας ανάμεσα στα έθνη θα έχει βαρύτητα και ο λόγος μας θα λογαριάζεται, θα αποτελούμε και εμείς μια παρουσία.
Για την Ορθοδοξία θέλω να πω μόνο δύο λόγια ακόμη. Η σκέψη της Εκκλησίας μας τυραννεί και την κουράζουμε και εμείς με τα σχόλιά μας, αλλά πώς να γίνει και αλλιώς; Βλέπουμε ότι η εποχή θα απαιτήσει απ’ αυτήν, πολύ μεγάλες προσπάθειες, που δεν φαίνεται να έχει, προς το παρόν, τα μέσα να τις αναλάβει. Η Δύση σήμερα ανακαλύπτει και εξαίρει την πνευματικότητα της Ορθοδοξίας, ενώ εμείς την έχουμε λησμονήσει. Οι πνευματικές και ηθικές ανάγκες της κοινωνίας μας γίνονται ολοένα πιο μεγάλες, τα προβλήματά μας πιο περίπλοκα, αλλά η ανταπόκριση δεν είναι ανάλογη. Για λόγους πνευματικούς, αλλά και εθνικούς επίσης, σύμφωνα με όσα είπαμε, πρέπει να αρχίσει να συντελείται μία βελτίωση των πραγμάτων, προτού να παρουσιαστεί ένα χάσμα ανάμεσα στην παράδοση και στην εποχή, ένα χάσμα που τρομάζει κανείς όταν αναλογίζεται ποιούς αντικτύπους μπορεί να έχει. Χωρίς την Εκκλησία του, ο Ελληνισμός δεν θα μπορέσει να σταθεί ψυχικά μέσα στον καινούριο κόσμο που διαμορφώνεται. Αλλά κι η Εκκλησία πώς θα σταθεί και πού κατευθύνεται, αν δεν γίνει καλύτερη από ό,τι είναι;
πηγή: Αντίφωνο, Περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ, Ετος Β΄, Απρίλιος 1962, Φύλ.16, σελ. 26.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου