Σχοινᾶς Φώτης
Ἐκτενές σχόλιο στό βιβλίο τοῦ π. Νικολάου Λουδοβίκου ‟Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα”.
Ὁ δεύτερος συγγραφέας στόν ὁποῖο ἀσκεῖ κριτική ὁ π. Νικόλαος εἶναι ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς στό δεύτερο κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται ‟ Ὁ ἔρως ὡς ὁδός θεολογίας καί ἐλευθερίας.”
Κατ᾿ ἀρχήν ὁ π. Νικόλαος ἀνιχνεύει τίς ἐπιδράσεις πού ὑπέστη ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἀπό τόν Ρῶσσο φιλόσοφο Vladimir Soloviev (1853-1900). Κατά τόν Soloviev ὁ Θεός καί ὁ κόσμος ἀποτελοῦν μία ἑνιαία συμπαντική ἑνότητα. Ὁ δημιουργημένος κόσμος δέν διαφέρει ὡς πρός τήν φύση του ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀποτελεῖ μία ἄλλη ἀναδιάταξη τῶν ἴδιων δομικῶν στοιχείων πού ἀπαρτίζουν τό θεῖο Εἶναι. Πρόκειται δηλαδή γιά καθαρό πανθεϊσμό. Ἁρμός συνοχῆς τῆς ἑνιαίας συμπαντικῆς ἑνότητας εἶναι ἡ Σοφία, βασική κοσμολογική καί συνάμα ἀνθρωπολογική ἀρχή. Παράλληλα πρός τήν Σοφία ἐπενεργεῖ καί χαοτική ἀρχή πού διασπᾶ τήν ἐνότητα τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν φυλετικό-σαρκικό ἔρωτα ἀποκαθιστᾶ τή Σοφία καί ἐξουδετερώνει τίς χαοτικές/διαλυτικές/διασπαστικές τῆς συμπαντικῆς ἑνότητος δυνάμεις. Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν φυλετικό-σαρκικό ἔρωτα ἐξίσταται τῆς φύσεώς του, καθίσταται πρόσωπο (καί ἐδῶ ἀμυδρά καί συνεσκιασμένα βρίσκονται τά σπέρματα τῆς θεμελιώδους Γιανναρικῆς ἀντιφάσεως πού θά δοῦμε ἀργότερα) καί ἐκπληροῖ τή Σοφιανική δύναμη. Ἔτσι λοιπόν στό Ρῶσσο στοχαστή βλέπουμε τή σύνδεση προσώπου καί ἔρωτος, πρᾶγμα πού θά ἀπασχολήσει καθοριστικά τόν Χρῆστο Γιανναρᾶ.
Ἡ συγγένεια τῆς σκέψεως τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ μέ τόν Soloviev εἶναι καταφανής μέχρι σημείου ταυτισμοῦ. Στόν Χρ. Γιανναρᾶ ὅμως, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ π. Νικόλαος, καί νομίζουμε δικαίως, ὑπάρχει μία θεμελιώδης ἀντίφαση: ἡ ὑπαρκτική πληρότητα, ἡ ἔκσταση, ποῦ ἀνήκει, στό πρόσωπο ἤ στήν φύση; Τό πρόσωπο, ἀπελευθερωνόμενο ἀπό τά βαρίδια τῆς φύσεως, προσεγγίζει τήν ὑπαρκτική αὐθεντικότητα, ἀποδεσμευόμενο ἐπαναλαμβάνουμε ἀπό τήν ἀλλοτρίωση, φθορά καί πτώση τῆς φύσεως ἤ ἡ φύση μέ ὄχημα τόν βιολογικό-συναισθηματικό ἔρωτα ἐξίσταται ἑαυτῆς καί ἐπιτυγχάνει τήν ἀνθρώπινη πληρότητα; Ἐπειδή τό θέμα εἶναι κρίσιμο ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο τόν π. Νικόλαο νά μιλήσει: «Στό Πρόσωπο καί ὁ Ἔρως ὁ ἀγώνας τοῦτος εἶναι καταφανής. Ἀπό τή μιά ἡ φυσική ἐρωτική ἐκστατική φορά τῆς συγκεκριμένης ἀτομικότητας καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ὑπαρκτική ἐκστατικότητα ὡς προσωπική καθολικότητα. Σ᾽ ὅλο αὐτό τό βιβλίο ὁ κύριος ἴσως ὅσο καί ὁ ἀνομολόγητος ἀγώνας τοῦ συγγραφέα του ἔγκειται στό νά ξεκαθαρίσει ποιά ἀπ᾽ τίς δύο πλευρές τοῦ ὑπαρκτικοῦ αὐτοῦ λόφου (αὐτή τῆς φύσης ἤ αὐτή τοῦ προσώπου) ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῆς ἄλλης καί συνεπῶς τό κραταιότερο ἔρεισμα τῆς ἐκστατικῆς κορυφῆς. Ποιά ἀπό τίς δύο πλευρές ἐγγυᾶται τή ρεαλιστικότερη καί πειστικότερη προσέγγιση τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπινου ὄντος; Στό παραπάνω βιβλίο ἤδη ὁ Γιανναρᾶς ἀναπτύσσει καί τίς δύο (ἀντιφατικές μεταξύ τους) αὐτές φάσεις. Ἡ πρώτη θέλει τή φυσική ἐκστατικότητα ὡς ἁπλή καί ἄνευ ἄλλης βαρύτητας προϋπόθεση τῆς προσωπικῆς ἐκστατικῆς καθολικῆς ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία ἀναφορά συνιστᾶ τήν οὐσία ἀκριβῶς τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ὁποία ὡστόσο συνιστᾶ κάποιο εἶδος ἀπελευθέρωσης ἀπό τή φύση - πράγμα δραματικά δυσεξήγητο, ἄν φυσικά συνεχίσουμε νά πιστεύουμε, μαζί μέ τήν Βιβλικοπατερική παράδοση, πώς ἡ φύσις τῶν λογικῶν ὄντων εἶναι δῶρο, ἄκτιστος λόγος καί κλήση ἐσχατολογική, καί ὄχι ἐξοντωτικός καταναγκασμός, ὅπως θέλει ὁ νεώτερος Ὑπαρξισμός (κάτι στό ὁποῖο σύντομα θά ἐπανέλθουμε). Ἡ δεύτερη τάση, προερχόμενη ἀκριβῶς ἀπό τό μερικό ἀδιέξοδο τῆς πρώτης, θεωρεῖ τήν ἴδια τή φύση, μαζί μέ τή φυσική της ἐκστατικότητα, ὡς μοναδικό ἐχέγγυο ἀνθρώπινης πληρότητας καί συνεπῶς καί, δευτερευόντως, θεμέλιο τῆς πιθανῆς προσωπικῆς ἐκστατικῆς καθολικότητας. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς δέν φαίνεται νά κατανόησε ποτέ σέ βάθος τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀντίφασης. Πάντως, σύν τῷ χρόνῳ, καί καθώς ὁ στοχαστής μας ἄρχισε νά συνομιλεῖ, ὅλο καί περισσότερο, μέ τόν εὐρύτερο κόσμο τῶν διανοουμένων, πέρα δηλαδή ἀπ' τόν στενό θεολογικό περίγυρο, ἡ δεύτερη αὐτή τάση, ἡ ὁποία παραδόξως ἤ ὄχι μοιάζει νά ταυτίζεται σχεδόν ἀπόλυτα μ᾿ ἐκείνη τοῦ Soloviev, φαίνεται νά ὑπερίσχυσε» (π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆνα 2009, σελ. 80-81).
Ὅ,τι χαρακτηρίζει τή Γιανναρική σκέψη εἶναι ἡ ταύτιση προσώπου καί ἔρωτος, ἐπιπλέον δέ καί ἡ ἀποσύνδεση, ἡ ριζική διάκριση τοῦ προσώπου ἀπό τήν φύση. Ὁ ἀνθρώπινος ἔρως ἐκλαμβάνεται ὡς πρόγευση καί ἐξεικονισμός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ π. Νικόλαος λέγει: «Πράγματι, ἄν ἡ ταύτιση προσώπου καί φυλετικοῦ ἔρωτος εἶναι τό πρῶτο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἀντλεῖ ἡ νεοελληνική περί προσώπου θεολογία ἀπό τή ρωσική σκέψη...τό δεύτερο εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ προσώπου ὡς ὑπόστασης χωρίς οὐσιώδη χαρακτήρα: μιά πρωτογενής διάσταση μεταξύ προσώπου καί φύσεως ἡ ὁποία καταλήγει στή θεώρησή τους ὡς δύο ἀνεξάρτητων καί ξεχωριστῶν ὄντων. Τό φαινόμενο αὐτό τό ὀνόμασα προσωπικά ὡς “ὀντολογικοποίηση τοῦ προσώπου”, ἡ ὁποία μάλιστα βαίνει παράλληλα μ᾿ ἕνα εἶδος ἀρνητικῆς ὀντολογικοποίησης τῆς φύσης» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σσ. 85-86). Ὅπως ἐγράψαμε ἀνωτέρω, ἀναφερόμενοι στόν Σεβασμιώτατο π. Ἰωάννη Ζηζιούλα, τό πρόσωπο/ὑπόσταση δέν ἀποτελεῖ ξεχωριστή κατηγορία (μέ τήν Ἀριστοτελική τεχνική ἔννοια τοῦ ὅρου) ἀπό τή φύση/οὐσία. Ἡ ὑπόσταση εἶναι πάντα ἐνούσιος – ἀνούσιος ὑπόσταση εἶναι ἀδιανόητη – καί ἡ φύση ἐνυπόστατος. Πράγματι πῶς μπορεῖ νά νοηθεῖ τό πρόσωπο/ὑπόσταση χωρίς φύση/οὐσία; Τίνος πρόσωπο εἶναι τό ἀνούσιο (τό ἄνευ οὐσίας/φύσεως) πρόσωπο; Τί πράγματι ὑποστασιάζει, ἄν μή μία συγκεκριμένη οὐσία/φύση; Ἄν εἶναι ὀρθό – καί βεβαίως εἶναι – αὐτό πού γράφει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ὅτι ἡ ψυχή χωρίς τό σῶμα εἶναι ἕνα ψιλό φάντασμα, πολύ πρισσότερο τό πρόσωπο δίχως φύση εἶναι ἕνα χλωμό φάντασμα, μιά σκιώδης ὕπαρξη, μᾶλλον μιά ἀνύπαρκτη σκιά, πού οὔτε τό χαρακτῆρα τοῦ φαντάσματος καί τῆς ὑπάρξεως δικαιοῦται. Καί λέγω τοῦτο διότι ἡ ψυχή νῷ καί ἐπινοίᾳ καί πράγματι μετά τόν θάνατο καί μέχρι τήν κοινή Ἀνάσταση μπορεῖ νά νοηθεῖ καί νά ὑπάρξει χωρίς τό σῶμα, ἀλλά πρόσωπο δίχως φύση οὔτε νῷ καί ἐπινοίᾳ μπορεῖ νά νοηθεῖ. Ἐξίσου ὀλέθρια εἶναι καί ἡ ταύτιση τοῦ προσώπου μέ τήν ἐλευθερία, τή χάρη, τήν θεοείδεια, τήν αὐθεντική ὕπαρξη καί τῆς φύσεως μέ τήν ἀναγκαιότητα, τή φθορά, τήν πτώση, τήν ἀλλοτρίωση. Ἴσα-ἴσα ἡ φύση καθό φύση δέν ἁμαρτάνει, τό πρόσωπο αὐτεξουσίως κάνοντας κακή χρήση τῶν φυσικῶν δυνάμεων ἁμαρτάνει παρασύροντας τήν φύση στήν πτώση (εἶναι βέβαια ἐνδεχόμενο σέ ἰδιάζουσες περιπτώσεις, π.χ. σέ μία βαριά ψυχοπαθολογική κατάσταση, ὅπου αἰρομένης τῆς ἐλευθερίας, ἡ νοσηρή φύση νά παρασύρει καί ἕνα καλῆς θελήσεως πρόσωπο σέ, πάγια πιθανόν, πτώση). Ὁ Δαμασκηνός διασαφηνίζει ὅτι «τό ἐνεργητικόν» εἶναι ἡ φύση/οὐσία πού προχέει τήν ἐνέργεια, «ὁ ἐνεργῶν» εἶναι ἡ ὑπόσταση/πρόσωπο πού κάνει καλή ἤ κακή χρήση τῆς ἐνέργειας, ἐνῶ «τό ἐνέργημα» εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας: «Ἰστέον δέ, ὡς ἄλλο ἐστίν ἐνέργεια καί ἄλλο ἐνεργητικόν καί ἄλλο ἐνέργημα καί ἄλλο ἐνεργῶν. Ἐνέργεια μέν οὖν ἐστιν ἡ δραστική καί οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις· ἐνεργητικόν δέ ἡ φύσις, ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν· ἐνέργημα δέ τό τό τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα· ἐνεργῶν δέ ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ ἤτοι ἡ ὑπόστασις» ((Ἔκδοσις ἀκριβής ΙΙ, νθ΄ 6-12, ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 144). Τό πρόσωπο λοιπόν ποιοῖ (προσδίδει τό ἰδιαίτερο ποιόν) (σ)τήν ἐνέργεια. Ἡ φύση καθ᾿ ἑαυτήν εἶναι ἀκατηγόρητη.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι οὔτε ψιλό-γυμνό πρόσωπο οὔτε ψιλή-γυμνή φύση, ἀλλά ἐνούσιο πρόσωπο/προσωπική φύση καί θεοῦται «τό ὅλον αὐτοῦ» (φύση καί πρόσωπο) σέ κοινωνία καί διάλογο μέ τόν Θεό. Κατά τόν π. Νικόλαο «ἡ Πατερική θέση εἶναι πώς ἡ πλήρης ψυχοσωματική φύση εἶναι πάντοτε ἐνυπόστατη καί βεβαίως εἶναι ἤδη, ὡς λόγος/κλήση Θεοῦ, μέσα στή Χάρη, ὡς ἐνεργούμενος προσωπικός διάλογος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου – εἶναι ἡ διακοπή αὐτοῦ τοῦ διαλόγου πού μᾶς κάνει νά χάνουμε ἀπό τά μάτια μας τό γεγονός αὐτό. Τό γεγονός τοῦ προσώπου συνδέεται ἔτσι ἀξεδιάλυτα μέ τό διαλογικό τρόπο ὑπάρξεως τῆς φύσεως, μέ τό ὅτι ἡ φύση τῶν ὄντων δημιουργεῖται (προτείνεται ἀπό τόν Θεό) καί τελειοποεῖται ὡς προσωπικός διάλογος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους – πρόκειται, δηλαδή, στήν πραγματικότητα, γιά μιά νέα, ὑπέρ-φιλοσοφική καί ὑπέρ-μεταφυσική ἔννοια περί φύσεως (γεγονός τό ὁποῖο ἐλάχιστα ἔχει κατανοηθεῖ ἀπό τούς σημερινούς θεολόγους)» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σελ. 90). Ἐπίσης: «Ὕπαρξη σημαίνει ἐνυπόστατη/προσωπική φύσις ἐν διαλόγῳ καί ὄχι κάποιο εἶδος ἐξόδου ἀπ᾿ αὐτήν· Ἔτσι ἐλευθερία δέν σημαίνει πρόσωπο ἐνάντια στή φύση (κατά τήν Πατερική παράδοση τουλάχιστον) ἀλλά ἐνυπόστατη/προσωπική φύση, κατά προαίρεση καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀσκούμενη πρός κοινωνίαν, ἐνάντια στό περιεκτικό κακό τοῦ φίλαυτου ναρκισσικοῦ αὐτοεγκλεισμοῦ, ὁ ὁποῖος καταστρέφει τήν θεοειδῆ πανενότητα τοῦ κτιστοῦ» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σελ. 91).
Τέλος ὡς πρός τήν ἐκστατική καί ἀνατατική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα φαίνεται, ἐκ πρώτης ὄψεως, πώς συνάδει ἕνα ὄντως τολμηρό χωρίο τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ. Παραθέτουμε τό χωρίο: « Ἡ πορνεία καθό μέν ἔφεσις καί φιλία καί ἕνωσις ἀγαθόν, καθό δέ τοῦ μή ὀφείλοντος καί τοῦ ἀπηγορευμένου ἔφεσις κακόν·τό γάρ μή ἐντεταλμένον, ἀλλ᾿ ἀπηγορευμένον οὐκ ὄν ὡς μή ὀφεῖλον. Διό καί ἡ τοῦ μή ὄντος μηδέ ὀφείλοντος γενέσθαι ἔφεσις κακόν» (Κατά Μανιχαίων 59, τόμος IV, ἔκδοση B. Kotter, Βερολίνο 1981, σελ. 379). Ἀκόμη «Οἶδεν ὁ θεός τό κακόν ὡς ἀγαθόν, ὥσπερ τήν πορνείαν οἶδεν ὡς ἔφεσιν καί φιλίαν καί ἕνωσιν. Καί παρ᾿ αὐτῷ καί αἱ αἰτίαι τῶν κακῶν δυνάμεις ἀγαθοποιοί· πολλάκις ἐκ πορνείας γεγένηνται σκεύη ἐκλογῆς» (Κατά Μανιχαίων 48, τόμος IV, ἔκδοση B. Kotter, Βερολίνο 1981, σελ. 377). Ἡ φράση « Ἡ πορνεία καθό μέν ἔφεσις καί φιλία καί ἕνωσις ἀγαθόν...» δείχνει, ἐπαναλαμβάνουμε ἐκ πρώτης ὄψεως, νά συνάδει πρός τόν Γιανναρικό ἔρωτα. Ὁ ἔρως φαίνεται νά ἐπιτελεῖ μία ἑνοποιό καί συνδετική τῶν ὄντων δύναμη, γι᾿ αὐτό ὡς ἔφεσις καί φιλία καί ἕνωσις, ἀκόμη καί στήν μορφή τῆς πορνείας, εἶναι ἀγαθόν. Ὡς ἕνωση ὅμως μετά τοῦ ἀπηγορευμένου εἶναι κακόν. Ἄρα μόνο ἡ ἕνωση μετά τῆς νομίμου συζύγου ἀποτελεῖ ὄντως ἀγαθόν. Ἡ ἕνωση μετά τῆς ἀλλοτρίας ἀποτελεῖ κακέκτυπο, καρικατούρα, τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ ἔρωτος. Πρός ἀποφυγή πάσης παρεξηγήσεως προσάγουμε ἕνα ἄλλο χωρίο τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπό τό ἴδιο ἔργο, τό Κατά Μανιχαίων, πού διασαφηνίζει τά πράγματα: «Καί εἰ τῇ μίξει χρησόμεθα ταῖς ἑαυτῶν γυναιξί πρός τεκνογονίαν κατά τόν νόμον τόν δοθέντα τῇ φύσει παρά τοῦ θεοῦ, καλόν· εἰ δέ χρησόμεθα τῇ ἐπιθυμίᾳ πρός τά ἀλλότρια παρά τόν νόμον τοῦ θεοῦ, κακόν...Ἡ πορνεία οὐ διά τήν συνάφειαν ἐστι κακή, ἀλλά διά τό τῇ ἀλλοτρίᾳ συναφθῆναι». (Κατά Μανιχαίων 14 42-47, τόμος IV, ἔκδοση B. Kotter, Βερολίνο 1981, σελ. 359). Ἑπομένως μόνον ἡ μίξη μετά τῆς νομίμου συζύγου ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Γάμου εἶναι ὄντως ἀγαθόν. Ὁ φυσικός ἔρως, ὅσο καί ἄν ὑπάρχει ἔντονο τό συναισθηματικό στοιχεῖο, ἀπό μόνος του δέν ἀρκεῖ πρός ὑπαρκτική πλήρωση. Χρειάζεται ἀπαραιτήτως ὁ ἁγιασμός τῆς θείας Χάριτος. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος φύση καί πρόσωπο, μέ τίς ψυχοβιολογικές, συναισθηματικές, ἐρωτικές λειτουργίες του πρέπει νά ἀνακραθεῖ στήν ἄκτιστη Χάρη πρός ἐπίτευξη τῆς ὑπαρκτικῆς πληρότητος.
Ἐν κατακλεῖδι καταθέτουμε τήν ἄποψη τοῦ π. Νικολάου: «Τίποτε τό κτιστό (εἴτε φύση, εἴτε πρόσωπο, εἴτε ψυχή εἴτε σῶμα, εἴτε ἔρως εἴτε σχέση) δέν διαθέτει πράγματι ἀπό μόνο του ὄντως Εἶναι καί Ζωή χωρίς τή διείσδυση τοῦ ἀκτίστου σέ αὐτό· ἀπό τήν ἄλλη ὅμως ὅλα τά παραπάνω, ἐν Χριστῷ καί μόνον, εἶναι ἤδη ἄκτιστες κλήσεις, ἤδη διάλογοι, ἤδη δρόμοι ἐλευθερίας καί Χάριτος» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ. π., σελ. 99).
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου