Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Μονόλογος με αφορμή τον Αρχαίο ιδεαλισμό του Στέλιου Ράμφου

Φώτης  Σχοινᾶς
Σχόλιο στό βιβλίο τοῦ π. Νικολάου Λουδοβίκου Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα
Ὁ τρίτος συγγραφέας, τόν ὁποῖο ὑποβάλλει σέ κριτική ὁ π. Νικόλαος εἶναι ὁ φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος στό τρίτο κεφάλαιο, τό ἐπιγραφόμενο ‟Πρός ἀλλαγή παραδείγματος στήν Ὀρθόδοξη θεολογία;” Ὅπως δηλώνει καί ὁ τίτλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου ἀφορμή γιά τήν γραφή του στάθηκε ὁ θαυμασμός μέ τόν ὁποῖο ὑποδέχθηκαν ὁρισμένοι, ἀκαδημαϊκοί καί μή, θεολόγοι τό ἔργο τοῦ Στέλιου Ράμφου Τό μυστικό τοῦ Ἰησοῦ καί συνακολούθως ἡ διατύπωση ἐκ μέρους των γιά ἀλλαγή “παραδείγματος” στήν Ὀρθόδοξη μετανεωτερική θεολογία. Τό ἔργο αὐτό τοῦ Ράμφου ἀποτελεῖ μία “μεταπατερική” ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος ὁ συντάκτης του. Ἀρνεῖται οὐσιαστικά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τά θαύματά Του, τήν Ἀνάστασή Του, τήν Ἀνάληψή Του. Ἀρνεῖται τό γεγονός ὅτι ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐνσαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε ὁ Ράμφος ἀρνεῖται τό ὄνομα Χριστός τό ὁποῖο εἶναι δηλωτικό τῆς Ἀγίας Τριάδος κατά τόν Μέγα Βασίλειο («Ἡ γάρ τοῦ Χριστοῦ προσηγορία, τοῦ παντός ἐστιν ὁμολογία· δηλοῖ γάρ τόν τε χρίσαντα Θεόν, καί τόν χρισθέντα Υἱόν, καί τό χρῖσμα τό Πνεῦμα». Μ. Βασιλείου, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. 12, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 348-350) καί δέχεται μόνο τό ὄνομα Ἰησοῦς.
Τό ἐν λόγῳ βιβλίο τοῦ Στ. Ράμφου ἀποτελεῖ μία σύγχρονη, μεταπατερική καί ἀρχαϊκή συνάμα, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ π. Νικόλαος, ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στό πνευματικό κλίμα τῆς μετανεωτερικότητας καί τῆς διαβόητης ἀναστοχαστικότητας. «Ἀναστοχαστικότητα ἐδῶ σημαίνει τόν ἐκ νέου στοχασμό τοῦ Εἶναι, πέρα ἀπό τίς σταθερότητες τῆς παράδοσης, μέ στόχο τή διαμόρφωση μιᾶς ἱστορικότητας ἡ ὁποία ἔχει θεμελιωδῶς μελλοντικό χαρακτήρα, στρέφεται πρός τό μέλλον», ὅπως γράφει ὁ π. Νικόλαος (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σελ. 119). Δεσπόζουσα ὅμως ἀρχή τῆς νεωτερικότητας καί τῆς μετανεωτερικότητας εἶναι τό ἀνθρώπινο ὑποκείμενο, τό διογκωμένο, ὑπερτραφές καί ὑπερβουλητικό Ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἀνθρώπινο Ἐγώ τοποθετήθηκε στό κέντρο τοῦ σύμπαντος καί ἀνακηρύχθηκε ὡς τό ἀρχιμήδειο σημεῖο γύρω ἀπό τό ὁποῖο περιστρέφονται καί στό ὁποῖο ὑποτάσσονται ὅλα τά ἄλλα...Πέρα καί ἔξω ἀπό αὐτό τό ὑπερδιογκωμένο ἀνθρώπινο Ἐγώ δέν ὑπάρχει τίποτε, ἤ καί ἄν ὑπάρχει, ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει, ὀφείλει νά ὑπηρετεῖ τίς ἐπιθυμίες του. Αὐτό τό ἀνθρώπινο Ἐγώ ἀποτελεῖ τήν ὑψίστη ἀξία καί τό ἔσχατο κριτήριο στήν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου ὑποτάσσονται τά πάντα: καί ὁ θεός (ὁ σκιώδης καί ἀνύπαρκτος ἐν τέλει θεός τῆς μετανεωτερικότητας) καί ὁ κόσμος, καί ἡ κοινωνία, καί ἡ ἱστορία καί ὁ πολιτισμός! Ἡ ὅποια θεολογία δέν ἔχει ἄλλο ἔργο καί ἄλλη ἀποστολή παρά νά ὑπηρετεῖ αὐτό τό τερατῶδες ἀνθρώπινο Ἐγώ στήν ἐγκοσμιότητα καί ἐνθαδικότητά του! Ἡ θεολογία, ἡ ὁποία διακηρύσσει ἕνα ζῶντα καί προσωπικό Θεό, ὁ ὁποῖος ἐνσαρκώνεται καί εἰσέρχεται στήν ἱστορία γιά νά θεοποιήσει τόν ἄνθρωπο σ᾿ ὅλη τήν αἰωνιότητα, ἀπορρίπτεται ὡς “θεοκρατία” καί “μεταφυσική”. Κάθε θεολογία περί ὑπερβατικοῦ, ἀπροσίτου καί συγχρόνως προσιτοῦ καί μεθεκτοῦ κατά τίς ἐνέργειές Του Θεοῦ, στήν μετοχή καί κοινωνία Τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν αὐθεντική του ὕπαρξη, εἶναι κενολογία κατά τήν ἐκκοσμικευμένη θεολογία. Ἡ ἐκκοσμικευμένη θεολογία εἶναι ἐν τέλει συγκεκαλυμμένος ἀθεϊσμός. Καί ἄν δέν χρησιμοποιήσουμε τόν ἄκομψο ὅρο «ἄθεη», ἡ οὐσία τῆς ἐκκοσμικευμένης θεολογίας ἔγκειται στό ὅτι ἀρνεῖται ὁποιοδήποτε θεό πού ὑπερβαίνει τόν ἄνθρωπο καί στόν ὀποῖο θεό μετέχοντας ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν ὑπαρκτική του καταξίωση· διακηρύσσει ἕνα ἀπόλυτο, ἕνα “ἀποκλειστικό ἀνθρωπισμό”  (“exclusive humanism”). Ὁ π. Νικόλαος, παραπέμποντας στόν C. Taylor γράφει γιά τήν οὐσία τῆς ἐκκοσμικεύσεως: πρόκειται γιά «ἕνα καθαρῶς αὐτάρκη ἀνθρωπισμό (“a purely self-sufficient humanism”κατά τά λόγια τοῦ C. Taylor) ὁ ὁποῖος γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, τοποθετεῖ, ἐνάντια ὄχι μόνο στόν Χριστιανισμό, ἀλλά καί στόν Πλατωνισμό, τόν Στωικισμό, τόν Ταοϊσμό, τόν Μουλσουμανισμό κλπ., τήν ἀλήθεια ὄχι ἔξω τοῦ ἀνθρώπου, πρός μετοχήν, ἀλλά ἐντός του, ὡς ἀναπόσπαστο καί αὐτονόητο στοιχεῖο του» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σελ. 127). Αὐτός ὁ ὁρισμός τοῦ C. Taylor γιά τήν ἐκκοσμίκευση εἶναι ὄντως «ἰδιοφυής», ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ π. Νικόλαος, ὅμως ἐγώ προσωπικά ἔχω μία μικρή διαφωνία ὡς πρός τό ὅτι ἐμφανίζεται στή σύγχρονη ἐποχή «γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου». Θεωρῶ, διατηρώντας πάντα μία ἐπιφύλαξη, ὅτι γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ἐμφανίσθηκε τόν 5ο π. Χ. αἰῶνα στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία μέ τήν περίφημη διακήρυξη τοῦ Πρωταγόρα: «πάντων χρημάτων μέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν μέν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν». Γιά τήν ἑρμηνεία τῆς ἀνωτέρω φράσεως ἔχει γραφεῖ πώς «ἄν δεχθοῦμε ὅτι ἡ φράση αὐτή ἐπεξηγεῖ τά χρήματα, ἕπεται ὅτι ὡς τέτοια δέν πρέπει νά λογίζονται μόνο τά ἀντικείμενα τῆς αἰσθητήριας ἀντίληψης, ἀλλά καί κάθε λογῆς γνῶμες, κρίσεις, ἀξιολογήσεις, πεποιθήσεις κλπ., πᾶν τό φανέν ἤ δόξαν» (Ἡ ἀρχαία Σοφιστική, Τά σωζόμενα ἀποσπάσματα, ἐπιμέλεια κειμένων, μετάφραση, σχολιασμός Ν. Δ. Σκουτερόπουλος, ἐκδόσεις Γνώση, Ἀθήνα 1991, σελ. 98). Ἀκόμη ὁ W. K.. C. Guthrie γράφει: «ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ μόνος κριτής τῶν αἰσθημάτων καί τῶν δοξασιῶν του, πού ἦταν ἀληθινά γι᾿ αὐτόν ὅσο καιρό τοῦ φαίνονταν τέτοια...Θεοί, σέ τελευταία ἀνάλυση, ὑπῆρχαν γιά ἐκείνους πού πίστευαν σ᾿ αὐτούς» (W. K.. C. Guthrie, Οἱ Σοφιστές, μετάφραση Δαμιανός Τσεκουράκης, ἐκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 1989, σσ. 325 καί 327). Ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργούλης ἐπ᾿ αὐτοῦ γράφει: «Ἀλλ᾿ ὁ ἰσχυρισμός ὅτι μέτρον τῆς ὑπάρξεως τῶν ὄντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξιν τῶν θεῶν καί καταρρίπτει τήν πίστιν εἰς τήν πολυθεϊστικήν θρησκείαν» (Κωνσταντίνου Γεωργούλη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἔκδοση ἕβδομη, ἐκδ. Παπαδήμας, Ἀθήνα 2012, σελ. 121). Ὡσαύτως ὁ ἴδιος φιλόσοφος ἑρμηνεύοντας τήν ἀνωτέρω ρήση τοῦ Πρωταγόρα γράφει: «Κατόπιν τούτου οὐδέν σταθερόν κριτήριον τῆς ἀληθείας ὑπάρχει. Τά πράγματα εἶναι ὅπως τά ἀντιλαμβάνεται εἰς ἑκάστην στιγμήν ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἐξωτερική πραγματικότης μεταβάλλεται διαρκῶς καί εἶναι ὅπως τήν ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος. Ἐπειδή δέ κατά τήν ροήν τῶν πραγμάτων ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτόν του τόν εὑρίσκει ὡς σταθερῶς ὑπάρχοντα, διά τοῦτο τό μέτρον τῆς ἐκτιμήσεως τῶν πραγμάτων εὑρίσκεται οὐχί εἰς τόν ἐξωτερικόν κόσμον, ἀλλ᾿ εἰς τό ἀνθρώπινον ἐγώ, τό ὁποῖον ἀναλόγως τῆς ἰδικῆς του καταστάσεως καί τῆς καταστάσεως τῶν ἀντικειμένων λέγει ὅτι ὁ ἐξωτερικός κόσμος ἐμφανίζεται κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν τρόπον. Κατά συνέπειαν ἡ ἀλήθεια εἶναι σχετική, ἐξαρτωμένη ἀπό τάς συνθήκας ὑπό τάς ὁποίας εὑρίσκεται ἡ πραγματικότης καί τό ἀνθρώπινον ἐγώ» (Κωνσταντίνου Γεωργούλη, Πρωταγόρας, ἐγκυκλοπαιδεία “Ἡλιος”, τόμος “Τό ἀρχαῖον Ἑλληνικόν πνεῦμα”, σελ. 250). Τό ἀνθρώπινο Ἐγώ ὡς τό ἀπόλυτον κριτήριο καί ὑπέρτατη ἀξία, πού ἐμπεριέχει ἐντός του τήν ἀλήθεια, ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος στό Σοφιστικό κίνημα στήν κλασσική Ἀθήνα τοῦ 5ου π. Χ. αἰῶνα.
Σημειωτέον δέ ἐν παρόδῳ ὅτι ὁ μηδενισμός ἐκπηγάζει ἀπό αὐτό τό ἀπόλυτο Ἐγώ τοῦ νεωτερικοῦ ἰδεαλισμοῦ (βλ. Michael Allen Gillespie, Ὁ μηδενισμός πρίν ἀπό τόν Νίτσε, μετάφραση Γεώργιος Ν. Μερτίκας, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2001) καί ὄχι ἀπό τό δῆθεν ἀρνησίκοσμον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ράμφος, ἀναφερόμενος στόν Ρωσσικό μηδενισμό.
Ἐπιστρέφοντας στό θέμα μας ἡ ἐκκοσμικευμένη θεολογία εἶναι συγκεκαλυμμένος, ἤ, ὀρθότερα, ἀπροκάλυπτος ἀθεϊσμός. Ἄς ἀκούσουμε τί λέγει γι᾿ αὐτήν ὁ π. Νικόλαος: « Συνεπῶς κάθε ἐκκοσμικευμένη θεολογική ἀδολεσχία εἶναι τελικά στήν πράξη ἄθεη στό βαθμό πού θέλει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μόνον στά ὅρια τῆς δικῆς μου προαποφασισμένης ὡς πρός τό περιεχόμενό της αὐτοεπαλήθευσης – ὄχι δηλαδή ὡς ἄνοιγμα ἀλλά ὡς κλείσιμο στό (ἀπόλυτο) Ἐγώ. Πρόκειται ὅμως, στήν περίπτωση αὐτή γιά νέο, ἐκλεπτυσμένο τύπο ἀθεϊσμοῦ. Διότι δέν πρόκειται ἐδῶ γιά καταστατική ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιά ἄρνηση προσκύνησής του. Πρόκειται γιά βίαιη συμπερίληψη Του στό σχέδιο αὐτοανάπτυξής μου ὅπου, ὅπως ἔλεγε ἤδη ὁ Baudrillard, “ἡ σωτηρία τοῦ σώματος ἀντικαθιστᾶ τή σωτηρία τῆς ψυχῆς” (καί δέν τήν συμπληρώνει θά πρόσθετα) μέσα σέ μιά κοινωνία πού μόνος μύθος της εἶναι ὁ ἑαυτός της. Αὐτή ἡ ἀπώλεια τῆς ὀντολογίας γιά χάρη τῆς ἀπόλαυσης δέν θέλει νά  συναντήσει κανέναν θεό ἔξω της καί ὅταν ἐπικαλεῖται τή θεολογία τήν ἐπικαλεῖται μόνον γιά νά πλαισιώσει τήν τέρψη τῆς προαποφασισμένης αὐτοανάδυσης. Ὅταν μάλιστα εἰδικά ἀναφέρεται στήν ἐσχατολογία, τήν βλέπει μᾶλλον  ὡς τήν τελική ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ ναρκισσισμοῦ – ξεχνᾶ πώς ἡ ἐσχατολογία μπορεῖ νά εἶναι ἐπαναστατική μόνο ὅταν εἶναι πραγματική συνάντηση μέ τό ζωντανό, κριτικό, ἐμπρηστικό καί ἐτάζον καρδίας καί νεφρούς θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ καί ὄχι ἡ ἀναχώνευσή σέ μιά γλοιώδη αὐτο-προφητεία. Οὔτε πού χρειάζεται φυσικά νά θυμίσουμε στό σημεῖο αὐτό πώς ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρώνεται ὄντως ψυχοσωματικά καί αἰώνια ἐν Χριστῷ, γίνεται στήν κυριολεξία “ἄναρχος καί ἀτελεύτητος” κατά Χάρη, σύμφωνα αἴφνης μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Ὅμως τοῦτο συμβαίνει μᾶλλον μέ τό ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό παρά μέ τό κλείσιμο τοῦ Θεοῦ στό ναρκισσισμό τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ θεολογία τῆς ἐκκοσμίκευσης, ὅπου ἡ κατάφαση τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μέ τόν ἀφανισμό του μέσα στόν ὑποκειμενισμό μου» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σσ. 128-129). Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ὑψηλή θέση πού ἐπιφυλάσσει γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστιανικός Πατερικός ἀνθρωπισμός: νά γίνει – χάριτι βεβαίως, ὄχι οὐσίᾳ – θεός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Κατά γάρ τόν θεῖον Μάξιμον ”ὁ  τοῦ ἀεί εὖ εἶναι λόγος κατά χάριν τοῖς ἀξίοις παραγίνεται τόν θεόν ἐπιφερόμενος, τόν πάσης ἀρχῆς καί τέλους κατά φύσιν ἀνώτερον, ποιοῦντα τούς ἀρχήν ἔχοντας κατά φύσιν καί τέλος ἀνάρχους κατά χάριν καί ἀτελευτήτους”, ἐπεί καί ὁ μέγας Παῦλος, τήν χρονικήν μηκέτι  ζῶν ζωήν, καί ὁ Μελχισεδέκ “οὔτε ἀρχήν ἡμερῶν οὔτε ζωῆς τέλος ἔσχεν”, οὐ διά τήν φύσιν τήν κτιστήν, δι᾿ ἥν τοῦ εἶναι ἤρξατο καί ἔληξεν, ἀλλά διά τήν χάριν τήν θείαν καί ἄκτιστον καί ἀεί οὖσαν ὑπέρ πᾶσαν φύσιν καί χρόνον ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος θεοῦ. Κτιστός οὖν ἧν ὁ Παῦλος μόνον μέχρις ἄν ἔζη τήν προστάγματι θεοῦ ἐξ οὐκ ὄντων γεγονυῖαν ζωήν· ὅτε δέ μή ταύτην ἔζη, ἀλλά τήν ἐνοικήσει τοῦ θεοῦ προσγενομένην, ἄκτιστος γέγονε τῇ χάριτι, καθά καί ὁ Μελχισεδέκ καί πᾶς ὁ ζῶντα καί ἐνεργοῦντα μόνον τόν θεοῦ λόγον ἐν ἑαυτῷ κτησάμενος» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός Ἀκίνδυνον Γ΄, 16, 15-30, Συγγράμματα, τόμος Α΄, ἐπιμέλεια Παναγ. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 308). Πόσο δίκιο ἔχει ὁ π. Νικὀλαος ὅταν ἀποφαίνεται πώς ἡ μετανεωτερική ἐκκοσμικευμένη θεολογία στερεῖται φιλοσοφικοθεολογικῆς φαντασίας! Τελικά σμικρύνει τόν ἄνθρωπο στά στενά, ἀσφυκτικά ὅρια τῆς ἐνθαδικῆς χωροχρονικότητος, ἀφαιρώντας κάθε ἀνύψωση καί ἐκλάμπρυσή του ἐν Θεῷ σέ ὅλη τήν αἰωνιότητα. Γι᾿ αὐτό καί κάθε ἀλλαγή “παραδείγματος” τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας πρός τήν Ράμφειο ἐκκοσμικευμένη θεολογία πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται μέ πολλή προσοχή καί κριτική. Κριτική βεβαίως μέ τά κριτήρια τῆς Πατερικῆς σκέψεως.
Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ νεωτερική “εὐτυχής”,  “ἀνυποψίαστη” ἀθεḯα, ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ π. Νικόλαος, ἐφόνευσε τόν Θεό ἐπαγγελόμενη τήν εὐδαιμονία τοῦ ἀνθρώπου. Σκότωσε τόν Θεό χάριν τῆς εὐτυχίας καί ἀξιοπρεπείας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ὅμως ὁδήγησε σέ ποταμούς αἵματος, σέ ἑκατόμβες ἀθώων θυμάτων, στό Ἄουσβιτς καί στό Γκουλάγκ. Ὁ Isaiah Berlin γράφει σχετικά: «Στόν Hegel ὑποκείμενο εἶναι τό ἔθνος ὀργανωμένο σέ κράτος. Στόν Marx εἶναι ἡ τάξη ὀργανωμένη σέ ἐπαναστατική δύναμη. Καί στίς δυό περιπτώσεις ἕνας μεγάλος ἀριθμός ἀνθρώπινων ὄντων πρέπει νά θυσιαστεῖ καί νά ἐκμηδενιστεῖ προκειμένου νά θριαμβεύσει τό ἰδεῶδες. Ἡ ἑνότητα ἴσως εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ἀνθρωπότητας, ὅμως ἡ μέθοδος γιά νά ἐπιτευχθεῖ εἶναι ὁ πόλεμος καί ἡ ἀποσάθρωση. Τό μονοπάτι ἐνδέχεται νά ὁδηγεῖ σέ ἐπίγειο παράδεισο, ἐντούτοις εἶναι στρωμένο μέ τά κορμιά τῶν ἐχθρῶν, γιά τούς ὁποίους δέν πρέπει νά χυθεῖ οὔτε ἕνα δάκρυ, ἀφοῦ σωστό καί λάθος, καλό καί κακό, ἐπιτυχία καί ἀποτυχία, σοφία καί μωρία, σέ τελική ἀνάλυση καθορίζονται ἀπό τούς ἀντικειμενικούς σκοπούς τῆς ἱστορίας, ἡ ὁποία “καταδίκασε” τό ἥμισυ τῆς ἀνθρωπότητας – ἀνιστορικά ἔθνη, μέλη παρηκμασμένων τάξεων, κατώτερες φυλές – σέ ὅ,τι ὁ Proudhon ἀποκάλεσε “ἐκκαθάριση” καί ὅ,τι ὁ Τρότσκι, σέ ἐξίσου γλαφυρή ἔκφραση, περιέγραφε σάν σκουπίδια τῆς ἱστορίας» (Isaiah Berlin, Τό στρεβλό ὑλικό τῆς ἀνθρωπότητας, μετάφραση Γιῶργος Μερτίκας, ἐκδόσεις Κριτική, Ἀθήνα 2004, σελ. 272).
Ἡ σύγχρονη μετανεωτερική ἐκκοσμικευμένη θεολογία πλησιάζει περισσότερο τήν χαρούμενη, “ἀνυποψίαστη” ἀθεḯα, παρά τήν “ὑποψιαμένη”, τήν ”προφητική” ἀθεḯα,  μέ τήν ὁποία μποροῦσε ἴσως νά ὑπάρξει γόνιμος διάλογος, ἀλλά ὡστόσο εἶναι σπάνια. «Μόνο σπάνια πλάσματα εἶναι δυνατόν νά βαστάσουν ἕναν τέτοιο ἀθεϊσμό» σημειώνει ὁ π. Νικόλαος (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σελ. 124).
Τό παράδοξο μέ τήν μετανεωτερικότητα εἶναι ὅτι δέν εἶναι τόσο “μετανεωτερική” ὅσο νομίζει καί ὅτι ὁ ἐγκαταλειπόμενος Χριστιανισμός εἶναι πολύ περισσότερο “μεταμοντέρνος” ἀπό ὅσο φαντάζεται. Πράγματι ὁ Χριστιανισμός εἶναι τόσο ριζοσπαστικός, ὥστε ὁρισμένες κατακτήσεις τῆς μετανεωτερικότητας εἶναι ἀπ᾿ αἰώνων καταγεγραμμένες στό κύτταρό του. Ἄς δοῦμε τί γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ ὁ π. Νικόλαος: «Τό πραγματικό πρόβλημα τῆς μετανεωτερικότητας εἶναι πράγματι πώς δέν εἶναι τόσο μετανεωτερική ὅσο νομίζει. Καί τοῦτο διότι ἀφενός οἱ κατακτήσεις της (τά περίφημα “μετανεωτερικά κεκτημένα” τῶν ἐκσυγχρονιστῶν μας) εἶναι ἀπολύτως ἐγγεγραμμένα στή δυναμική τῶν παραδόσεων πού μοιάζουν νά ἐγκαταλείπονται, καί εἰδικά μάλιστα τοῦ Χριστιανισμοῦ: τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐλευθερία τῆς συνείδησης, ἡ κατάργηση τῆς δουλείας, ἡ ἰσότητα τῶν φυλῶν καί τῶν φύλων, ἡ ἀποθεοποίηση τῆς ἐξουσίας καί τοῦ κράτους κλπ., ἀναδύονται κατ᾿ ἀρχήν μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο. Ἀφετέρου, τά προβλήματά της εἶναι ἐπίσης ἀπότοκα μιᾶς μακρᾶς φιλοσοφικοθεολογικῆς ἐξέλιξης, ἡ ὀποία σώζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά, ἀπό τόν Αὐγουστῖνο μέχρι τόν Derrida. Τόσο στήν ἀρχή αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ βιβλίου ὅσο καί σέ ἄλλα πονήματά μου, προσπάθησα νά δείξω πώς ἕνα θεμελιῶδες τέτοιο κοινό χαρακτηριστικό εἶναι ἡ ἀδυναμία σύνθεσης τοῦ ὑπερεξηρμένου καί ὑπερβουλητικοῦ Δυτικοῦ Ἐγώ μέ τήν πραγματικότητα τῆς κοινωνίας καί τά παρεπόμενά της» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ. π., σσ. 145-146). Πράγματι σχετικά μέ αὐτό τό τελευταῖο στήν νεωτερική φιλοσοφία, ἐνῶ ὑπάρχει ὑπερτονισμένη ἡ ὀντολογία τοῦ ὑποκειμένου, δέν παρατηρεῖται ἀνάλογα τονισμένη μία ὀντολογία τῆς κοινωνίας καί φυσικά ἡ ἀναγκαία σύνδεσή τους (μέ ἐξαίρεση τόν Ἱστορικό Ὑλισμό τοῦ Μάρξ). Ἡ ἀνάδυση ὅμως μιᾶς ἑνιαίας ὀντολογίας πού θά συνδέει ὑποκείμενο καί κοινωνία σέ μία σφιχτή ἑνότητα εἶναι δύσκολο ἐγχείρημα. Πρός αὐτή τήν κατεύθυνση κινεῖται καί ἡ περίφημη Θεωρία τῶν Παιγνίων, ἡ ὁποία ἔχει ὡς φιλοδοξία τήν ἑνοποίηση τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν μέ τόν παίκτη (ὑποκείμενο) καί τήν πρόβλεψη τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ παίκτη σέ ὅλα τά ὑπο-παίγνια τοῦ Μεγάλου Παιγνίου τῆς Κοινωνίας κατά τρόπο ὀρθολογικό (Βλ. Γιάνη Βαρουφάκη, Θεωρία Παιγνίων, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 2007). Βέβαια ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἑνοποίηση τῆς φιλοσοφικοθεολογικῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς κοινωνικῆς ὀντολογίας καί ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ Θεωρία τῶν Παιγνίων.
Ἐπανερχόμενοι στό θέμα μας ὁ π. Νικόλαος θέτει δύο ἐρωτήματα: πρῶτον πιστεύουμε πώς στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει φυλασσόμενη ἀληθηνή πεῖρα κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ, ἡ ὁποία μεταμορφώνει ἐπί τό θειότερον τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία; Δεύτερον πιστεύουμε ὅτι αὐτή ἡ πεῖρα μπορεῖ νά ἐπαναδιατυπωθεῖ σέ σύγχρονους ὅρους χωρίς νά ἀλλοιωθεῖ ἡ ἐσώτατη φύση της; Ἄν ἡ ἀπάντηση στά δύο αὐτά ἐρωτήματα εἶναι καταφατική, τότε ὁ διάλογος τῆς θεολογίας μέ τή σύγχρονη μετανεωτερικότητα καί τά προβλήματά της εἶναι ἀναγκαῖος. Μάλιστα ὁ π. Νικόλαος προτείνει μερικές ἔννοιες-κλειδιά βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ νά διεξαχθεῖ γόνιμος διάλογος μέ τή σύγχρονη μετανεωτερικότητα. Μερικές τέτοιες ἔννοιες εἶναι «ἡ ἐσχατολογία ὀντολογικά ἑρμηνευμένη, τό ὁμοούσιο καί ἡ ἀμοιβαιότητα στήν Τριαδολογία καί στήν ἀνθρωπολογία, ἡ ἐπανεισαγωγή τῆς ἔννοιας τῆς ἀναλογίας/διαλόγου στόν θεολογικό προβληματισμό, ἡ ἑνιαία ψυχοσωματικότητα, ἡ ἀποφατική ἐκκλησιολογία τοῦ ὁμοουσίου, ἡ ἐπιθυμία ὡς κοινωνικό φυσικό θέλημα στή θεολογία καί τήν ψυχανάλυση, ἡ ἐπανερμηνεία τῆς ἔκστασης ὡς σύνδεσης καί ὄχι διαχωρισμοῦ φύσεως καί προσώπου, ἡ προσπάθεια μιᾶς νέας περιγραφῆς τῆς σχέσης μεταξύ τῶν δύο τελευταίων, ἡ ἐπαναπραγμάτευση μιᾶς ἔννοιας τῆς κοινωνίας πέρα ἀπό τίς διατυπώσεις τοῦ νεορθόδοξου περσοναλισμοῦ, οἱ ἔννοιες τῆς μικροϊστορίας καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ κράτους» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ. π. σσ. 151-153).
πηγή: Αντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου