Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Μαρξισμός και Tέχνη.
[Aπό το βιβλίο του Θεοδόσιου Πελεγρίνη, Αρχές Φιλοσοφίας, ΥΠΕΠΘ & Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Β΄ Ενιαίου Λυκείου Θεωρητκής Κατεύθυνσης, ΟΕΔΒ, ISBN: 960-06-0686-2, σελ. 154-157] «Εκείνοι που προσέδωσαν το μέγιστο δυνατό βάθος στην ανάγκη ευθυγράμμισης της τέχνης προς κοινωνικά αιτήματα ήταν οι απολογητές της μαρξιστικής φιλοσοφίας, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, που εμπνεύστηκαν από τις ιδέες του Φρίντριχ Ένγκελς (Friedrich Engels, 1820-1895) και κυρίως του Καρλ Μαρξ (Karl Marx, 1818-1883). Γι’ αυτούς η τέχνη δικαιούται να υπάρχει μόνο ως κάτι που συντελεί στην ικανοποίηση των όρων που πρέπει να διέπουν την πορεία της κοινωνίας μας προς τον τελικό σκοπό της. Ως τέτοιο στόχο προέβαλαν τη δημιουργία μιας κοινότητας ανθρώπων χωρίς ταξικές διακρίσεις. Στο συμπέρασμα αυτό ο Μαρξ κατέληξε στην προσπάθειά του να ξεπεραστεί μια αδικία που παρατήρησε μεταξύ των ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης είχε προβεί σε μια ευφυή διάκριση μεταξύ δύο βασικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου – την πράξη και την ποίηση (με την αρχαία, τη γενική σημασία του όρου, ο οποίος δηλώνει κάθε κατασκευαστική ενέργεια που καταλήγει στην παραγωγή ενός προϊόντος). Ως προς την πράξη, αυτή δεν μπορεί να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από το φορέα της, το πρόσωπο που την τέλεσε. Μια πράξη φόνου, για παράδειγμα, μπορεί ασφαλώς να είναι μια αποτρόπαια πράξη αλλά είναι δυνατόν επίσης να εκτιμηθεί διαφορετικά, ανάλογα με το ποιος και υπό ποιες συνθήκες τη διέπραξε. Δεν μπορούμε, ας πούμε, να αξιολογήσουμε με τον ίδιο τρόπο μια στυγερή δολοφονία που κάνει κάποιος, για να εκδικηθεί ένα συνάνθρωπό του, και το φόνο που διαπράττει κάποιος, εν καιρώ πολέμου, για να υπερασπιστεί την πατρίδα του.
 Αντίθετα, στην περίπτωση της ποίησης, ο δημιουργός δεν είναι ανάγκη να παρίσταται στο κατασκεύασμά του, προκειμένου να εκτιμηθεί αυτό σωστά. Μπορούμε να κρίνουμε την αξία ενός λυρικού ποιήματος χωρίς να είναι ανάγκη να γνωρίζουμε το συγγραφέα του ή τις συνθήκες υπό τις οποίες το συνέθεσε. Πόσα ποιήματα – καθώς επίσης και λογοτεχνικά κείμενα, εικαστικά ή μουσικά έργα κτλ.- δεν τα θαυμάζουμε, ενώ αγνοούμε εντελώς το δημιουργό τους; Η ύπαρξη του ποιήματος, του κατασκευάσματος, του δημιουργήματος, του καλλιτεχνήματος είναι αυτάρκης.
Το γεγονός αυτό προκαλεί στην ποιητή ή το δημιουργό του κατασκευάσματος – είτε πρόκειται για καλλιτεχνικό δημιούργημα είτε για αντικείμενο πρακτικής χρήσης – το αίσθημα της αποξένωσης. Του δημιουργείται η αίσθηση πως, φεύγοντας το προϊόν του ποιητικού μόχθου του από τα χέρια του, δε θα υπάρχει πλέον καμιά χρεία αναφοράς σε εκείνον και ότι το πιθανότερο μάλιστα είναι να μην το ξαναδεί ποτέ. Στη διάσταση αυτή που υπάρχει μεταξύ του ποιητή και του ποιήματος, του δημιουργού και του κατασκευάσματος, ο Μαρξ προσέδωσε ηθικό βάθος. Σκεφτείτε ένα ζωγράφο που, κάτω από το βάρος της οικονομικής ανέχειάς του, αναγκάστηκε να πουλήσει έναν ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας πίνακά του. Αυτός ο οποίος δημιούργησε το ζωγραφικό πίνακα δεν έχει τη δυνατότητα να τον απολαμβάνει, ενώ κάποιος ξένος, που τον αγόρασε, μπορεί να γεύεται την αισθητική αξία του καθισμένος άνετα στο σαλόνι του, όπου τον έχει τοποθετήσει. Το ίδιο σύνδρομο στέρησης μπορεί να εκδηλωθεί σε κάθε παραγωγό υλικών προϊόντων. Ο τσαγκάρης, λόγου χάρη, ο οποίος αναγκάζεται να πουλάει τα υποδήματα που κατασκευάζει, για να συντηρηθεί, είναι πιθανό να κυκλοφορεί ξυπόλητος και τα προϊόντα του να τα φοράνε άλλοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα να τα αγοράσουν. Η αδικία αυτή, σύμφωνα με την οποία ο δημιουργός δεν έχει τη δυνατότητα να απολαμβάνει τα προϊόντα του, υπαγορεύθηκε αρχικά από την ίδια τη φύση της ποιητικής δημιουργίας. Στη συνέχεια όμως έλαβε, εξαιτίας των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων, τεράστιες διαστάσεις. Έτσι οι ευρισκόμενοι στις ισχυρότερες τάξεις εκμεταλλεύονται τους ανήκοντες στις ασθενέστερες τάξεις αποσπώντας τους τα προϊόντα της εργασίας και του μόχθου τους. Οι φεουδάρχες, για παράδειγμα, στο Μεσαίωνα, έχοντας στην κατοχή τους την καλλιεργήσιμη γη και τα μέσα αξιοποίησή της, εκμεταλλεύονται το μόχθο των εργατών στα χωράφια τους, ενώ αργότερα οι αστοί, ως ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και των μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους στα εργοστάσιά τους.
Η αδικία αυτή, υποστήριξε ο Μαρξ, θα πρέπει να αρθεί. Και πίστεψε ότι θα εξαλειφθεί αυτή, μόνον εάν αλλάξει η δομή της κοινωνίας, εάν καταργηθούν οι τάξεις και πάψουν έτσι οι ανήκοντες στις ισχυρότερες ομάδες να εκμεταλλεύονται τους κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερους δημιουργούς και παραγωγούς. Το δρόμο που θα πρέπει να πορευτεί η ανθρωπότητα, για να οδηγηθεί σε μια κοινωνία χωρίς ταξικές διακρίσεις, στο πλαίσιο της οποίας θα εξαλειφθεί η αδικία που είχε επισημάνει ο Μαρξ, ανέλαβαν να χαράξουν οι διαχειριστές του καλούμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Το κατά πόσο πέτυχαν στην αποστολή τους αυτή και δεν οδηγήθηκαν σε ακρότητες και εκτροπές από τον τελικό στόχο τους είναι ένα θέμα το οποίο χρειάζεται πολλή συζήτηση, που ξεφεύγει από τα όρια του ζητήματος που μας απασχολεί εδώ.
Ο σοσιαλιστικός προγραμματισμός.

Εκείνο που ενδιαφέρει σ’ αυτή τη συνάφεια να λεχθεί είναι ότι, στο όνομα του υπαρκτού σοσιαλισμού, η τέχνη θεωρήθηκε ως ένα όπλο στην ταξική πάλη, ως ένα μέσο που έχει δικαίωμα να υπάρχει, μόνον εφόσον βοηθάει τους ανθρώπους στη διαδρομή τους προς τη χωρίς ταξικές διακρίσεις κοινωνία του μέλλοντος. Κάθε έργο τέχνης που δεν εντάσσεται στην προοπτική αυτή, την οποία από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 η μητρόπολη του υπαρκτού σοσιαλισμού, η σοβιετική εξουσία, καθόρισε, πρέπει να αποβάλλεται ως αισθητικά απαράδεκτο. Πάνω στη βάση του σοσιαλιστικού αυτού προγραμματισμού (ή ρεαλισμού, όπως συνήθως λέγεται), απαγορεύθηκαν – επειδή δεν ανταποκρίνονταν στα κριτήρια που οι επιτελείς της κεντρικής εξουσίας είχαν θέσει – τα συμφωνικά έργα του Ιγκόρ Στραβίνσκυ (Igor Fyodorovich Stravinsky, 1882-1971), των οποίων η αισθητική αξία αναγνωρίσθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο και σήμερα πλέον τυγχάνουν καθολικής αποδοχής. Και, δυστυχώς, δεν πρόκειται για τα μοναδικά καλλιτεχνικά έργα – απεναντίας υπάρχει ένας σεβαστός αριθμός από λογοτεχνικά, μουσικά, εικαστικά αριστουργήματα – που αδικήθηκαν στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού προγραμματισμού.
Η πικρή αυτή διαπίστωση θα πρέπει να μας πείσει ότι δεν είναι θεμιτό η αισθητική αξία των έργων τέχνης να καθορίζεται αποκλειστικά από κοινωνικά κριτήρια και από πολιτικές καθαρά σκοπιμότητες. Ο καλλιτέχνης χρειάζεται, μέσα στην κοινωνία στην οποία ζει, να έχει την ελευθερία του, θα πρέπει, ακολουθώντας την ευαισθησία του, να μπορεί να κάνει τις αισθητικές επιλογές του, έτσι ώστε, αξιοποιώντας το ταλέντο του, να μας προσφέρει τέτοια έργα τέχνης, άνευ των οποίων ο κόσμος μας θα ήταν φτωχότερος και ο βίος μας δε θα ήταν, όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας, βιωτός. Το αίτημα βέβαια για την ελευθερία του καλλιτέχνη δε σημαίνει ότι θα πρέπει αυτός να φτάσει στο άλλο άκρο. Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να συγκεντρωθεί απόλυτα στον εαυτό του, να απομονωθεί και να αποκοπεί από το κοινωνικό περιβάλλον του, όπως τον θέλουν οι απολογητές της θεωρίας η τέχνη για την τέχνη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου