Δημοσιεύθηκε στο συλλογικό Aφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη,
Ψυχή, Λόγος, Πόλις, Υψιλον, Αθήνα, 2007
Γιώργος Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ
Ο Καστοριάδης αναφέρεται πολύ συχνά στα κείμενά του στον Αριστοτέλη, είτε για να τον κρίνει, είτε για να διευκρινήσει δικές του έννοιες και απόψεις. Στο εξαίρετο κείμενό του λ.χ. «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτική: Από τον Μαρξ στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ’ εμάς»[1] εξετάζει εν εκτάσει την αριστοτελική έννοια της δικαιοσύνης και αναδεικνύει τα προβλήματα και τα αδιέξοδά της. Οι απόψεις του όμως για την σχέση του Αριστοτέλη με την δημοκρατία είναι προβληματικές. Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον Σταγειρίτη δημοκράτη[2] και να υποστηρίξει ότι η Αθηναίων Πολιτεία του είναι για αυτόν το ιδεώδες της «πολιτείας» του[3] χωρίς καθόλου να επιχειρηματολογήσει . Λέει ο Καστοριάδης ότι «η Αθήνα ήταν μιά πολιτεία με την αριστοτελικη έννοια, εφ’ όσον ορισμένοι άρχοντες (πολύ σπουδαίοι) εκλέγονταν»[4]. Ναί μεν στην Αθήνα ορισμένοι σπουδαίοι άρχοντες εκλέγονταν, αλλά υπήρχαν πάρα πολλοί άλλοι οι οποίοι κληρώνονταν, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην αριστοτελική «πολιτεία». Αυτή βεβαίως δεν είναι η μόνη διαφορά μεταξύ αριστοτελικής «πολιτείας» και δημοκρατίας. Υπάρχουν και πολλές άλλες όπως φαίνεται από την σύγκριση των δύο πολιτευμάτων, πράγμα το οποίο γίνεται στο τρίτο μέρος του παρόντος κειμένου, ενώ το πρώτο ασχολείται με την κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία και το δεύτερο μέρος αναδεικνύει την κριτική της Αθηναίων Πολιτείας στην δημοκρατία.
.
Η κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία
O P. Vidal-Naquet[5] πιστεύει ότι το να πούμε τον Αριστοτέλη δημοκράτη είναι μάλλον υπερβολικό, τον θεωρεί έναν μετρημένο άνθρωπο ο οποίος δεν μπήκε σε περιπέτειες και επισημαίνει την συναναστροφή του με την απόλυτη μοναρχία, με αυτό που ο ίδιος ο Αριστοτέλης αποκαλεί παμβασιλεία.[6] Πράγματι μία προσεκτικώτερη ανάγνωση των Πολιτικών τοποθετεί τον Αριστοτέλη στους κριτικούς της δημοκρατίας και όχι στους οπαδούς της.
Ηδη ο τρόπος που αναφέρεται η δημοκρατία στο έργο αυτό για πρώτη φορά[7] προαναγγέλει τις προθέσεις και τις κριτικές διαθέσεις του συγγραφέα τους: αναφερόμενος εν συντομία στην εξέλιξη της αθηναϊκής πολιτείας ο Σταγειρίτης, για την μετά τον Σόλωνα εποχή, γράφει ότι από την στιγμή που τα δικαστήρια έγιναν κληρωτά ο δήμος έγινε τύραννος ένεκα της κολακείας των δημαγωγών, οι οποίοι χαριζόμενοι αύξαναν συνεχώς την εξουσία του. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε ο Εφιάλτης με την αποδυνάμωση του Αρείου Πάγου και ο διάδοχός του Περικλής με την μισθοφορία των δικαστών καθώς και οι υπόλοιποι δημαγωγοί, έτσι ώστε να φθάσουμε στην νυν δημοκρατία. Το πλαίσιο αυτό καθορίζει και την μετέπειτα αντιμετώπιση της δημοκρατίας εκ μέρους του φιλοσόφου, η οποία κυμαίνεται από την κριτική έως την απόρριψη. Πράγματι σε πολλά σημεία του έργου του ο Σταγειρίτης ασκεί κριτική σε βασικές αρχές, χαρακτηριστικά και θεσμούς της δημοκρατίας.
Κατ’αρχήν στην ταξινόμηση των πολιτειών ο Σταγειρίτης τοποθετεί την δημοκρατία στις παρεκβεβηκυίες και την «πολιτεία» στις ορθές πολιτείες, στο γνωστό σχήμα των έξι: τρεις ορθαί (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία) και τρεις παρεκβεβηκυίαι πολιτείαι (τυραννίς, ολιγαρχία, δημοκρατία)[8], αναλόγως του αν ένας, ολίγοι ή πολλοί κυβερνούν προς το κοινή ή το ίδιον συμφέρον. Αυτό σημαίνει κατ’ αρχήν ότι η δημοκρατία δεν εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον ενώ η «πολιτεία» το εξυπηρετεί. Από την άλλη οι τρείς ορθαί πολιτείαι είναι δίκαιες διότι αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον ενώ οι τρεις παρεκβάσεις είναι άδικες διότι αποβλέπουν στο ίδιον συμφέρον των κρατούντων [9]. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία είναι άδικη ενώ η «πολιτεία» δίκαιη. Είναι εμφανές ότι ο Αριστοτέλης κρίνει και κατατάσσει με όρους δικαίου τις πολιτείες σε δύο κατηγορίες, σε ορθάς και παρεκβεβηκυίας. Το αν κυβερν ο εις, οι ολίγοι ή οι πολλοι δεν κρίνεται με όρους δικαίου, αλλά με το αν οι κυβερνώντες κυβερνούν προς το κοινό συμφέρον.[10] Ετσι λοιπόν η δημοκρατία δεν είναι ορθή πολιτεία αλλά ημαρτημένη, παρέκβασις της «πολιτείας» η οποία είναι η ορθή πολιτεία..
Ενα ενδεικτικό στοιχείο των διαθέσεων του Αριστοτέλη κατά της δημοκρατίας είναι και το ότι δεν δέχεται την διατύπωση του Πλάτωνος ότι η δημοκρατία είναι η καλύτερη πολιτεία από τις φαύλες (παράνομες)[11] και επιμένει ότι είναι η ολιγώτερον φαύλη (ήττον δε φαύλης).[12] Τουλάχιστον ως προς τον χαρακτηρισμό ο Αριστοτέλης αποδεικνύεται πιο αυστηρός και από τον δάσκαλό του, τον μέγα αρνητή της δημοκρατίας. Η αυστηρότητα στον χαρακτηρισμό δηλώνει αυστηρότητα στις πεποιθήσεις. Αλλού χαρακτηρίζει την δημοκρατία και τις άλλες παρεκβεβηκυίες πολιτείες παρά φύσιν, ενώ τις ορθές κατά φύσιν[13] .
Σύμφωνα με τον Jones[14] οι κριτικές κατά της δημοκρατίας από τους συγγραφεις του 4ου αι. μπορούν να συνοψισθούν σε τέσσερεις. Τα κύρια δημοκρατικά χαρακτηριστικα και δημοκρατικες αρχές που υφίστανται την κριτική είναι τα εξής: 1) Η ύπαρξη ατομικής και πολιτικής ελευθερίας 2) Η ύπαρξη της ισότητας για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. 3) Η υποτιθέμενη μη κυριαρχία του νόμου προς όφελος του δήμου και των ψηφισμάτων 4) Η υποτιθέμενη κυριαρχία των απόρων επί των ευπόρων και βελτιόνων. Οι τέσσερεις αυτές κριτικες ασκούνται και από τον Αριστοτέλη.
1) Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η ελευθερία, όρος που σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες ασκούν την εξουσία άμεσα, αθρόως ή διαδοχικώς (εκ περιτροπής)[15]. Η ελευθερία εννοείται και υπό την ατομική ή προσωπική έννοια, να ζεί έκαστος όπως επιθυμεί[16]. Η ελευθερία αυτή και υπό τις δύο μορφές της υφίσταται κριτική από τον Αριστοτέλη. Ιδίως ψέγει τις «ακραίες δημοκρατίες» (ταις μάλιστα είναι δοκούσαις δημοκρατικαίς) διότι ορίζουν κακώς την ελευθερία. Την ορίζουν δε κακώς διότι νομίζουν ότι ελευθερία είναι να κάνει ό,τι νομίζει το πλήθος[17]. Δηλαδη ο Αριστοτέλης δεν συμφωνεί με την άσκηση της εξουσίας άμεσα από όλους τους πολίτες, ούτε με την προσωπική ελευθερία του να πράττει έκαστος όπως θέλει.[18]
2) Η δημοκρατική ισότητα, γνωστή και ως αριθμητική, είναι επίσης θεμελιώδης αρχή και γνώρισμα του αθηναϊκού πολιτεύματος, η οποία αποδίδει την εξουσία σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, ανεξαρτήτως καταγωγης και περιουσίας, δηλαδή και στα κατώτερα στρώματα στους βαναύσους, αγοραίους, θήτας κ.λπ[19]. Η αντίληψη αυτή υφίσταται επίσης κριτική από τον Σταγειρίτη[20], ο οποίος είναι υπέρ της κατ’ αξίαν ισότητας, γνωστής και ως γεωμετρικής. Αυτό σημαίνει ότι το κύριον της πολιτείας, πρέπει να είναι οι ολίγοι άξιοι κατ’ αρετήν, οι οποίοι θα ασκούν την διακυβέρνηση της πόλεως οι δε πολλοί περιορίζονται στο να εκλέγουν και να ελέγχουν τους άρχοντες. Κατά τον Αριστοτέλη τα κατώτερα κοινωνικοοικονομικώς στρώματα δεν είναι ικανά για την άσκηση πολιτικής, είναι τα φαυλότερα διότι στερούνται αρετής.[21] Ο λόγος άλλωστε για τον οποίο θεωρεί ότι πρέπει ο δήμος να έχει την ελαχίστη αναγκαιοτάτη εξουσία είναι ότι άνευ αυτής θα ήταν δυσαρεστημένος και θα προέβαινε σε στάσεις.[22]
3) Η δημοκρατία βασιζόταν σε νόμους οι οποίοι είχαν προπαρασκευασθεί και εισαχθεί προς συζήτηση από την βουλή στην εκκλησία, στην οποία είχαν τελικώς εγκριθεί κατόπιν ψηφοφορίας. Οι νόμοι αυτοί εξετίθεντο στην αγορά χαραγμένοι στην πέτρα και ήταν στην διάθεση όλων των πολιτών. Η κυριαρχία του νόμου είναι βασική δημοκρατική αρχή επί της οποίας στηρίζεται η ζωή της πόλεως. Αργότερα δε μετά την ήττα τους από του Σπαρτιάτες το 404 αναθεώρησαν τους νόμους και την νομοθετική διαδικασία, εισάγοντας το σώμα των νομοθετών για τον αυστηρότερο έλεγχο και τήρηση των νόμων. Ο Αριστοτέλης κατηγορεί την δημοκρατική πόλη ότι αντί για τους νόμους διοικείται με ψηφίσματα, με συνέπεια να καταλύονται οι αρχές και η έννομη τάξη και ο δήμος να καθίσταται μόναρχος και δεσποτικός.[23]
4) Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή όλων των πολιτών στην πολιτική ζωή, στην λήψη των αποφάσεων και στην άσκηση της εξουσίας υπό όλες τις μορφές της. Η λήψη των αποφάσεων, η ψήφιση των νόμων και η εκλογή των αιρετών αρχών βασίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας. Συμβαίνει όμως οι άποροι να είναι πιο πολλοί από τους ευπόρους και κατ’ επέκτασιν η πλειοψηφία να καθορίζεται από τους απόρους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι άποροι κυβερνούν προς όφελος τους αλλά προς το συμφέρον όλων και της πόλεως. Ο Αριστοτέλης όμως κατηγορεί την δημοκρατία ότι λειτουργεί προς όφελος των απόρων και κατά των συμφερόντων των επιεικών και των βελτιόνων [24], και την κατατάσσει στις δεσποτικές πολιτείες μαζί με την τυραννίδα και την ολιγαρχία.[25], που γι αυτόν τον λόγο θεωρεί ότι είναι οι χείριστες πολιτείες[26].
Είναι εμφανές ότι με την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης στην δημοκρατία αρνείται βασικές αρχές , θεσμούς και τρόπους λειτουργίας της και γι αυτόν τον λόγο η κριτική του αυτή δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια δημοκρατική προοπτική.
Η κριτική της δημοκρατίας στην Αθηναίων Πολιτεία
Η κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία υπάρχει και στην Αθηναίων Πολιτεία. Ως γνωστόν το έργο αυτό εξετάζει στο πρώτο μέρος (κεφ. 1-41) την ιστορική εξέλιξη της Αθηναίων πολιτείας και στο δεύτερο μέρος (κεφ. 42-69) την περιγραφή των θεσμών της. Στο πρώτο μέρος είναι κριτικός έναντι της δημοκρατίας ενώ στο δεύτερο περιγραφικός και ουδέτερος.[27] H εξέλιξη της Aθηναίων πολιτείας παρουσιάζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δικαιώνει τις θεωρητικές απόψεις του Σταγειρίτη για την δημοκρατία όπως αυτές εκτίθενται στα Πολιτικά, και τις οποίες εξετάσαμε στο πρώτο μέρος. Η Αθηναίων Πολιτεία καταδικάζει την εσχάτη δημοκρατία και δικαιώνει τις απόψεις και την πολιτεία του Σόλωνος, καθώς επίσης τις απόψεις και την πολιτική του μετριοπαθούς ολιγαρχικού Θηραμένη, πρωτεργάτη της ολιγαρχικής εκτροπής του 411 και της αιματηρής τυραννίδος των Τριάκοντα το 404.[28]
Πράγματι σε αρκετά σημεία της Αθηναίων πολιτείας η κριτική στην δημοκρατία είναι εμφανής. Οταν αναφέρεται στην μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη περίοδο γράφει ότι επήλθε χαλάρωση (διαφθορά;) των πολιτικών ηθών, εξ αιτίας των δημαγωγών[29], της μη τηρήσεως των νόμων[30] και της ελλείψεως ικανών πολιτικών από τα ανώτερα στρώματα (επιεικείς, γνωρίμους, ευγενείς)[31]. Ο δήμος παρουσιάζεται ως ευκόλως παρασυρόμενος και εξαπατώμενος από τους δημαγωγούς.[32] Κατηγορείται και ο Περικλής, εμμέσως πλήν σαφώς, διότι καθιέρωσε την μισθοφορά τοις δικασταίς, και εξ αιτίας της χειροτέρεψε η κατάσταση διότι παρουσιάζονταν στην κλήρωση οι τυχόντες και όχι οι επιεικείς. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν ότι άρχισαν να χρηματίζονται οι δικαστές (27,4). Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στις ένδεκα μεταβολές που αναφέρονται στην ανακεφαλαίωση της πολιτικής ιστορίας της Αθηναίων πολιτείας, ασκείται πολιτική κριτική μόνο σε μία μεταβολή: στην μετά την αποδυνάμωση της δυνάμεως του Αρείου Πάγου περίοδο, κατά την οποία «η πολιτεία έκανε πολλά σφάλματα εξ αιτίας των δημαγωγών και της κατά θάλασσαν κυριαρχίας» (41) . Δηλαδή ο συγγραφευς της Αθηναίων πολιτείας ξέρει πού να ρίξει τα βέλη του: αφ’ ενός στις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη το 462 με τις οποίες αποδυναμώθηκε η ισχύς του Αρείου Πάγου, ο οποίος ήταν ανέκαθεν το προπύργιο της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, και αφ’ ετέρου στην αμέσως επόμενη περίοδο στην οποία κυριαρχεί ο Περικλής με τις μισθοφορίες των δικαστών, των βουλευτών και των αρχόντων και με μία σειρά άλλων μέτρων τα οποία διηύρυναν και εμπέδωσαν τα μέτρα του Εφιάλτη, και κατά συνέπεια την κυριαρχία του δήμου. Τα βέλη συνεπώς έχουν προορισμό την καρδιά της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Από την άλλη μεριά, η συμπάθεια του Αριστοτέλη προς τον Σόλωνα και την νομοθεσία του είναι εμφανής στην Αθηναίων Πολιτεία, στην οποία γράφει ότι αυτός έσωσε την πατρίδα θεσπίζοντας την βέλτιστη νομοθεσία[33]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας της Αθηναίων πολιτείας επιμένει στην έκθεση της σολώνειας πολιτείας πάρα πολύ εν συγκρίσει προς άλλες περιόδους της αθηναικης πολιτικης ιστορίας, διότι αυτή θεωρεί την πιο καλή και επιθυμεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενσυνειδήτως να δώσει ένα παράδειγμα αρίστης πολιτείας και διακυβερνήσεως, όπως αυτός το εννοεί.[34] H συμπάθεια αυτή είναι πιο εμφανής στα Πολιτικά, στα οποία ο Σταγειρίτης εξαίρει την σπουδαιότητα της νομοθεσίας και της πολιτείας του Σόλωνος με το αιτιολογικό ότι ο αθηναίος πολιτικός ανέμειξε καλώς την πολιτεία και εγκαθίδρυσε την πάτριον δημοκρατία[35]. Αφού τον υπερασπισθεί από τις κριτικές τις οποίες υπέστη καταλήγει ως εξης: Σόλων γε έοικε την ανγκαιοτάτην αποδιδόναι τω δήμω δύναμιν, το τας αρχάς αιρείσθαι και ευθύνειν…τας δ’ αρχάς εκ των γνωρίμων και των ευπόρων κατέστησε πάσας, εκ των πεντακοσιομεδίμνων και ζευγιτών και τρίτου τέλους της καλουμένης ιππάδος. το δε τέταρτον θητικον, οίς ουδεμιάς αρχής μετήν.[36] Στο χωρίο αυτό όπως και σε εκείνο που αναφέραμε προηγουμένως[37] (2, 1273β35-41) έχουμε την συμπύκνωση της αριστοτελικής πολιτικής θεωρίας: η σολώνεια πολιτεία συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσει ο Αριστοτέλης για να συγκροτήσει αυτό που θα ονομάσει «πολιτεία» στο τέταρτο βιβλίο των Πολιτικών, την οποία εξετάζουμε στο τρίτο μέρος πιο κάτω. Τα στοιχεία αυτά είναι: η πάτριος δημοκρατία, η καλή μίξις διαφόρων στοιχείων από την δημοκρατία, ολιγαρχία και αριστοκρατία, ο περιορισμός της εξουσίας του δήμου στο να εκλέγει μόνο και να ελέγχει τους άρχοντες, οι οποίοι ορίζονται μόνο από τις ανώτερες τάξεις.
Ένα στοιχείο που τονίζει ο Αριστοτέλης είναι η μετριοπαθής στάση Σόλωνος, η πολιτική του μέση τοποθέτηση, ο συμφιλιωτικός και αντιπολωτικός ρόλος του. Αυτό εξηγεί και την απουσία από την Αθηναίων Πολιτεία της μεσαίας τάξεως των εμπόρων, βιοτεχνών κ.λπ.[38], η οποία φαίνεται να είναι σκόπιμη αποσιώπηση προκειμένου να εξαρθεί ακριβώς ο αντιπολωτικός ρόλος του Σόλωνος, ο οποίος ανήκε κοινωνικώς στη μεσαία τάξη, και συνεπώς να αποκτήσει βάση και κύρος η αριστοτελική προτίμηση στη μέση πολιτεία, όπως ατή ορίζεται στα Πολιτικά.
Η πολιτεία του Σόλωνος αν και απετέλεσε την απαρχή της δημοκρατικής πολιτείας και συνετέλεσε σημαντικά στο δημοκρατικό φρόνημα των πολιτών, εν τούτοις δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως
δημοκρατία, αλλά ως μία μετριοπαθης ή διευρυμένη ολιγαρχία, ή με την αριστοτελική ορολογία, ως τιμοκρατία.
Η συμπάθεια του συγγραφέα της Αθηναίων Πολιτείας προς τον Θηραμένη είναι επίσης εμφανής[39] σε σημείο ώστε να τον κατατάσσει, εμμέσως πλήν σαφώς, μεταξύ των καλυτέρων Αθηναίων πολιτικών μαζι με τον Νικία, και τον Θουκυδίδη (όχι τον ιστορικό) (28,5). Αυτό είναι μεγάλη ανακολουθία εκ μέρους του Αριστοτέλη (που παρουσιάζεται ως θερμός υποστηρικτής της νομιμότητας και της τηρήσεως του νόμου), δεδομένου ότι ο Θηραμένης δεν τήρησε τα νόμιμα της πόλεως και παρεβίασε τους νόμους και το πολίτευμα, όχι μία αλλά δύο φορές. Πράγματι και στην εκτροπή του 411 π.Χ. αλλά κυρίως στην εγκαθίδρυση της τυραννίδος των τριάκοντα το 403 π. Χ. συνέβαλε στην ανατροπή του νομίμου πολιτεύματος, παραβιάζοντας τους νόμους του[40].
Δημοκρατία και «πολιτεία»: οι διαφορές τους
Οι διαφορές της ιστορικής δημοκρατίας από την αριστοτελική «πολιτεία» είναι πολλές. Κατ’ αρχήν η «πολιτεία» είναι η ορθή πολιτεία εν αντιθέσει προς τη δημοκρατία που είναι η ημαρτημένη, όπως ήδη ανεφέρθη. Είναι δηλαδή η πολιτεία κατά την οποία, σύμφωνα πάντα με τον Σταγειρίτη, το πλήθος ενδιαφέρεται για το κοινό συμφέρον πράγμα που δεν συμβαίνει με την δημοκρατία. Ως εκ τούτου η «πολιτεία» είναι δίκαιη και βασίζεται σε νόμους ενώ η δημοκρατία ούτε είναι δίκαιη ούτε βασίζεται σε νόμους.
Κατά δεύτερον η «πολιτεία» είναι κατά τον Σταγειρίτη μίξις ολιγαρχίας και δημοκρατίας[41], πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει τα αμιγή χαρακτηριστικά της υπαρκτής δημοκρατίας, αλλά μερικά μόνο. Πράγματι, βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας απορρίπτονται δια της αριστοτελικής μίξεως, η οποία την ακρωτηριάζει έτσι σημαντικά εις τρόπον ώστε η προκύπτουσα μεικτή «πολιτεία» να ομοιάζει περισσότερο με την ολιγαρχία παρά με την δημοκρατία. Αυτό είναι εμφανές σε δύο παραδείγματα μίξεως τα οποία παραθέτει ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Και τα δύο αναφέρονται σε συνδυασμό και ταυτοχρόνως απόρριψη στοιχείων από τα δύο πολιτεύματα. Το πρώτο αναφέρεται στην συμμετοχή στην εκκλησία και προτείνει το μέσον μεταξύ των δύο πολιτευμάτων: ενώ η δημοκρατία δεν επιβάλλει κανένα τίμημα για την συμμετοχή και η ολιγαρχία μεγάλο, στην «πολιτεία» θα επιβληθεί το μέσον μεταξύ των δύο, δηλαδή ούτε πολύ μεγάλο ούτε και πολύ μικρό[42]. Αυτό σημαίνει ότι στην «πολιτεία» αποκλείονται από την πολιτική ζωή, από την λήψη των αποφάσεων, την εκλογή των αρχών, την δικαστική και βουλευτική εξουσία σημαντικός αριθμός από τα κατώτερα οικονομικώς και κοινωνικώς στρώματα, πράγμα το οποίο αντιβαίνει προς την βασική δημοκρατική αρχή της συμμετοχής όλων των ελευθέρων στην εκκλησία. Αυτή η περιοριστική αντίληψη του Αριστοτέλη για το σώμα των πολιτών συνάδει προς άλλα χωρία των Πολιτικών, στα οποία εκφράζονται οι θεωρητικές βάσεις για τον αποκλεισμό των κατωτέρων στρωμάτων από την πολιτική ζωή, διότι αυτά υποτίθεται ότι στερούνται ικανοτήτων, αρετής και παιδείας[43].
Ο δεύτερος τρόπος μίξεως συνδυάζει –και αποκλείει ταυτοχρόνως -στοιχεία από τα δύο πολιτεύματα προκειμένου για τον καθορισμό των αρχών: ενώ στην δημοκρατία οι αρχές είναι κληρωτές και μή απο τιμήματος και στην ολιγαρχία αιρετές και απο τιμήματος, στην «πολιτεία» η μίξις επιβάλλει οι αρχές να είναι αιρετές και μή απο τιμήματος.[44] Αυτο σημαίνει ότι στην «πολιτεία» καταργείται η κλήρωσις η οποία είναι ο βασικός τρόπος αναδείξεως των αρχών στην δημοκρατία, άρα η τελευταία ακρωτηριάζεται έτσι από ένα βασικό χαρακτηριστικό της, για να ικανοποιήσει την ίδρυση της «πολιτείας». Πράγματι στην δημοκρατία η κλήρωσις είναι το βασικο μέσο αναδείξεως των ποικίλων αρχών: δια της κληρώσεως ορίζονται οι δικαστές κάθε χρόνο, οι πεντακόσιοι βουλευτές κάθε χρόνο και οι επτακόσιοι περίπου άρχοντες σε όλους τους τομείς της δημοσίας πολιτικής ζωής κάθε χρόνο.
Συνελόντι ειπείν, και με τον έναν και με τον άλλον τρόπο μίξεως ο Αριστοτέλης επιτυγχάνει μία «πολιτεία» η οποία ουδόλως θα χαρακτηριζόταν ως δημοκρατία αλλά μάλλον ως μετριοπαθής ή διευρυμένη ολιγαρχία με κύρια χαρακτηριστικά το μέσο τίμημα για την συμμετοχή στην εκκλησία, τις αιρετές αρχές μή από τιμήματος, και την διακυβέρνηση της πόλεως από ολίγους αιρετούς άρχοντες από τα ανώτερα κοινωνικο-οικονομικώς στρώματα και τους πολλούς να τους εκλέγουν και να τους ελέγχουν. Δηλαδή η αρνητική κριτική που ασκεί στην δημοκρατία και η προτίμησή του για την «πολιτεία» δεν επιτρέπει να χαρακτηρισθεί ο Αριστοτέλης ως δημοκράτης αλλά ως ένας συντηρητικός ή μετριοπαθής ολιγαρχικός.
[1] Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, Υψιλον, Αθήνα, 1991, σελ. 303-385.
[2] Καστοριάδης, «Αρχαίο ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό», Η Ανοδος της Ασημαντότητας, Υψιλον, Αθήνα, 2000, σελ. 197.
[3] “Fait et a faire”, Fait et a Faire, Seuil, Paris, 1997, σ. 22. Την άποψη αυτή του Καστοριάδη ενστερνίζονται ακρίτως και ορισμένοι νεώτεροι, όπως ο Ο. Fressart, ο οποίος γράφει ”Selon Castoriadis Aristote a donne grosso modo la theorie correcte de la democratie athenienne…n’etant pas franchement hostile a la democratie” (Droits, No 31, Paris 2000, σελ. 119)
[4] «Η ελληνικη πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του Ανθρώπου, Υψιλον, Αθήνα, 1995, σελ. 191. Βλ. επίσης «Αρχαίο ελληνικό και σύγxρονο πολιτικό φαντασιακό», Η Ανοδος της Ασημαντότητας, όπ. π., σελ. 200.
[5] Nέα Εστία, τ. 1722, Απρίλιος 2000, σ. 568
[6] Πολιτικά 3, 1287α 8.
[7] Πολιτικά 2,1274α1 κ.ε
[8] Πολιτικά (3,1279α17-21, 28-31) και Ηθ. Νικ. (8,1160α31 κ.ε.).
[9] Φανερον τοίνυν ως όσαι μεν πολιτείαι το κοινή συμφέρον σκοπούσιν, αύται μεν ορθαι τυγχάνουσιν ούσαι κατά το απλώς δίκαιον, όσαι δε το σφέτερον μόνον των αρχόντων, ημαρτημέναι και πάσαι παρεκβάσεις των ορθων πολιτειων (Πολιτ. 3, 1279α17-21).
[10] Σωστά επισημαίνει ο Καστοριάδης αυτή την, αντίθετη με την δημοκρατική αντίληψη, άποψη του Αριστοτέλη («Αρχαίο ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό», Η άνοδος της ασημαντότητας, όπ. π., σελ. 222). Την άποψη αυτη συνάγει ο Καστοριάδης από ένα άλλο χωρίο των Ηθ. Νικ. (5, 1134b13-15), το οποίο όμως το παρερμηνεύει, διότι το απομονώνει από το πλαίσιο στο οποίο ανήκει. Πράγματι το εν λόγω χωρίο (ούδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικον…) πρέπει να διαβασθεί ως συνέχεια του προηγουμένου χωρίου: Το δε δεσποτικόν δίκαιον και το πατρικόν ού ταυτόν τούτοις αλλ’ όμοιον.ου γαρ έστιν αδικία προς τα αυτού απλώς, το δέ κτήμα και το τέκνον, έως άν ή πηλίκον και χωρισθή, ώσπερ μέρος αυτού, αυτόν δ’ουδείς προαιρείται βλάπτειν. διο ουκ έστιν αδικία προς αυτόν. ουδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικόν. κατά νόμον γαρ ήν, και εν οίς επεφύκει είναι νόμος, ούτοι δ’ ήσαν οις υπάρχει ισότης του άρχειν και άρχεσθαι. Το χωρίο αυτό συνδέεται με το προηγούμενο 5, 1134α 25-30 στο οποίο ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για το δίκαιον και τα είδη του δικαίου, και εξετάζει τι είναι το πολιτικό δίκαιο : «το πολιτικό δίκαιο υπάρχει μεταξύ συμβιούντων, χάριν της αυτάρκειας ελευθέρων και ίσων, κατ’ αναλογίαν ή κατ’ αριθμόν, ανθρώπων. Ωστε σε αυτούς που δεν υπάρχει αυτό δεν υπάρχει πολιτικό δίκαιο αλλά κάποιο δίκαιο καθ’ ομοιότητα. Διότι δίκαιο υπάρχει εκεί που υπάρχει και νόμος. ο δε νόμος υπάρχει εκεί που υπάρχει αδικία». Εν συνεχεία ο Σταγειρίτης εξετάζει εάν το δεσποτικον και πατρικόν δίκαιον είναι πολιτικόν δίκαιον . Λέει λοιπόν ότι και το ένα και το άλλο δεν ταυτίζεται αλλά είναι όμοιον με το πολιτικον δίκαιον, διότι ούτε ο δεσπότης αδικει τον δούλο ούτε ο πατήρ το τέκνο αφ’ης στιγμης και ο δούλος και το τέκνο είναι κτήμα και μέρος αντιστοίχως του δεσπότου και του πατρός και κατα συνέπεια ουδεις στρέφεται κατά του κτήματος του και του μέρους του για να τους αδικήσει. Και καταλήγει ο Αριστοτέλης, στο επίμαχο χωρίο, ότι το δεσποτικόν και το πατρικόν δίκαιον δεν είναι πολιτικόν δίκαιον (ούδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικόν).
Η μετάφραση συνεπώς όλου του χωρίου 5,1134β 8-15 είναι η εξής: «το δε δεσποτικό και το πατρικό δίκαιο δεν ταυτίζονται με το πολιτικό, αλλά απλώς είναι παρόμοια με αυτό. Διότι δεν υπάρχει αδικία με την απόλυτη έννοια της λέξεως, έναντι αυτών που μας ανήκουν, όπως εν προκειμένω, έναντι του δούλου και του τέκνου. πράγματι και ο δούλος και το τέκνο, το τελευταίο μέχρι να φθάσει κάποια ηλικία, αποτελούν μέρος μας και κανείς δεν θέλει συνειδητά να βλάψει τον εαυτό του. δια τούτο δεν αδικεί κανείς τον εαυτό του. Συνεπώς εδώ δεν πρόκειται για δίκαιο ή άδικο πολιτικό. διότι αυτά εξαρτώνται από τον νόμο και αφορούν αυτούς που ζουν φυσικώς υπό τον νόμο, δηλαδή αυτούς για τους οποίους υπάρχει ισότητα του άρχειν και άρχεσθαι». Δηλαδή κατά τον Σταγειρίτη το δεσποτικό και πατρικό δίκαιο δεν είναι πολιτικό δίκαιο για τον βασικό λόγο ότι δεν υπάρχει ισότητα του άρχειν και άρχεσθαι μεταξύ δεσπότου και δούλου αφ’ενός, και μεταξύ πατρός και τέκνου αφ’ετέρου. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από την συνέχεια του εν λόγω χωρίου, όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι το δίκαιο αφορά μάλλον την γυναίκα και όχι τα τέκνα και τα κτήματα, αλλά και σε αυτή την περίπτωση πάλι δεν έχουμε πολιτικόν δίκαιον αλλά οικονομικόν (5, 1134β16-17).
Αυτή η εκδοχή ακολουθείται από τους εκδότες και μεταφραστές των Ηθικών Νικομαχείων. (J. Tricot στην έκδοση Vrin, Paris 1990, J.Voilquin, στην έκδοση GF-Flammarion, oι R.A. Gauthier και J. Y. Jolif, oι J.-A.K. Thomson και H. Tredennick, στην έκδοση Loeb κ.λ.π. Ο ίδιος ο Καστοριάδης αλλωστε δεν δηλώνει διαφωνία με τις υπάρχουσες εκδόσεις-εκδοχές του κειμένου.
Το ίδιο χωρίο (5, 1134b13-15) αναφέρει ο Καστοριάδης και στο παλαιότερο κείμενο του «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτικη …», (ΣΛ, σ. 381) για να υποστηρίξει ότι στο χωρίο αυτο υπάρχει «η ρητή καταστροφή κάθε δυνατότητας για ‘ορθολογική’ απάντηση». Αλλά και πάλι φυσικά πρόκειται περι παρερμηνείας. Eίναι περίεργο πως ο οξυδερκής και βαθύς αναλυτής των αρχαίων κειμένων υπέπεσε σε αυτή την παρερμηνεία.
[11] Και η χειρίστη από τις επιεικείς (νόμιμες). Για τον Πλάτωνα η δημοκρατία και η ολιγαρχία είναι καλές ή κακές αναλόγως του αν ακολουθούν ή όχι τους νόμους (Πλάτ., Πολιτικος 303α-β).
[12] «εκείνος μεν [ο Πλάτων] έκρινε οτι αν όλες οι πολιτείες όπως η ολιγαρχία και οι άλλες είναι επιεικείς η δημοκρατία είναι η χειρίστη ενώ αν είναι φαύλες είναι η αρίστη. εμείς όμως θεωρούμε όλες αυτές εντελώς εξημαρτημένας και δεν είναι σωστό να λέμε ότι η ολιγαρχία είναι καλύτερη από κάποια άλλη πολιτεία: είναι ολιγώτερο φαύλη» (Πολιτικά 4, 1289β 5-11.
[13] Πολιτικά 3, 1287β 39-41.
[14]Jones, “The Athenian democracy and its critics”, Athenian democracy 1989, pp.41-72
[15] ελευθερίας δε εν μεν το εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν (Πολιτ. 6, 1317β 2-3). Δύο γαρ έστιν οίς η δημοκρατία δοκεί ωρίσθαι, τω το πλείον είναι κύριον και τή ελευθερία. το μεν γαρ δίκαιον ίσον δοκεί είναι, ίσον δ’ ό τι άν δόξη τω πλήθει, τούτ’ είναι κύριον, ελεύθερον δε και ίσον το ό τι άν βούληταί τις ποιείν. ωστε ζή εν ταις τοιαύταις δημοκρατίαις έκαστος ως βούλεται, και εις ό χρήζων, ως φησιν Ευριπίδης (Πολιτικά 4, 1310α 28-34..
[16] 6,1317β 14-15: το ζήν ως βούλεται τις τούτο γαρ της ελευθερίας έργον είναι φασίν, είπερ του δούλου όντος το ζήν μή ως βούλεται. 5, 1310α 38: ελεύθερον δε (και ίσον) το ότι άν βούληταί τις ποιείν.
[17] Εν δε ταις δημοκρατίαις ταις μάλιστα είναι δοκούσαις δημοκρατικαίς τουναντίον του συμφέροντος καθέστηκεν, αίτιον δε τούτου ότι κακως ορίζονται το ελεύθερον (Πολιτ. 5, 1310α 26-28)
[18] Πολιτ. 5, 1310α 30-35: Τούτο δ’ εστί φαύλον. ου γαρ δεί οίεσθαι δουλείαν είναι το ζήν προς την πολιτείαν, αλλά σωτηρίαν.
[19] Και γάρ το δίκαιον το δημοτικόν το ίσον έχειν εστί κατά αριθμόν αλλά μή κατ’ αξίαν, τούτου δ’ όντος του δικαίου το πλήθος αναγκαίον είναι κύριον, και ό,τι άν δόξη τοις πλείοσι, τούτ’ είναι το δίκαιον ( Πολιτ. 6, 1317β 3-7).
[20] Πολιτ. 3, 1280α 10-24. και 5, 1301α 28-36.
[21] Πολιτ. 6, 1319α24-28: τα δ’ άλλα πλήθη πάντα σχεδόν, εξ ών αι λοιπαί δημοκρατίαι συνεστάσι, πολλώ φαυλότερα τούτων. ο γαρ βίος φαύλος, και ουθέν έργον μετ’ αρετής ών μεταχειρίζεται το πλήθος τό τε των βαναύσων και το των αγοραίων ανθρώπων και το θητικόν. Επίσης Πολιτ. 6, 1319β31-32: ήδιον γαρ τοις πολλοίς το ζήν ατάκτως ή το σωφρόνως. Πρβλ. Πολιτ. 7, 1328β39-1329α2.
[22] Πολιτικά 3, 1280α10-24. 5, 1301α28-36.
[23] Αθ. Πολ. 41,2. Πολιτ. 4, 1292α4-6: έτερον είδος δημοκρατίας τάλλα μεν ταυτά, κύριον δ’είναι το πλήθος και μη τον νόμον. 4, 1292α15-18: ο δ’ούν τοιούτος δήμος, άτε μόναρχος ών, ζητεί μοναρχείν δια το μή άρχεσθαι υπό νόμου, και γίνεται δεσποτικός. 4, 1292α 23-25: αίτιοι δ’εισί του είναι τα ψηφίσματα κύρια αλλά μή τους νόμους. 4, 1292α 30-32: ευλόγως δε άν δόξειεν επιτιμάν ο φάσκων την τοιαύτην είναι δημοκρατίαν ού πολιτείαν όπου γαρ μή νόμοι άρχουσιν, ούκ έστι πολιτεία. Πρβλ. 4, 1292β-1293α.
[24] 2, 1274a1κ.ε. Επίσης 3, 1279α13-15: νύν δε δια τας ωφελείας τας από των κοινών και τας εκ της αρχής βούλονται συνεχώς άρχειν. 4,1292α18-19.
[25] Αριστ. Πολιτ. 3, 1279α21-23
[26] Αριστ. Πολιτ. 3, 1279α21-23. 2, 1266α1-3: εν δε τοις νόμοις [του Πλάτωνος] είρηται τούτοις ως δέον συγκείσθαι την αρίστην πολιτείαν εκ δημοκρατίας και τυραννίδος, άς ή το παράπαν ούκ άν θείη τις πολιτείας ή χειρίστας πασών. Σημειωτέον ότι αν και η τυραννίς είναι εκ των χειρίστων πολιτειών εν τούτοις ο Αριστοτέλης προτείνει με άψογο ρεαλιστικό και απολύτως μη ηθικό τρόπο μέτρα και συμβουλές για την σωτηρία της και την διατήρησή της. Αυτό γίνεται «ψυχρά» και «θετικά» στο ενδέκατο κεφάλαιο του Πέμπτου βιβλίου των Πολιτικών, και όχι στο Εκτο βιβλίο όπως αναφέρει ο Καστοριάδης στα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, σ. 335, σημ. 24.
[27] D. Whitehead “A tale of two politeiai”, in Aristote et Athenes (ed. P. Pierart), Paris 1993, p. 25 sq. Αντίθετη άποψη έχει ο P.J.Rhodes in Aristotle The Athenian constitution, p.18.
[28] βλ. “introduction” in Aristote Constitution d’ Athenes, CUF, Paris 1985, p. XII sqv. Επίσης Kurt von Fritz – Ernst Kapp, Aristotle’s constitution of Athens and related texts, New York 1950, p. 30.
[29] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 26,1: μετά δε ταύτα συνέβαινεν ανίεσθαι μάλλον την πολιτείαν δια τους προθύμως δημαγωγούντας.
[30] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 26,2: τα μεν ούν άλλα πάντα διώκουν ουχ ομοίως και πρότερον τοις νόμοις προσέχοντες.
[31] Αριστ. Αθ. Πολ. 26,1. 28.
[32] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 28,3. 34,1.
[33] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 5-12. Στο 11 γράφει χρακτηριστικά: …σώσας την πατρίδα και τα βέλτιστα νομοθετήσας.
[34] Burdeau , "La constitution d' Athenes", in M.A. Sinaceur, Aristote aujourd’ hui, σ. 346.
[35] Ολιγαρχίαν τε γαρ καταλύσαι λίαν άκρατον ούσαν, και δουλεύοντα τον δήμον παύσαι, και δημοκρατίαν καταστήσαι την πάτριον, μείξαντα καλως την πολιτείαν. είναι γαρ την μεν Αρείω πάγω βουλήν ολιγαρχικόν, το δε τας αρχάς αιρετάς αριστοκρατικον, τα δε δικαστήρια δημοτικόν (2, 1273β 36-41).
[36] Αριστ. Πολιτικά 2, 1274α15-21.
[37] Βλ. προηγουμένως σημ. 35 και 36.
[38] H ύπαρξη της μεσαίας τάξεως αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και στην ποίηση των Θεογνιδείων, στην οποία συναντάμε την ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των ευγενών και της ανερχόμενης μεσαίας τάξεως. Για μία συζήτηση για τα προβλήματα της μεσαίας τάξεως στην εποχή του Σόλωνος βλ. Δ. Κυρτάτα, «Ιστορικές πηγές και θεωρητικά συμπεράσματα», Κατακτώντας την αρχαιότητα, Πόλις, Αθήνα, 2002, σσ. 133-147.
[39] Αριστ. Αθ. Πολτ. 28, 32, 33, 36.
[40] Εν συγκρίσει προς τον Κριτία ο Θηραμένης δύναται βεβαίως να χαρακτηρισθεί μετριοπαθής και γι αυτό και θανατώθηκε από αυτόν.
[41]Πολιτικά 4, 1293β33-34. Και όχι μίξις δημοκρατίας και αριστοκρατίας όπως αναφέρει ο Καστοριάδης («Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη…», Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, όπ. π., σ. 333, σημ. 23). Βεβαίως η ολιγαρχία είναι παρέκβαση της αριστοκρατίας αλλά ο Αριστοτέλης εδω αναφέρεται σαφώς στην ολιγαρχία.
[42] Πολιτ. 4, 1294β 1-5
[43]Ανεφέρθη ήδη στο πρώτο μέρος πιο πάνω. Βλ και Πολιτικά 6, 1319α 24-30.
[44] Πολιτ. 4, 1294β 6-13. Είναι εδεικτικο ότι ο τροπος αυτος χαρακτηρίζεται στο ίδιο χωρίο και ως αριστοκρατικος.
Ψυχή, Λόγος, Πόλις, Υψιλον, Αθήνα, 2007
Γιώργος Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ
Ο Καστοριάδης αναφέρεται πολύ συχνά στα κείμενά του στον Αριστοτέλη, είτε για να τον κρίνει, είτε για να διευκρινήσει δικές του έννοιες και απόψεις. Στο εξαίρετο κείμενό του λ.χ. «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτική: Από τον Μαρξ στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ’ εμάς»[1] εξετάζει εν εκτάσει την αριστοτελική έννοια της δικαιοσύνης και αναδεικνύει τα προβλήματα και τα αδιέξοδά της. Οι απόψεις του όμως για την σχέση του Αριστοτέλη με την δημοκρατία είναι προβληματικές. Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον Σταγειρίτη δημοκράτη[2] και να υποστηρίξει ότι η Αθηναίων Πολιτεία του είναι για αυτόν το ιδεώδες της «πολιτείας» του[3] χωρίς καθόλου να επιχειρηματολογήσει . Λέει ο Καστοριάδης ότι «η Αθήνα ήταν μιά πολιτεία με την αριστοτελικη έννοια, εφ’ όσον ορισμένοι άρχοντες (πολύ σπουδαίοι) εκλέγονταν»[4]. Ναί μεν στην Αθήνα ορισμένοι σπουδαίοι άρχοντες εκλέγονταν, αλλά υπήρχαν πάρα πολλοί άλλοι οι οποίοι κληρώνονταν, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην αριστοτελική «πολιτεία». Αυτή βεβαίως δεν είναι η μόνη διαφορά μεταξύ αριστοτελικής «πολιτείας» και δημοκρατίας. Υπάρχουν και πολλές άλλες όπως φαίνεται από την σύγκριση των δύο πολιτευμάτων, πράγμα το οποίο γίνεται στο τρίτο μέρος του παρόντος κειμένου, ενώ το πρώτο ασχολείται με την κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία και το δεύτερο μέρος αναδεικνύει την κριτική της Αθηναίων Πολιτείας στην δημοκρατία.
.
Η κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία
O P. Vidal-Naquet[5] πιστεύει ότι το να πούμε τον Αριστοτέλη δημοκράτη είναι μάλλον υπερβολικό, τον θεωρεί έναν μετρημένο άνθρωπο ο οποίος δεν μπήκε σε περιπέτειες και επισημαίνει την συναναστροφή του με την απόλυτη μοναρχία, με αυτό που ο ίδιος ο Αριστοτέλης αποκαλεί παμβασιλεία.[6] Πράγματι μία προσεκτικώτερη ανάγνωση των Πολιτικών τοποθετεί τον Αριστοτέλη στους κριτικούς της δημοκρατίας και όχι στους οπαδούς της.
Ηδη ο τρόπος που αναφέρεται η δημοκρατία στο έργο αυτό για πρώτη φορά[7] προαναγγέλει τις προθέσεις και τις κριτικές διαθέσεις του συγγραφέα τους: αναφερόμενος εν συντομία στην εξέλιξη της αθηναϊκής πολιτείας ο Σταγειρίτης, για την μετά τον Σόλωνα εποχή, γράφει ότι από την στιγμή που τα δικαστήρια έγιναν κληρωτά ο δήμος έγινε τύραννος ένεκα της κολακείας των δημαγωγών, οι οποίοι χαριζόμενοι αύξαναν συνεχώς την εξουσία του. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε ο Εφιάλτης με την αποδυνάμωση του Αρείου Πάγου και ο διάδοχός του Περικλής με την μισθοφορία των δικαστών καθώς και οι υπόλοιποι δημαγωγοί, έτσι ώστε να φθάσουμε στην νυν δημοκρατία. Το πλαίσιο αυτό καθορίζει και την μετέπειτα αντιμετώπιση της δημοκρατίας εκ μέρους του φιλοσόφου, η οποία κυμαίνεται από την κριτική έως την απόρριψη. Πράγματι σε πολλά σημεία του έργου του ο Σταγειρίτης ασκεί κριτική σε βασικές αρχές, χαρακτηριστικά και θεσμούς της δημοκρατίας.
Κατ’αρχήν στην ταξινόμηση των πολιτειών ο Σταγειρίτης τοποθετεί την δημοκρατία στις παρεκβεβηκυίες και την «πολιτεία» στις ορθές πολιτείες, στο γνωστό σχήμα των έξι: τρεις ορθαί (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία) και τρεις παρεκβεβηκυίαι πολιτείαι (τυραννίς, ολιγαρχία, δημοκρατία)[8], αναλόγως του αν ένας, ολίγοι ή πολλοί κυβερνούν προς το κοινή ή το ίδιον συμφέρον. Αυτό σημαίνει κατ’ αρχήν ότι η δημοκρατία δεν εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον ενώ η «πολιτεία» το εξυπηρετεί. Από την άλλη οι τρείς ορθαί πολιτείαι είναι δίκαιες διότι αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον ενώ οι τρεις παρεκβάσεις είναι άδικες διότι αποβλέπουν στο ίδιον συμφέρον των κρατούντων [9]. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία είναι άδικη ενώ η «πολιτεία» δίκαιη. Είναι εμφανές ότι ο Αριστοτέλης κρίνει και κατατάσσει με όρους δικαίου τις πολιτείες σε δύο κατηγορίες, σε ορθάς και παρεκβεβηκυίας. Το αν κυβερν ο εις, οι ολίγοι ή οι πολλοι δεν κρίνεται με όρους δικαίου, αλλά με το αν οι κυβερνώντες κυβερνούν προς το κοινό συμφέρον.[10] Ετσι λοιπόν η δημοκρατία δεν είναι ορθή πολιτεία αλλά ημαρτημένη, παρέκβασις της «πολιτείας» η οποία είναι η ορθή πολιτεία..
Ενα ενδεικτικό στοιχείο των διαθέσεων του Αριστοτέλη κατά της δημοκρατίας είναι και το ότι δεν δέχεται την διατύπωση του Πλάτωνος ότι η δημοκρατία είναι η καλύτερη πολιτεία από τις φαύλες (παράνομες)[11] και επιμένει ότι είναι η ολιγώτερον φαύλη (ήττον δε φαύλης).[12] Τουλάχιστον ως προς τον χαρακτηρισμό ο Αριστοτέλης αποδεικνύεται πιο αυστηρός και από τον δάσκαλό του, τον μέγα αρνητή της δημοκρατίας. Η αυστηρότητα στον χαρακτηρισμό δηλώνει αυστηρότητα στις πεποιθήσεις. Αλλού χαρακτηρίζει την δημοκρατία και τις άλλες παρεκβεβηκυίες πολιτείες παρά φύσιν, ενώ τις ορθές κατά φύσιν[13] .
Σύμφωνα με τον Jones[14] οι κριτικές κατά της δημοκρατίας από τους συγγραφεις του 4ου αι. μπορούν να συνοψισθούν σε τέσσερεις. Τα κύρια δημοκρατικά χαρακτηριστικα και δημοκρατικες αρχές που υφίστανται την κριτική είναι τα εξής: 1) Η ύπαρξη ατομικής και πολιτικής ελευθερίας 2) Η ύπαρξη της ισότητας για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. 3) Η υποτιθέμενη μη κυριαρχία του νόμου προς όφελος του δήμου και των ψηφισμάτων 4) Η υποτιθέμενη κυριαρχία των απόρων επί των ευπόρων και βελτιόνων. Οι τέσσερεις αυτές κριτικες ασκούνται και από τον Αριστοτέλη.
1) Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η ελευθερία, όρος που σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες ασκούν την εξουσία άμεσα, αθρόως ή διαδοχικώς (εκ περιτροπής)[15]. Η ελευθερία εννοείται και υπό την ατομική ή προσωπική έννοια, να ζεί έκαστος όπως επιθυμεί[16]. Η ελευθερία αυτή και υπό τις δύο μορφές της υφίσταται κριτική από τον Αριστοτέλη. Ιδίως ψέγει τις «ακραίες δημοκρατίες» (ταις μάλιστα είναι δοκούσαις δημοκρατικαίς) διότι ορίζουν κακώς την ελευθερία. Την ορίζουν δε κακώς διότι νομίζουν ότι ελευθερία είναι να κάνει ό,τι νομίζει το πλήθος[17]. Δηλαδη ο Αριστοτέλης δεν συμφωνεί με την άσκηση της εξουσίας άμεσα από όλους τους πολίτες, ούτε με την προσωπική ελευθερία του να πράττει έκαστος όπως θέλει.[18]
2) Η δημοκρατική ισότητα, γνωστή και ως αριθμητική, είναι επίσης θεμελιώδης αρχή και γνώρισμα του αθηναϊκού πολιτεύματος, η οποία αποδίδει την εξουσία σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, ανεξαρτήτως καταγωγης και περιουσίας, δηλαδή και στα κατώτερα στρώματα στους βαναύσους, αγοραίους, θήτας κ.λπ[19]. Η αντίληψη αυτή υφίσταται επίσης κριτική από τον Σταγειρίτη[20], ο οποίος είναι υπέρ της κατ’ αξίαν ισότητας, γνωστής και ως γεωμετρικής. Αυτό σημαίνει ότι το κύριον της πολιτείας, πρέπει να είναι οι ολίγοι άξιοι κατ’ αρετήν, οι οποίοι θα ασκούν την διακυβέρνηση της πόλεως οι δε πολλοί περιορίζονται στο να εκλέγουν και να ελέγχουν τους άρχοντες. Κατά τον Αριστοτέλη τα κατώτερα κοινωνικοοικονομικώς στρώματα δεν είναι ικανά για την άσκηση πολιτικής, είναι τα φαυλότερα διότι στερούνται αρετής.[21] Ο λόγος άλλωστε για τον οποίο θεωρεί ότι πρέπει ο δήμος να έχει την ελαχίστη αναγκαιοτάτη εξουσία είναι ότι άνευ αυτής θα ήταν δυσαρεστημένος και θα προέβαινε σε στάσεις.[22]
3) Η δημοκρατία βασιζόταν σε νόμους οι οποίοι είχαν προπαρασκευασθεί και εισαχθεί προς συζήτηση από την βουλή στην εκκλησία, στην οποία είχαν τελικώς εγκριθεί κατόπιν ψηφοφορίας. Οι νόμοι αυτοί εξετίθεντο στην αγορά χαραγμένοι στην πέτρα και ήταν στην διάθεση όλων των πολιτών. Η κυριαρχία του νόμου είναι βασική δημοκρατική αρχή επί της οποίας στηρίζεται η ζωή της πόλεως. Αργότερα δε μετά την ήττα τους από του Σπαρτιάτες το 404 αναθεώρησαν τους νόμους και την νομοθετική διαδικασία, εισάγοντας το σώμα των νομοθετών για τον αυστηρότερο έλεγχο και τήρηση των νόμων. Ο Αριστοτέλης κατηγορεί την δημοκρατική πόλη ότι αντί για τους νόμους διοικείται με ψηφίσματα, με συνέπεια να καταλύονται οι αρχές και η έννομη τάξη και ο δήμος να καθίσταται μόναρχος και δεσποτικός.[23]
4) Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή όλων των πολιτών στην πολιτική ζωή, στην λήψη των αποφάσεων και στην άσκηση της εξουσίας υπό όλες τις μορφές της. Η λήψη των αποφάσεων, η ψήφιση των νόμων και η εκλογή των αιρετών αρχών βασίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας. Συμβαίνει όμως οι άποροι να είναι πιο πολλοί από τους ευπόρους και κατ’ επέκτασιν η πλειοψηφία να καθορίζεται από τους απόρους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι άποροι κυβερνούν προς όφελος τους αλλά προς το συμφέρον όλων και της πόλεως. Ο Αριστοτέλης όμως κατηγορεί την δημοκρατία ότι λειτουργεί προς όφελος των απόρων και κατά των συμφερόντων των επιεικών και των βελτιόνων [24], και την κατατάσσει στις δεσποτικές πολιτείες μαζί με την τυραννίδα και την ολιγαρχία.[25], που γι αυτόν τον λόγο θεωρεί ότι είναι οι χείριστες πολιτείες[26].
Είναι εμφανές ότι με την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης στην δημοκρατία αρνείται βασικές αρχές , θεσμούς και τρόπους λειτουργίας της και γι αυτόν τον λόγο η κριτική του αυτή δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια δημοκρατική προοπτική.
Η κριτική της δημοκρατίας στην Αθηναίων Πολιτεία
Η κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία υπάρχει και στην Αθηναίων Πολιτεία. Ως γνωστόν το έργο αυτό εξετάζει στο πρώτο μέρος (κεφ. 1-41) την ιστορική εξέλιξη της Αθηναίων πολιτείας και στο δεύτερο μέρος (κεφ. 42-69) την περιγραφή των θεσμών της. Στο πρώτο μέρος είναι κριτικός έναντι της δημοκρατίας ενώ στο δεύτερο περιγραφικός και ουδέτερος.[27] H εξέλιξη της Aθηναίων πολιτείας παρουσιάζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δικαιώνει τις θεωρητικές απόψεις του Σταγειρίτη για την δημοκρατία όπως αυτές εκτίθενται στα Πολιτικά, και τις οποίες εξετάσαμε στο πρώτο μέρος. Η Αθηναίων Πολιτεία καταδικάζει την εσχάτη δημοκρατία και δικαιώνει τις απόψεις και την πολιτεία του Σόλωνος, καθώς επίσης τις απόψεις και την πολιτική του μετριοπαθούς ολιγαρχικού Θηραμένη, πρωτεργάτη της ολιγαρχικής εκτροπής του 411 και της αιματηρής τυραννίδος των Τριάκοντα το 404.[28]
Πράγματι σε αρκετά σημεία της Αθηναίων πολιτείας η κριτική στην δημοκρατία είναι εμφανής. Οταν αναφέρεται στην μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη περίοδο γράφει ότι επήλθε χαλάρωση (διαφθορά;) των πολιτικών ηθών, εξ αιτίας των δημαγωγών[29], της μη τηρήσεως των νόμων[30] και της ελλείψεως ικανών πολιτικών από τα ανώτερα στρώματα (επιεικείς, γνωρίμους, ευγενείς)[31]. Ο δήμος παρουσιάζεται ως ευκόλως παρασυρόμενος και εξαπατώμενος από τους δημαγωγούς.[32] Κατηγορείται και ο Περικλής, εμμέσως πλήν σαφώς, διότι καθιέρωσε την μισθοφορά τοις δικασταίς, και εξ αιτίας της χειροτέρεψε η κατάσταση διότι παρουσιάζονταν στην κλήρωση οι τυχόντες και όχι οι επιεικείς. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν ότι άρχισαν να χρηματίζονται οι δικαστές (27,4). Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στις ένδεκα μεταβολές που αναφέρονται στην ανακεφαλαίωση της πολιτικής ιστορίας της Αθηναίων πολιτείας, ασκείται πολιτική κριτική μόνο σε μία μεταβολή: στην μετά την αποδυνάμωση της δυνάμεως του Αρείου Πάγου περίοδο, κατά την οποία «η πολιτεία έκανε πολλά σφάλματα εξ αιτίας των δημαγωγών και της κατά θάλασσαν κυριαρχίας» (41) . Δηλαδή ο συγγραφευς της Αθηναίων πολιτείας ξέρει πού να ρίξει τα βέλη του: αφ’ ενός στις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη το 462 με τις οποίες αποδυναμώθηκε η ισχύς του Αρείου Πάγου, ο οποίος ήταν ανέκαθεν το προπύργιο της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, και αφ’ ετέρου στην αμέσως επόμενη περίοδο στην οποία κυριαρχεί ο Περικλής με τις μισθοφορίες των δικαστών, των βουλευτών και των αρχόντων και με μία σειρά άλλων μέτρων τα οποία διηύρυναν και εμπέδωσαν τα μέτρα του Εφιάλτη, και κατά συνέπεια την κυριαρχία του δήμου. Τα βέλη συνεπώς έχουν προορισμό την καρδιά της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Από την άλλη μεριά, η συμπάθεια του Αριστοτέλη προς τον Σόλωνα και την νομοθεσία του είναι εμφανής στην Αθηναίων Πολιτεία, στην οποία γράφει ότι αυτός έσωσε την πατρίδα θεσπίζοντας την βέλτιστη νομοθεσία[33]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας της Αθηναίων πολιτείας επιμένει στην έκθεση της σολώνειας πολιτείας πάρα πολύ εν συγκρίσει προς άλλες περιόδους της αθηναικης πολιτικης ιστορίας, διότι αυτή θεωρεί την πιο καλή και επιθυμεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενσυνειδήτως να δώσει ένα παράδειγμα αρίστης πολιτείας και διακυβερνήσεως, όπως αυτός το εννοεί.[34] H συμπάθεια αυτή είναι πιο εμφανής στα Πολιτικά, στα οποία ο Σταγειρίτης εξαίρει την σπουδαιότητα της νομοθεσίας και της πολιτείας του Σόλωνος με το αιτιολογικό ότι ο αθηναίος πολιτικός ανέμειξε καλώς την πολιτεία και εγκαθίδρυσε την πάτριον δημοκρατία[35]. Αφού τον υπερασπισθεί από τις κριτικές τις οποίες υπέστη καταλήγει ως εξης: Σόλων γε έοικε την ανγκαιοτάτην αποδιδόναι τω δήμω δύναμιν, το τας αρχάς αιρείσθαι και ευθύνειν…τας δ’ αρχάς εκ των γνωρίμων και των ευπόρων κατέστησε πάσας, εκ των πεντακοσιομεδίμνων και ζευγιτών και τρίτου τέλους της καλουμένης ιππάδος. το δε τέταρτον θητικον, οίς ουδεμιάς αρχής μετήν.[36] Στο χωρίο αυτό όπως και σε εκείνο που αναφέραμε προηγουμένως[37] (2, 1273β35-41) έχουμε την συμπύκνωση της αριστοτελικής πολιτικής θεωρίας: η σολώνεια πολιτεία συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσει ο Αριστοτέλης για να συγκροτήσει αυτό που θα ονομάσει «πολιτεία» στο τέταρτο βιβλίο των Πολιτικών, την οποία εξετάζουμε στο τρίτο μέρος πιο κάτω. Τα στοιχεία αυτά είναι: η πάτριος δημοκρατία, η καλή μίξις διαφόρων στοιχείων από την δημοκρατία, ολιγαρχία και αριστοκρατία, ο περιορισμός της εξουσίας του δήμου στο να εκλέγει μόνο και να ελέγχει τους άρχοντες, οι οποίοι ορίζονται μόνο από τις ανώτερες τάξεις.
Ένα στοιχείο που τονίζει ο Αριστοτέλης είναι η μετριοπαθής στάση Σόλωνος, η πολιτική του μέση τοποθέτηση, ο συμφιλιωτικός και αντιπολωτικός ρόλος του. Αυτό εξηγεί και την απουσία από την Αθηναίων Πολιτεία της μεσαίας τάξεως των εμπόρων, βιοτεχνών κ.λπ.[38], η οποία φαίνεται να είναι σκόπιμη αποσιώπηση προκειμένου να εξαρθεί ακριβώς ο αντιπολωτικός ρόλος του Σόλωνος, ο οποίος ανήκε κοινωνικώς στη μεσαία τάξη, και συνεπώς να αποκτήσει βάση και κύρος η αριστοτελική προτίμηση στη μέση πολιτεία, όπως ατή ορίζεται στα Πολιτικά.
Η πολιτεία του Σόλωνος αν και απετέλεσε την απαρχή της δημοκρατικής πολιτείας και συνετέλεσε σημαντικά στο δημοκρατικό φρόνημα των πολιτών, εν τούτοις δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως
δημοκρατία, αλλά ως μία μετριοπαθης ή διευρυμένη ολιγαρχία, ή με την αριστοτελική ορολογία, ως τιμοκρατία.
Η συμπάθεια του συγγραφέα της Αθηναίων Πολιτείας προς τον Θηραμένη είναι επίσης εμφανής[39] σε σημείο ώστε να τον κατατάσσει, εμμέσως πλήν σαφώς, μεταξύ των καλυτέρων Αθηναίων πολιτικών μαζι με τον Νικία, και τον Θουκυδίδη (όχι τον ιστορικό) (28,5). Αυτό είναι μεγάλη ανακολουθία εκ μέρους του Αριστοτέλη (που παρουσιάζεται ως θερμός υποστηρικτής της νομιμότητας και της τηρήσεως του νόμου), δεδομένου ότι ο Θηραμένης δεν τήρησε τα νόμιμα της πόλεως και παρεβίασε τους νόμους και το πολίτευμα, όχι μία αλλά δύο φορές. Πράγματι και στην εκτροπή του 411 π.Χ. αλλά κυρίως στην εγκαθίδρυση της τυραννίδος των τριάκοντα το 403 π. Χ. συνέβαλε στην ανατροπή του νομίμου πολιτεύματος, παραβιάζοντας τους νόμους του[40].
Δημοκρατία και «πολιτεία»: οι διαφορές τους
Οι διαφορές της ιστορικής δημοκρατίας από την αριστοτελική «πολιτεία» είναι πολλές. Κατ’ αρχήν η «πολιτεία» είναι η ορθή πολιτεία εν αντιθέσει προς τη δημοκρατία που είναι η ημαρτημένη, όπως ήδη ανεφέρθη. Είναι δηλαδή η πολιτεία κατά την οποία, σύμφωνα πάντα με τον Σταγειρίτη, το πλήθος ενδιαφέρεται για το κοινό συμφέρον πράγμα που δεν συμβαίνει με την δημοκρατία. Ως εκ τούτου η «πολιτεία» είναι δίκαιη και βασίζεται σε νόμους ενώ η δημοκρατία ούτε είναι δίκαιη ούτε βασίζεται σε νόμους.
Κατά δεύτερον η «πολιτεία» είναι κατά τον Σταγειρίτη μίξις ολιγαρχίας και δημοκρατίας[41], πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει τα αμιγή χαρακτηριστικά της υπαρκτής δημοκρατίας, αλλά μερικά μόνο. Πράγματι, βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας απορρίπτονται δια της αριστοτελικής μίξεως, η οποία την ακρωτηριάζει έτσι σημαντικά εις τρόπον ώστε η προκύπτουσα μεικτή «πολιτεία» να ομοιάζει περισσότερο με την ολιγαρχία παρά με την δημοκρατία. Αυτό είναι εμφανές σε δύο παραδείγματα μίξεως τα οποία παραθέτει ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Και τα δύο αναφέρονται σε συνδυασμό και ταυτοχρόνως απόρριψη στοιχείων από τα δύο πολιτεύματα. Το πρώτο αναφέρεται στην συμμετοχή στην εκκλησία και προτείνει το μέσον μεταξύ των δύο πολιτευμάτων: ενώ η δημοκρατία δεν επιβάλλει κανένα τίμημα για την συμμετοχή και η ολιγαρχία μεγάλο, στην «πολιτεία» θα επιβληθεί το μέσον μεταξύ των δύο, δηλαδή ούτε πολύ μεγάλο ούτε και πολύ μικρό[42]. Αυτό σημαίνει ότι στην «πολιτεία» αποκλείονται από την πολιτική ζωή, από την λήψη των αποφάσεων, την εκλογή των αρχών, την δικαστική και βουλευτική εξουσία σημαντικός αριθμός από τα κατώτερα οικονομικώς και κοινωνικώς στρώματα, πράγμα το οποίο αντιβαίνει προς την βασική δημοκρατική αρχή της συμμετοχής όλων των ελευθέρων στην εκκλησία. Αυτή η περιοριστική αντίληψη του Αριστοτέλη για το σώμα των πολιτών συνάδει προς άλλα χωρία των Πολιτικών, στα οποία εκφράζονται οι θεωρητικές βάσεις για τον αποκλεισμό των κατωτέρων στρωμάτων από την πολιτική ζωή, διότι αυτά υποτίθεται ότι στερούνται ικανοτήτων, αρετής και παιδείας[43].
Ο δεύτερος τρόπος μίξεως συνδυάζει –και αποκλείει ταυτοχρόνως -στοιχεία από τα δύο πολιτεύματα προκειμένου για τον καθορισμό των αρχών: ενώ στην δημοκρατία οι αρχές είναι κληρωτές και μή απο τιμήματος και στην ολιγαρχία αιρετές και απο τιμήματος, στην «πολιτεία» η μίξις επιβάλλει οι αρχές να είναι αιρετές και μή απο τιμήματος.[44] Αυτο σημαίνει ότι στην «πολιτεία» καταργείται η κλήρωσις η οποία είναι ο βασικός τρόπος αναδείξεως των αρχών στην δημοκρατία, άρα η τελευταία ακρωτηριάζεται έτσι από ένα βασικό χαρακτηριστικό της, για να ικανοποιήσει την ίδρυση της «πολιτείας». Πράγματι στην δημοκρατία η κλήρωσις είναι το βασικο μέσο αναδείξεως των ποικίλων αρχών: δια της κληρώσεως ορίζονται οι δικαστές κάθε χρόνο, οι πεντακόσιοι βουλευτές κάθε χρόνο και οι επτακόσιοι περίπου άρχοντες σε όλους τους τομείς της δημοσίας πολιτικής ζωής κάθε χρόνο.
Συνελόντι ειπείν, και με τον έναν και με τον άλλον τρόπο μίξεως ο Αριστοτέλης επιτυγχάνει μία «πολιτεία» η οποία ουδόλως θα χαρακτηριζόταν ως δημοκρατία αλλά μάλλον ως μετριοπαθής ή διευρυμένη ολιγαρχία με κύρια χαρακτηριστικά το μέσο τίμημα για την συμμετοχή στην εκκλησία, τις αιρετές αρχές μή από τιμήματος, και την διακυβέρνηση της πόλεως από ολίγους αιρετούς άρχοντες από τα ανώτερα κοινωνικο-οικονομικώς στρώματα και τους πολλούς να τους εκλέγουν και να τους ελέγχουν. Δηλαδή η αρνητική κριτική που ασκεί στην δημοκρατία και η προτίμησή του για την «πολιτεία» δεν επιτρέπει να χαρακτηρισθεί ο Αριστοτέλης ως δημοκράτης αλλά ως ένας συντηρητικός ή μετριοπαθής ολιγαρχικός.
[1] Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, Υψιλον, Αθήνα, 1991, σελ. 303-385.
[2] Καστοριάδης, «Αρχαίο ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό», Η Ανοδος της Ασημαντότητας, Υψιλον, Αθήνα, 2000, σελ. 197.
[3] “Fait et a faire”, Fait et a Faire, Seuil, Paris, 1997, σ. 22. Την άποψη αυτή του Καστοριάδη ενστερνίζονται ακρίτως και ορισμένοι νεώτεροι, όπως ο Ο. Fressart, ο οποίος γράφει ”Selon Castoriadis Aristote a donne grosso modo la theorie correcte de la democratie athenienne…n’etant pas franchement hostile a la democratie” (Droits, No 31, Paris 2000, σελ. 119)
[4] «Η ελληνικη πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του Ανθρώπου, Υψιλον, Αθήνα, 1995, σελ. 191. Βλ. επίσης «Αρχαίο ελληνικό και σύγxρονο πολιτικό φαντασιακό», Η Ανοδος της Ασημαντότητας, όπ. π., σελ. 200.
[5] Nέα Εστία, τ. 1722, Απρίλιος 2000, σ. 568
[6] Πολιτικά 3, 1287α 8.
[7] Πολιτικά 2,1274α1 κ.ε
[8] Πολιτικά (3,1279α17-21, 28-31) και Ηθ. Νικ. (8,1160α31 κ.ε.).
[9] Φανερον τοίνυν ως όσαι μεν πολιτείαι το κοινή συμφέρον σκοπούσιν, αύται μεν ορθαι τυγχάνουσιν ούσαι κατά το απλώς δίκαιον, όσαι δε το σφέτερον μόνον των αρχόντων, ημαρτημέναι και πάσαι παρεκβάσεις των ορθων πολιτειων (Πολιτ. 3, 1279α17-21).
[10] Σωστά επισημαίνει ο Καστοριάδης αυτή την, αντίθετη με την δημοκρατική αντίληψη, άποψη του Αριστοτέλη («Αρχαίο ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό», Η άνοδος της ασημαντότητας, όπ. π., σελ. 222). Την άποψη αυτη συνάγει ο Καστοριάδης από ένα άλλο χωρίο των Ηθ. Νικ. (5, 1134b13-15), το οποίο όμως το παρερμηνεύει, διότι το απομονώνει από το πλαίσιο στο οποίο ανήκει. Πράγματι το εν λόγω χωρίο (ούδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικον…) πρέπει να διαβασθεί ως συνέχεια του προηγουμένου χωρίου: Το δε δεσποτικόν δίκαιον και το πατρικόν ού ταυτόν τούτοις αλλ’ όμοιον.ου γαρ έστιν αδικία προς τα αυτού απλώς, το δέ κτήμα και το τέκνον, έως άν ή πηλίκον και χωρισθή, ώσπερ μέρος αυτού, αυτόν δ’ουδείς προαιρείται βλάπτειν. διο ουκ έστιν αδικία προς αυτόν. ουδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικόν. κατά νόμον γαρ ήν, και εν οίς επεφύκει είναι νόμος, ούτοι δ’ ήσαν οις υπάρχει ισότης του άρχειν και άρχεσθαι. Το χωρίο αυτό συνδέεται με το προηγούμενο 5, 1134α 25-30 στο οποίο ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για το δίκαιον και τα είδη του δικαίου, και εξετάζει τι είναι το πολιτικό δίκαιο : «το πολιτικό δίκαιο υπάρχει μεταξύ συμβιούντων, χάριν της αυτάρκειας ελευθέρων και ίσων, κατ’ αναλογίαν ή κατ’ αριθμόν, ανθρώπων. Ωστε σε αυτούς που δεν υπάρχει αυτό δεν υπάρχει πολιτικό δίκαιο αλλά κάποιο δίκαιο καθ’ ομοιότητα. Διότι δίκαιο υπάρχει εκεί που υπάρχει και νόμος. ο δε νόμος υπάρχει εκεί που υπάρχει αδικία». Εν συνεχεία ο Σταγειρίτης εξετάζει εάν το δεσποτικον και πατρικόν δίκαιον είναι πολιτικόν δίκαιον . Λέει λοιπόν ότι και το ένα και το άλλο δεν ταυτίζεται αλλά είναι όμοιον με το πολιτικον δίκαιον, διότι ούτε ο δεσπότης αδικει τον δούλο ούτε ο πατήρ το τέκνο αφ’ης στιγμης και ο δούλος και το τέκνο είναι κτήμα και μέρος αντιστοίχως του δεσπότου και του πατρός και κατα συνέπεια ουδεις στρέφεται κατά του κτήματος του και του μέρους του για να τους αδικήσει. Και καταλήγει ο Αριστοτέλης, στο επίμαχο χωρίο, ότι το δεσποτικόν και το πατρικόν δίκαιον δεν είναι πολιτικόν δίκαιον (ούδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικόν).
Η μετάφραση συνεπώς όλου του χωρίου 5,1134β 8-15 είναι η εξής: «το δε δεσποτικό και το πατρικό δίκαιο δεν ταυτίζονται με το πολιτικό, αλλά απλώς είναι παρόμοια με αυτό. Διότι δεν υπάρχει αδικία με την απόλυτη έννοια της λέξεως, έναντι αυτών που μας ανήκουν, όπως εν προκειμένω, έναντι του δούλου και του τέκνου. πράγματι και ο δούλος και το τέκνο, το τελευταίο μέχρι να φθάσει κάποια ηλικία, αποτελούν μέρος μας και κανείς δεν θέλει συνειδητά να βλάψει τον εαυτό του. δια τούτο δεν αδικεί κανείς τον εαυτό του. Συνεπώς εδώ δεν πρόκειται για δίκαιο ή άδικο πολιτικό. διότι αυτά εξαρτώνται από τον νόμο και αφορούν αυτούς που ζουν φυσικώς υπό τον νόμο, δηλαδή αυτούς για τους οποίους υπάρχει ισότητα του άρχειν και άρχεσθαι». Δηλαδή κατά τον Σταγειρίτη το δεσποτικό και πατρικό δίκαιο δεν είναι πολιτικό δίκαιο για τον βασικό λόγο ότι δεν υπάρχει ισότητα του άρχειν και άρχεσθαι μεταξύ δεσπότου και δούλου αφ’ενός, και μεταξύ πατρός και τέκνου αφ’ετέρου. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από την συνέχεια του εν λόγω χωρίου, όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι το δίκαιο αφορά μάλλον την γυναίκα και όχι τα τέκνα και τα κτήματα, αλλά και σε αυτή την περίπτωση πάλι δεν έχουμε πολιτικόν δίκαιον αλλά οικονομικόν (5, 1134β16-17).
Αυτή η εκδοχή ακολουθείται από τους εκδότες και μεταφραστές των Ηθικών Νικομαχείων. (J. Tricot στην έκδοση Vrin, Paris 1990, J.Voilquin, στην έκδοση GF-Flammarion, oι R.A. Gauthier και J. Y. Jolif, oι J.-A.K. Thomson και H. Tredennick, στην έκδοση Loeb κ.λ.π. Ο ίδιος ο Καστοριάδης αλλωστε δεν δηλώνει διαφωνία με τις υπάρχουσες εκδόσεις-εκδοχές του κειμένου.
Το ίδιο χωρίο (5, 1134b13-15) αναφέρει ο Καστοριάδης και στο παλαιότερο κείμενο του «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτικη …», (ΣΛ, σ. 381) για να υποστηρίξει ότι στο χωρίο αυτο υπάρχει «η ρητή καταστροφή κάθε δυνατότητας για ‘ορθολογική’ απάντηση». Αλλά και πάλι φυσικά πρόκειται περι παρερμηνείας. Eίναι περίεργο πως ο οξυδερκής και βαθύς αναλυτής των αρχαίων κειμένων υπέπεσε σε αυτή την παρερμηνεία.
[11] Και η χειρίστη από τις επιεικείς (νόμιμες). Για τον Πλάτωνα η δημοκρατία και η ολιγαρχία είναι καλές ή κακές αναλόγως του αν ακολουθούν ή όχι τους νόμους (Πλάτ., Πολιτικος 303α-β).
[12] «εκείνος μεν [ο Πλάτων] έκρινε οτι αν όλες οι πολιτείες όπως η ολιγαρχία και οι άλλες είναι επιεικείς η δημοκρατία είναι η χειρίστη ενώ αν είναι φαύλες είναι η αρίστη. εμείς όμως θεωρούμε όλες αυτές εντελώς εξημαρτημένας και δεν είναι σωστό να λέμε ότι η ολιγαρχία είναι καλύτερη από κάποια άλλη πολιτεία: είναι ολιγώτερο φαύλη» (Πολιτικά 4, 1289β 5-11.
[13] Πολιτικά 3, 1287β 39-41.
[14]Jones, “The Athenian democracy and its critics”, Athenian democracy 1989, pp.41-72
[15] ελευθερίας δε εν μεν το εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν (Πολιτ. 6, 1317β 2-3). Δύο γαρ έστιν οίς η δημοκρατία δοκεί ωρίσθαι, τω το πλείον είναι κύριον και τή ελευθερία. το μεν γαρ δίκαιον ίσον δοκεί είναι, ίσον δ’ ό τι άν δόξη τω πλήθει, τούτ’ είναι κύριον, ελεύθερον δε και ίσον το ό τι άν βούληταί τις ποιείν. ωστε ζή εν ταις τοιαύταις δημοκρατίαις έκαστος ως βούλεται, και εις ό χρήζων, ως φησιν Ευριπίδης (Πολιτικά 4, 1310α 28-34..
[16] 6,1317β 14-15: το ζήν ως βούλεται τις τούτο γαρ της ελευθερίας έργον είναι φασίν, είπερ του δούλου όντος το ζήν μή ως βούλεται. 5, 1310α 38: ελεύθερον δε (και ίσον) το ότι άν βούληταί τις ποιείν.
[17] Εν δε ταις δημοκρατίαις ταις μάλιστα είναι δοκούσαις δημοκρατικαίς τουναντίον του συμφέροντος καθέστηκεν, αίτιον δε τούτου ότι κακως ορίζονται το ελεύθερον (Πολιτ. 5, 1310α 26-28)
[18] Πολιτ. 5, 1310α 30-35: Τούτο δ’ εστί φαύλον. ου γαρ δεί οίεσθαι δουλείαν είναι το ζήν προς την πολιτείαν, αλλά σωτηρίαν.
[19] Και γάρ το δίκαιον το δημοτικόν το ίσον έχειν εστί κατά αριθμόν αλλά μή κατ’ αξίαν, τούτου δ’ όντος του δικαίου το πλήθος αναγκαίον είναι κύριον, και ό,τι άν δόξη τοις πλείοσι, τούτ’ είναι το δίκαιον ( Πολιτ. 6, 1317β 3-7).
[20] Πολιτ. 3, 1280α 10-24. και 5, 1301α 28-36.
[21] Πολιτ. 6, 1319α24-28: τα δ’ άλλα πλήθη πάντα σχεδόν, εξ ών αι λοιπαί δημοκρατίαι συνεστάσι, πολλώ φαυλότερα τούτων. ο γαρ βίος φαύλος, και ουθέν έργον μετ’ αρετής ών μεταχειρίζεται το πλήθος τό τε των βαναύσων και το των αγοραίων ανθρώπων και το θητικόν. Επίσης Πολιτ. 6, 1319β31-32: ήδιον γαρ τοις πολλοίς το ζήν ατάκτως ή το σωφρόνως. Πρβλ. Πολιτ. 7, 1328β39-1329α2.
[22] Πολιτικά 3, 1280α10-24. 5, 1301α28-36.
[23] Αθ. Πολ. 41,2. Πολιτ. 4, 1292α4-6: έτερον είδος δημοκρατίας τάλλα μεν ταυτά, κύριον δ’είναι το πλήθος και μη τον νόμον. 4, 1292α15-18: ο δ’ούν τοιούτος δήμος, άτε μόναρχος ών, ζητεί μοναρχείν δια το μή άρχεσθαι υπό νόμου, και γίνεται δεσποτικός. 4, 1292α 23-25: αίτιοι δ’εισί του είναι τα ψηφίσματα κύρια αλλά μή τους νόμους. 4, 1292α 30-32: ευλόγως δε άν δόξειεν επιτιμάν ο φάσκων την τοιαύτην είναι δημοκρατίαν ού πολιτείαν όπου γαρ μή νόμοι άρχουσιν, ούκ έστι πολιτεία. Πρβλ. 4, 1292β-1293α.
[24] 2, 1274a1κ.ε. Επίσης 3, 1279α13-15: νύν δε δια τας ωφελείας τας από των κοινών και τας εκ της αρχής βούλονται συνεχώς άρχειν. 4,1292α18-19.
[25] Αριστ. Πολιτ. 3, 1279α21-23
[26] Αριστ. Πολιτ. 3, 1279α21-23. 2, 1266α1-3: εν δε τοις νόμοις [του Πλάτωνος] είρηται τούτοις ως δέον συγκείσθαι την αρίστην πολιτείαν εκ δημοκρατίας και τυραννίδος, άς ή το παράπαν ούκ άν θείη τις πολιτείας ή χειρίστας πασών. Σημειωτέον ότι αν και η τυραννίς είναι εκ των χειρίστων πολιτειών εν τούτοις ο Αριστοτέλης προτείνει με άψογο ρεαλιστικό και απολύτως μη ηθικό τρόπο μέτρα και συμβουλές για την σωτηρία της και την διατήρησή της. Αυτό γίνεται «ψυχρά» και «θετικά» στο ενδέκατο κεφάλαιο του Πέμπτου βιβλίου των Πολιτικών, και όχι στο Εκτο βιβλίο όπως αναφέρει ο Καστοριάδης στα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, σ. 335, σημ. 24.
[27] D. Whitehead “A tale of two politeiai”, in Aristote et Athenes (ed. P. Pierart), Paris 1993, p. 25 sq. Αντίθετη άποψη έχει ο P.J.Rhodes in Aristotle The Athenian constitution, p.18.
[28] βλ. “introduction” in Aristote Constitution d’ Athenes, CUF, Paris 1985, p. XII sqv. Επίσης Kurt von Fritz – Ernst Kapp, Aristotle’s constitution of Athens and related texts, New York 1950, p. 30.
[29] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 26,1: μετά δε ταύτα συνέβαινεν ανίεσθαι μάλλον την πολιτείαν δια τους προθύμως δημαγωγούντας.
[30] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 26,2: τα μεν ούν άλλα πάντα διώκουν ουχ ομοίως και πρότερον τοις νόμοις προσέχοντες.
[31] Αριστ. Αθ. Πολ. 26,1. 28.
[32] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 28,3. 34,1.
[33] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 5-12. Στο 11 γράφει χρακτηριστικά: …σώσας την πατρίδα και τα βέλτιστα νομοθετήσας.
[34] Burdeau , "La constitution d' Athenes", in M.A. Sinaceur, Aristote aujourd’ hui, σ. 346.
[35] Ολιγαρχίαν τε γαρ καταλύσαι λίαν άκρατον ούσαν, και δουλεύοντα τον δήμον παύσαι, και δημοκρατίαν καταστήσαι την πάτριον, μείξαντα καλως την πολιτείαν. είναι γαρ την μεν Αρείω πάγω βουλήν ολιγαρχικόν, το δε τας αρχάς αιρετάς αριστοκρατικον, τα δε δικαστήρια δημοτικόν (2, 1273β 36-41).
[36] Αριστ. Πολιτικά 2, 1274α15-21.
[37] Βλ. προηγουμένως σημ. 35 και 36.
[38] H ύπαρξη της μεσαίας τάξεως αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και στην ποίηση των Θεογνιδείων, στην οποία συναντάμε την ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των ευγενών και της ανερχόμενης μεσαίας τάξεως. Για μία συζήτηση για τα προβλήματα της μεσαίας τάξεως στην εποχή του Σόλωνος βλ. Δ. Κυρτάτα, «Ιστορικές πηγές και θεωρητικά συμπεράσματα», Κατακτώντας την αρχαιότητα, Πόλις, Αθήνα, 2002, σσ. 133-147.
[39] Αριστ. Αθ. Πολτ. 28, 32, 33, 36.
[40] Εν συγκρίσει προς τον Κριτία ο Θηραμένης δύναται βεβαίως να χαρακτηρισθεί μετριοπαθής και γι αυτό και θανατώθηκε από αυτόν.
[41]Πολιτικά 4, 1293β33-34. Και όχι μίξις δημοκρατίας και αριστοκρατίας όπως αναφέρει ο Καστοριάδης («Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη…», Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, όπ. π., σ. 333, σημ. 23). Βεβαίως η ολιγαρχία είναι παρέκβαση της αριστοκρατίας αλλά ο Αριστοτέλης εδω αναφέρεται σαφώς στην ολιγαρχία.
[42] Πολιτ. 4, 1294β 1-5
[43]Ανεφέρθη ήδη στο πρώτο μέρος πιο πάνω. Βλ και Πολιτικά 6, 1319α 24-30.
[44] Πολιτ. 4, 1294β 6-13. Είναι εδεικτικο ότι ο τροπος αυτος χαρακτηρίζεται στο ίδιο χωρίο και ως αριστοκρατικος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου