Μεσαίωνας ονομάζεται η χρονική περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας που διαδέχεται την περίοδο της Αρχαιότητας και τελειώνει με την περίοδο της Αναγέννησης. Διήρκεσε περίπου 1000 χρόνια, από την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (476 μ.Χ.) και το θάνατο του Ιουστινιανού Α' (565 μ.Χ.), του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα που διαπνεόταν από το όραμα της αναβίωσης της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της παγκόσμιας κυριαρχίας της, ως και την εποχή της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453 μ.Χ.) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492 μ.Χ.) από τον Κολόμβο.
Ο Μεσαίωνας έμεινε γνωστός ως η περίοδος των Σκοτεινών Αιώνων. Επηρεασμένοι από τη σύγκριση με την περίοδο της Αναγέννησης και της έντονης καλλιέργειας των ανθρωπιστικών επιστημών, οι ιστορικοί, κυρίως της εποχής του Διαφωτισμού, χαρακτήρισαν το Μεσαίωνα περίοδο θρησκευτικού φανατισμού και οπισθοδρόμησης, μη λαμβάνοντας υπ'όψιν ότι η κατάλυση του Βυζαντίου από τους Τούρκους επέτρεψε τη μετακίνηση των διανοούμενων της Κωνσταντινούπολης στις πόλεις της Ιταλίας με αποτέλεσμα την Ιταλική Αναγέννηση.
Κατά το Μεσαίωνα, οπωσδήποτε η επιρροή της εκκλησίας στην κοινωνική και προσωπική ζωή των ανθρώπων μεγιστοποιείται, ωστόσο οι θρησκευτικοί άρχοντες μένουν πάντοτε υποτελείς της κοσμικής εξουσίας. Στο ελληνόφωνο ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Αυτοκράτορας είναι και ο ηγέτης της θρησκείας, ενώ μετά το 800 μ.Χ. και ο Καρλομάγνος προσεταιρίστηκε αυτή την εξουσία, αναγνωρίζοντας όμως το πρωτείο του Πάπα με αντίτιμο την προσωνυμία του "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων". Την περίοδο του Μεσαίωνα, η Βυζαντινή παιδεία στηρίζεται κατά κόρον στα Αρχαιοελληνικά ιδεώδη, με σχολές όπως των Αθηνών (φιλοσοφία), Εφέσου (ιατρική) και φυσικά της Κωνσταντινουπόλεως.
Το Δυτικό κομμάτι της τεράστιας Αυτοκρατορίας, την περίοδο αυτή είχε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και δεν την απασχολούσε σοβαρά η μόρφωση των υπηκόων. Ο Μεσαίωνας είχε χαρακτήρα θεοκρατικό, αλλά ταυτόχρονα παρατηρούνται ζυμώσεις, που οδήγησαν στη δημιουργία των νεότερων εθνικών σχηματισμών και ιδεολογιών.
Τα γεγονότα που σημάδεψαν αυτήν την περίοδο ήταν η άνοδος της δύναμης της παπικής εκκλησίας στη δυτική Ευρώπη, η διατήρηση για περίπου 1000 χρόνια του ανατολικού μέρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η άνοδος και η κυριαρχία του Ισλάμ στον χώρο της Μέσης Ανατολής, η δημιουργία των προγόνων των σημερινών κρατών, καθώς και οι Σταυροφορίες, που σηματοδότησαν σφοδρή πάλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η πρότερη Ρωμαική Ειρήνη (Pax Romana), με τις ευεργετικές της συνέπειες για ασφαλές εμπόριο και ακμάζουσα βιοτεχνία, το σύστημα ενιαίας εκπαίδευσης και πολιτιστικής παραγωγής, άρχισε να παρακμάζει στο τέλος του 5ου αιώνα, όταν εντάθηκαν οι εισβολές γερμανικών και άλλων λαών στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Έτσι κατέστη τελείως ανασφαλές να μετακινούνται αγαθά και εμπορεύματα σε μακρινές περιοχές. Μεγάλες βιοτεχνίες που εξαρτώνταν στο εμπόριο, όπως η βιoτεχνία κεραμικών, εξαφανίστηκαν (για παράδειγμα στη Βρετανία). Οι ισλαμικές επιδρομές του 7ου και 8ου αιώνα, οπότε κατακτήθηκαν η Σικελία, η Βόρεια Αφρική, η Αίγυπτος, η Ισπανία και η Πορτογαλία, έκαναν το θαλάσσιο εμπόριο επίσης αβέβαιο.
Την περίοδο εκείνη επίσης οι επίσκοποι διαδραμάτιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση εξαιτίας της δύναμης που τους έδινε το γεγονός ότι ήξεραν γραφή και ανάγνωση. Πάντως υπήρχαν στην Ευρώπη πολλοί λαοί που δεν είχαν κανένα δεσμό ούτε με τη Ρωμαϊκή κληρονομιά ούτε με τον χριστιανισμό. Πολεμικές φυλές όπως οι Αβάροι ή οι Βίκινγκ μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στις κοινωνίες της Ευρώπης που τώρα αναπτύσσοταν.
Τα πρώιμα χρόνια της μεσαιωνικής περιόδου παρουσιάστηκε στη δύση μία τάση μοναχισμού. Κύρια αιτία του μοναχισμού ήταν η εκκοσμίκευση (δηλαδη, η απόδοση κοσμικού χαρακτήρα στη θρησκευτικη ζωη). Με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι χριστιανοι να καταφεύγουν στο μοναχισμό με σκοπό την πλήρη αφοσίωση στο Θεό. Και παρόλο που η τάση αυτή της απομόνωσης από τα εγκόσμια και της προσήλωσης στην πνευματική ανάταση παρατηρείται από άτομα διαφόρων πολιτισμικών προτιμήσεων, οι ρίζες του ευρωπαϊκού μοναχισμού ξεκινάνε από τις ερήμους της Αιγύπτου και της Συρίας. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Άγιος Παχώμιος πρωτοπόρησε με τη δημιουργία κοινοβίων, τύπος μοναχισμού όπου η πνευματική ανάταση έρχεται μέσα από την ομαδική συμβίωση μιας ομάδας αποκομμένης από την υπόλοιπη κοινωνία. Τα ιδανικά του μοναχισμού εξαπλώθηκαν κατά τη διάρκεια του 5ου και 6ου αιώνα από την Αίγυπτο στην δυτική Ευρώπη μέσα από αγιογραφική λογοτεχνία όπως π.χ. την αγιογραφία του Αγίου Αντωνίου.
Ο Άγιος Βενέδικτος έγραψε τον 6ο αιώνα τον κανονισμό του δυτικού μοναχισμού, καταγράφοντας τις διοικητικές και πνευματικές ευθύνες που έχει μια κοινότητα μοναχών που δρα κάτω από την καθοδήγηση ενός ηγούμενου. Ο κανονισμός αυτός έγινε γρήγορα αποδεκτός και σιγά σιγά τέτοιες κοινότητες μοναχών αντικατέστησαν τα κοινόβια. Μοναχοί και μοναστήρια είχαν βαθιά επίδραση στην θρησκευτική και πολιτική ζωή του Μεσαίωνα και σε πολλές περιπτώσεις δρούσαν ως φύλακες της γης πλουσίων οικογενειών, ως κέντρα προπαγάνδας και στήριξης της βασιλείας σε νεοκατακτακτηθείσες περιοχές, ως κέντρα προσυλητισμού και αποστολών. Επίσης ήταν προπύργια μόρφωσης και εκπαίδευσης.
Οι χωροδεσπότες είχαν συγκεντρωμένα στα χέρια τους δικαιώματα για να επιβάλλουν φόρους και να δικάζουν τους υποτελείς τους.[2] Ολόκληρη η κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα βρισκόταν περιορισμένη στο χώρο. Οι χωρικοί ήταν προσδεμένοι στο κτήμα του φεουδάρχη, χωρίς δυνατότητες αντίληψης των πραγμάτων πέρα από την καθημερινότητα του φέουδου και τις υποχρεώσεις του σε αυτό.[3] Η ισχνή παραγωγή ανήκε κατά μεγάλο μέρος στο χωροδεσπότη και μόλις αρκούσε να θρέψει τον πληθυσμό.[4]
Το αγροτικό πλεόνασμα μπορούσε να διατεθεί για την αγορά εμπορικών προϊόντων και ένα δίκτυο εμπορικών δρόμων αναπτύχθηκε μεταξύ πόλεων. Εκεί άρχισαν να ακμάζουν οι άνθρωποι που ασχολούνταν με το εμπόριο και ανερχόμενοι ανέλαβαν μέρος της διακυβέρνησης.[8] Κάποιες πόλεις άκμασαν ιδιαίτερα, όπως η Φλάνδρα κέντρο της βιοτεχνίας και του μεγάλου διεθνούς εμπορίου.[9] Η Γένοβα και περισσότερο η Βενετία διέπρεψαν στο θαλάσσιο εμπόριο, και άλλες ιταλικές πόλεις ανέπτυξαν βιομηχανία. Μια από τις αιτίες που έφεραν ευημερία στη Φλωρεντία ήταν οι τραπεζικές δραστηριότητες.[10] Η εμπορική δραστηριότητα έφερε κοντά ομάδες ανθρώπων με κοινά συμφέροντα αλλά και πόλεις ολόκληρες. Έτσι δίπλα στους συνεταιρισμούς εμπόρων, βλέπουμε συνασπισμούς πόλεων όπως η Χανσεατική Ένωση στη Βαλτική.[11]
Οι παραπάνω συμφορές προκάλεσαν μια μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο στις πόλεις όπου υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Εκεί, ειδικά στις πόλεις που ήταν σταυροδρόμια εμπορικών οδών, οι νέοι κάτοικοι είχαν μεγαλύτερες επαγγελματικές δυνατότητες.
Η ανασφάλεια που προκάλεσαν οι συμφορές, προκάλεσαν μια άνοδο τόσο του θρησκευτικού αισθήματος όσο και του μυστικισμού. Η πίστη στη μαγεία, στα θαύματα και τη σημασία των ιερών λειψάνων αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο μετά το 12ο αιώνα.[15] Το άγχος που προκαλούσε η διαφορετικότητα, οδήγησε στη συστηματική καταδίκη των Εβραίων, των λεπρών και άλλων περιθωριακών ομάδων.[16]
Το κύρος που απολάμβανε η Εκκλησία στο μεγαλύτερο μέρος του Μεσαίωνα, μπήκε σε καθοδική πορεία από την αρχή του 14ου αιώνα. Η «αιχμαλωσία» του Πάπα στην Αβινιόν, η χειραγώγησή του από το Γάλλο βασιλιά και το Μεγάλο Σχίσμα της καθολικής εκκλησίας που έλαβε πολιτικές διαστάσεις, αποδυνάμωσαν το θεσμό έναντι των μοναρχικών κρατών.[17] Έτσι, οι εθνικές μοναρχίες σταδιακά χαλάρωσαν τους δεσμούς τους με τον Πάπα και ανάλαβαν οι ίδιες τον έλεγχο του κλήρου, και την επιβολή φορολογίας σε αυτόν.[18] Γενικότερα, και η κακή στάση του κλήρου έναντι του ποιμνίου του, το απομάκρυνε από το λειτουργικό τυπικό και διευκόλυνε την άσκηση κριτικής κατά του Πάπα και της εκκλησίας και την εμφάνιση νέων δογμάτων και αιρέσεων.[19]
Ο Μεσαίωνας έμεινε γνωστός ως η περίοδος των Σκοτεινών Αιώνων. Επηρεασμένοι από τη σύγκριση με την περίοδο της Αναγέννησης και της έντονης καλλιέργειας των ανθρωπιστικών επιστημών, οι ιστορικοί, κυρίως της εποχής του Διαφωτισμού, χαρακτήρισαν το Μεσαίωνα περίοδο θρησκευτικού φανατισμού και οπισθοδρόμησης, μη λαμβάνοντας υπ'όψιν ότι η κατάλυση του Βυζαντίου από τους Τούρκους επέτρεψε τη μετακίνηση των διανοούμενων της Κωνσταντινούπολης στις πόλεις της Ιταλίας με αποτέλεσμα την Ιταλική Αναγέννηση.
Κατά το Μεσαίωνα, οπωσδήποτε η επιρροή της εκκλησίας στην κοινωνική και προσωπική ζωή των ανθρώπων μεγιστοποιείται, ωστόσο οι θρησκευτικοί άρχοντες μένουν πάντοτε υποτελείς της κοσμικής εξουσίας. Στο ελληνόφωνο ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Αυτοκράτορας είναι και ο ηγέτης της θρησκείας, ενώ μετά το 800 μ.Χ. και ο Καρλομάγνος προσεταιρίστηκε αυτή την εξουσία, αναγνωρίζοντας όμως το πρωτείο του Πάπα με αντίτιμο την προσωνυμία του "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων". Την περίοδο του Μεσαίωνα, η Βυζαντινή παιδεία στηρίζεται κατά κόρον στα Αρχαιοελληνικά ιδεώδη, με σχολές όπως των Αθηνών (φιλοσοφία), Εφέσου (ιατρική) και φυσικά της Κωνσταντινουπόλεως.
Το Δυτικό κομμάτι της τεράστιας Αυτοκρατορίας, την περίοδο αυτή είχε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και δεν την απασχολούσε σοβαρά η μόρφωση των υπηκόων. Ο Μεσαίωνας είχε χαρακτήρα θεοκρατικό, αλλά ταυτόχρονα παρατηρούνται ζυμώσεις, που οδήγησαν στη δημιουργία των νεότερων εθνικών σχηματισμών και ιδεολογιών.
Τα γεγονότα που σημάδεψαν αυτήν την περίοδο ήταν η άνοδος της δύναμης της παπικής εκκλησίας στη δυτική Ευρώπη, η διατήρηση για περίπου 1000 χρόνια του ανατολικού μέρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η άνοδος και η κυριαρχία του Ισλάμ στον χώρο της Μέσης Ανατολής, η δημιουργία των προγόνων των σημερινών κρατών, καθώς και οι Σταυροφορίες, που σηματοδότησαν σφοδρή πάλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Πίνακας περιεχομένων[Απόκρυψη] |
Πρώιμος Μεσαίωνας [Επεξεργασία]
Καθώς η πολιτική δύναμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μειωνόταν συνεχώς στην Δυτική Ευρώπη μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ., οι περιοχές της Δυτικής Ευρώπης άρχισαν να κατοικούνται από φυλές λαών που πρωτοεμφανίζονταν στο προσκήνιο: Ούνοι, Γότθοι, Βάνδαλοι, Σάξονες, Άβαροι. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι το ανατολικό κομμάτι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέχιζε να υπάρχει. Οι κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θεωρούσαν εαυτούς συνεχιστές της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ιδέας. Άλλωστε ο ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε μεταφέρει το 330 μ.Χ. την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Η περίοδος αυτή, που χαρακτηρίστηκε από συχνές μετακινήσεις φυλετικών ομάδων, ονομάστηκε Εποχή των Μετακινήσεων.Η πρότερη Ρωμαική Ειρήνη (Pax Romana), με τις ευεργετικές της συνέπειες για ασφαλές εμπόριο και ακμάζουσα βιοτεχνία, το σύστημα ενιαίας εκπαίδευσης και πολιτιστικής παραγωγής, άρχισε να παρακμάζει στο τέλος του 5ου αιώνα, όταν εντάθηκαν οι εισβολές γερμανικών και άλλων λαών στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Έτσι κατέστη τελείως ανασφαλές να μετακινούνται αγαθά και εμπορεύματα σε μακρινές περιοχές. Μεγάλες βιοτεχνίες που εξαρτώνταν στο εμπόριο, όπως η βιoτεχνία κεραμικών, εξαφανίστηκαν (για παράδειγμα στη Βρετανία). Οι ισλαμικές επιδρομές του 7ου και 8ου αιώνα, οπότε κατακτήθηκαν η Σικελία, η Βόρεια Αφρική, η Αίγυπτος, η Ισπανία και η Πορτογαλία, έκαναν το θαλάσσιο εμπόριο επίσης αβέβαιο.
Μια νέα τάξη [Επεξεργασία]
Μέχρι τώρα μιλούσαμε για μεταναστεύσεις βαρβαρικών λαών, οι οποίες έφεραν το τέλος στη λαμπρή Ρωμαική Αυτοκρατορία. Οι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι αυτό παρουσιάζει μια ελλιπή εικόνα μιας μεγάλης μεταναστευτικής κίνησης. Λαοί, όπως οι Γότθοι, οι Ούνοι, οι Φράγκοι κ.α., υπήρξαν μερικές φορές σύμμαχοι της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, άλλοτε κατακτούσαν αυτοκρατορικά εδάφη, άλλοτε, ωστόσο, οικειώνονταν το ρωμαϊκό πολιτισμό. Σταδιακά, όμως, η Ρωμαική Αυτοκρατορία, κυρίως το δυτικό τμήμα της, μίκραινε εδαφικά και έχανε την αίγλη που κάποτε είχε. Επιπλέον, η επικράτηση του Χριστιανισμού, ακόμη και στους λαούς-εισβολείς, μετάλλαξε το θρησκευτικό χαρακτήρα της παγανιστικής αυτοκρατορίας. Από τον 5ο ως τον 8ο αιώνα νέα τάξη δημιουργήθηκε στις κατακτημένες περιοχές του δυτικού μέρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Οστρογότθοι εγκαταστάθηκαν στην Ιταλική χερσόνησο, οι Βησιγότθοι στην Ιβηρική, οι Σάξονες, οι Ιούτοι και οι Άγγλοι στην Βρετανία, οι Βάνδαλοι στη Βόρεια Αφρική και οι Φράγκοι στην Γαλλία.Εκκλησία και μοναστήρια [Επεξεργασία]
Η Καθολική Εκκλησία ασκούσε κατά τον Μεσαίωνα καταλυτική επιρροή σε θέματα κουλτούρας και πολιτισμού. Διατήρησε την σύνδεση με τη Λατινική γλώσσα, την τέχνη της γραφής και είχε μια κεντρική διοίκηση που παρακολουθούσε ένα δίκτυο επίσκοπων. Κάποιες περιοχές που κατοικούνταν από Καθολικούς κατακτήθηκαν από Άρειες φυλές και αυτό δημιούργησε προστριβές έντονες μεταξύ Άρειων αρχηγών και Καθολικού κλήρου. Ο Κλόβις ο πρώτoς των Φράγκων αποτελεί ένα ευρέως γνωστό παράδειγμα βαρβάρου βασιλιά που επέλεξε τον καθολικισμό αντί του αρειανισμού. Η επιλογή αυτή ένα καθοριστικό σημείο για τις Φράγκικες φυλές της Γαλατίας.Την περίοδο εκείνη επίσης οι επίσκοποι διαδραμάτιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση εξαιτίας της δύναμης που τους έδινε το γεγονός ότι ήξεραν γραφή και ανάγνωση. Πάντως υπήρχαν στην Ευρώπη πολλοί λαοί που δεν είχαν κανένα δεσμό ούτε με τη Ρωμαϊκή κληρονομιά ούτε με τον χριστιανισμό. Πολεμικές φυλές όπως οι Αβάροι ή οι Βίκινγκ μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στις κοινωνίες της Ευρώπης που τώρα αναπτύσσοταν.
Τα πρώιμα χρόνια της μεσαιωνικής περιόδου παρουσιάστηκε στη δύση μία τάση μοναχισμού. Κύρια αιτία του μοναχισμού ήταν η εκκοσμίκευση (δηλαδη, η απόδοση κοσμικού χαρακτήρα στη θρησκευτικη ζωη). Με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι χριστιανοι να καταφεύγουν στο μοναχισμό με σκοπό την πλήρη αφοσίωση στο Θεό. Και παρόλο που η τάση αυτή της απομόνωσης από τα εγκόσμια και της προσήλωσης στην πνευματική ανάταση παρατηρείται από άτομα διαφόρων πολιτισμικών προτιμήσεων, οι ρίζες του ευρωπαϊκού μοναχισμού ξεκινάνε από τις ερήμους της Αιγύπτου και της Συρίας. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Άγιος Παχώμιος πρωτοπόρησε με τη δημιουργία κοινοβίων, τύπος μοναχισμού όπου η πνευματική ανάταση έρχεται μέσα από την ομαδική συμβίωση μιας ομάδας αποκομμένης από την υπόλοιπη κοινωνία. Τα ιδανικά του μοναχισμού εξαπλώθηκαν κατά τη διάρκεια του 5ου και 6ου αιώνα από την Αίγυπτο στην δυτική Ευρώπη μέσα από αγιογραφική λογοτεχνία όπως π.χ. την αγιογραφία του Αγίου Αντωνίου.
Ο Άγιος Βενέδικτος έγραψε τον 6ο αιώνα τον κανονισμό του δυτικού μοναχισμού, καταγράφοντας τις διοικητικές και πνευματικές ευθύνες που έχει μια κοινότητα μοναχών που δρα κάτω από την καθοδήγηση ενός ηγούμενου. Ο κανονισμός αυτός έγινε γρήγορα αποδεκτός και σιγά σιγά τέτοιες κοινότητες μοναχών αντικατέστησαν τα κοινόβια. Μοναχοί και μοναστήρια είχαν βαθιά επίδραση στην θρησκευτική και πολιτική ζωή του Μεσαίωνα και σε πολλές περιπτώσεις δρούσαν ως φύλακες της γης πλουσίων οικογενειών, ως κέντρα προπαγάνδας και στήριξης της βασιλείας σε νεοκατακτακτηθείσες περιοχές, ως κέντρα προσυλητισμού και αποστολών. Επίσης ήταν προπύργια μόρφωσης και εκπαίδευσης.
Πολιτική και κοινωνική οργάνωση [Επεξεργασία]
Ο Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται από ένα αποκεντρωμένο σύστημα διακυβέρνησης, τον φεουδαλισμό. Μια αλληλουχία υποτέλειας και υποχρεώσεων μεταξύ των ηγεμόνων και των χωροδεσποτών (φεουδάρχες), και αυτών με τους δουλοπαροίκους τους ή τους εργάτες που καλλιεργούν τη γη του φέουδου. Κατά συνέπεια ήταν μια πυραμιδοειδής δομή, όπου ο ηγεμόνας είχε περιορισμένες δυνατότητες και βασίζονταν στην ανταπόκριση των φεουδαρχών στις υποχρεώσεις τους, για να συγκεντρώσει δυνάμεις για να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα και μετά αυτές οι δυνάμεις διαλύονταν για να επιστρέψουν στη διάθεση του τοπικού χωροδεσπότη – την καλλιέργεια της γης.[1]Οι χωροδεσπότες είχαν συγκεντρωμένα στα χέρια τους δικαιώματα για να επιβάλλουν φόρους και να δικάζουν τους υποτελείς τους.[2] Ολόκληρη η κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα βρισκόταν περιορισμένη στο χώρο. Οι χωρικοί ήταν προσδεμένοι στο κτήμα του φεουδάρχη, χωρίς δυνατότητες αντίληψης των πραγμάτων πέρα από την καθημερινότητα του φέουδου και τις υποχρεώσεις του σε αυτό.[3] Η ισχνή παραγωγή ανήκε κατά μεγάλο μέρος στο χωροδεσπότη και μόλις αρκούσε να θρέψει τον πληθυσμό.[4]
Μέσος Μεσαίωνας [Επεξεργασία]
Κατά την κύρια περίοδο του Μεσαίωνα μια σειρά από βελτιώσεις της αγροτικής και βιοτεχνικής τεχνολογίας και πρακτικής, όπως η εφαρμογή της τριετούς αμειψισποράς και η χρήση νέου άροτρου,[5] η εκτεταμένη χρήση νερόμυλων και αργαλειών, προκάλεσαν μια αύξηση της παραγωγής. Σταδιακά, η παραγωγή που πλεόναζε μπορούσε να πουληθεί έναντι χρημάτων, αντί της ανταλλαγής που συνηθιζόταν παλιότερα. Ο εκχρηματισμός των συναλλαγών, βοήθησε στην αντικατάσταση υποχρεώσεων με χρήματα, και στην ελεύθερη μεταβίβαση κτημάτων.[6] Η απώθηση του Ισλάμ από την Ευρώπη, η δημογραφική ανάπτυξη, η αύξηση της παραγωγής με συνέπεια την ύπαρξη πλεονάσματος και η υιοθέτηση νέων χρηματοπιστωτικών τεχνικών, έθεσαν τις βάσεις για μια εμπορική επανάσταση.[7]Το αγροτικό πλεόνασμα μπορούσε να διατεθεί για την αγορά εμπορικών προϊόντων και ένα δίκτυο εμπορικών δρόμων αναπτύχθηκε μεταξύ πόλεων. Εκεί άρχισαν να ακμάζουν οι άνθρωποι που ασχολούνταν με το εμπόριο και ανερχόμενοι ανέλαβαν μέρος της διακυβέρνησης.[8] Κάποιες πόλεις άκμασαν ιδιαίτερα, όπως η Φλάνδρα κέντρο της βιοτεχνίας και του μεγάλου διεθνούς εμπορίου.[9] Η Γένοβα και περισσότερο η Βενετία διέπρεψαν στο θαλάσσιο εμπόριο, και άλλες ιταλικές πόλεις ανέπτυξαν βιομηχανία. Μια από τις αιτίες που έφεραν ευημερία στη Φλωρεντία ήταν οι τραπεζικές δραστηριότητες.[10] Η εμπορική δραστηριότητα έφερε κοντά ομάδες ανθρώπων με κοινά συμφέροντα αλλά και πόλεις ολόκληρες. Έτσι δίπλα στους συνεταιρισμούς εμπόρων, βλέπουμε συνασπισμούς πόλεων όπως η Χανσεατική Ένωση στη Βαλτική.[11]
Ύστερος Μεσαίωνας [Επεξεργασία]
Στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα, η Ευρώπη ήρθε αντιμέτωπη με το συνδυασμό δύο μεγάλων συμφορών. Η πρώτη συμφορά ήταν η επιδημία πανώλης που με ταχύτατη εξάπλωση προκάλεσε το θάνατο μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Επιπρόσθετα, οι κινήσεις φυγής από τις μολυσμένες περιοχές και η εξόντωση του πληθυσμού, προκάλεσαν την ερημοποίηση των αγροτικών περιοχών, άφησαν πολλές εκτάσεις ακαλλιέργητες με αποτέλεσμα την εμφάνιση έλλειψης τροφίμων. Ο λοιμός που προκλήθηκε δημιούργησε επιπλέον θύματα ο ίδιος, αλλά και ενίσχυσε την εξάπλωση της πανώλης στον αδύναμο και πεινασμένο πληθυσμό.[12] Από τη συμφορά της πανώλης ελάχιστες περιοχές έμειναν αλώβητες. Σε κάποιες ο θάνατος έπληξε το ένα τρίτο ή ένα τέταρτο του πληθυσμού.[13] Πολεμικές συγκρούσεις πολυάριθμων επαγγελματικών στρατών με κυριότερη τον Εκατονταετή Πόλεμο, επίσης έπληξαν τις αγροτικές περιοχές. Οι απλήρωτοι στρατιώτες μετατρέπονταν σε συμμορίες που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.[14]Οι παραπάνω συμφορές προκάλεσαν μια μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο στις πόλεις όπου υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Εκεί, ειδικά στις πόλεις που ήταν σταυροδρόμια εμπορικών οδών, οι νέοι κάτοικοι είχαν μεγαλύτερες επαγγελματικές δυνατότητες.
Η ανασφάλεια που προκάλεσαν οι συμφορές, προκάλεσαν μια άνοδο τόσο του θρησκευτικού αισθήματος όσο και του μυστικισμού. Η πίστη στη μαγεία, στα θαύματα και τη σημασία των ιερών λειψάνων αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο μετά το 12ο αιώνα.[15] Το άγχος που προκαλούσε η διαφορετικότητα, οδήγησε στη συστηματική καταδίκη των Εβραίων, των λεπρών και άλλων περιθωριακών ομάδων.[16]
Το κύρος που απολάμβανε η Εκκλησία στο μεγαλύτερο μέρος του Μεσαίωνα, μπήκε σε καθοδική πορεία από την αρχή του 14ου αιώνα. Η «αιχμαλωσία» του Πάπα στην Αβινιόν, η χειραγώγησή του από το Γάλλο βασιλιά και το Μεγάλο Σχίσμα της καθολικής εκκλησίας που έλαβε πολιτικές διαστάσεις, αποδυνάμωσαν το θεσμό έναντι των μοναρχικών κρατών.[17] Έτσι, οι εθνικές μοναρχίες σταδιακά χαλάρωσαν τους δεσμούς τους με τον Πάπα και ανάλαβαν οι ίδιες τον έλεγχο του κλήρου, και την επιβολή φορολογίας σε αυτόν.[18] Γενικότερα, και η κακή στάση του κλήρου έναντι του ποιμνίου του, το απομάκρυνε από το λειτουργικό τυπικό και διευκόλυνε την άσκηση κριτικής κατά του Πάπα και της εκκλησίας και την εμφάνιση νέων δογμάτων και αιρέσεων.[19]
Δείτε επίσης [Επεξεργασία]
Παραπομπές [Επεξεργασία]
- ↑ Κώστας Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, α’ τόμος, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999, σ. 72.
- ↑ Ρίκα Μπενβενίστε, Από τους Βαρβάρους στους Μοντέρνους, Πόλις, Αθήνα, 2007, σ. 143.
- ↑ Jean-Francois Bergier, «Από τη διοικητική περιφέρεια στο έθνος», Ελένη Αρβελέρ - Maurice Aymard, Οι Ευρωπαίοι, α’ τόμος, Εκδόσεις Σαββάλας, σ. 325.
- ↑ Serge Berstein – Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης, α’ τόμος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1998, σ. 118.
- ↑ Aleksander Gieysztor, «Ύπαιθρος και πόλη, κοινωνίες και κράτη», Ελένη Αρβελέρ - Maurice Aymard, Οι Ευρωπαίοι, α’ τόμος, σ. 291.
- ↑ Gieysztor, ο.π., σ. 297.
- ↑ Μπενβενίστε, ο.π., σ. 237.
- ↑ Μπενβενίστε, ο.π., σ. 238.
- ↑ Μπενβενίστε, ο.π., σ. 245.
- ↑ Μπενβενίστε, ο.π., σ. 250.
- ↑ Μπενβενίστε, ο.π., σ. 319.
- ↑ Ράπτης, ο.π., σ. 111.
- ↑ David Nicholas, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2007, σ. 576.
- ↑ Ράπτης, ο.π., σ. 112.
- ↑ Μπενβενίστε, ο.π., σ. 205-207.
- ↑ Μπενβενίστε, ο.π., σ. 221.
- ↑ Ράπτης, ο.π., σ. 115.
- ↑ Berstein-Milza, ο.π., σ. 248.
- ↑ Ράπτης, ο.π., σ. 114.
Βιβλιογραφία [Επεξεργασία]
- Μπενβενίστε Ρίκα, Από τους Βαρβάρους στους Μοντέρνους - Κοινωνική ιστορία και ιστοριογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Δύσης, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2007, ISBN 978-960-435-112-1
- Ράπτης Κώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, α’ τόμος, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999, ISBN 960-538-079-x
- Bergier Jean-Francois, «Από τη διοικητική περιφέρεια στο έθνος», Αρβελέρ Ελένη – Aymard Maurice, Οι Ευρωπαίοι, μετάφρ. Πάρης Μπουρλάκης, α’ τόμος, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2003, ISBN 960-460-983-1
- Berstein Serge – Milza Pierre, Ιστορία της Ευρώπης, μετάφρ. Αναστάσιος Δημητρακόπουλος, α’ τόμος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1998, ISBN 960-221-142-3
- Gieysztor Aleksander, «Ύπαιθρος και πόλη, κοινωνίες και κράτη», Αρβελέρ Ελένη – Aymard Maurice, Οι Ευρωπαίοι, μετάφρ. Πάρης Μπουρλάκης, α’ τόμος, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2003, ISBN 960-460-983-1
- Nicholas David, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου, μετάφρ. Μαριάννα Τζιαντζή, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2007, ISBN 960-250-166-9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου