Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΤΣΑΪΝΗΣ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Απολογία Σωκράτους

ΕΜΜΕΤΡΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ο Σωκράτης απολογείται προς τους δικαστές (προσφωνώντας τους «ω άνδρες Αθηναίοι»), για την μήνυση που υπέβαλαν εναντίον του ο Μέλητος, ο Άνυτος και ο Λυκων, κατηγορώντας τον ότι:
1) «εισάγει καινά δαιμόνια» και
2) με την διδασκαλία του διαφθείρει τους νέους.


17a1-18a6
Με πειστικότητα πολλή οι τρεις κατήγοροί μου
Μέλητος, Λύκων, Άνυτος ζητούν την ενοχή μου·
και λίγο να με πείσουνε κι εμένα αυτοί «οι γενναίοι»
πως είμαι όντως ένοχος! ω άνδρες Αθηναίοι,

Λόγια σταράτα και απλά, καθόλου στολισμένα
με σχήματα ρητορικά κι ωραιοποιημένα,
αυτά και πάλι θα σας πω, όπως στην αγορά,
γιατί στο δικαστήριο για πρώτη μου φορά
στα εβδομήντα έρχομαι κι όχι από συνήθεια
μονάχα για το δίκαιο να πω και την αλήθεια.

18a7-20c4
Μα, την απολογία μου, πρέπει να προσπαθήσω
απ’  τις παλιές διαβολές κι απ’  τα παλιά ν’  αρχίσω·
τότε που είσαστε παιδιά κι ακούγατε για μένα
πως ψάχνω όσα βρίσκονται κάτω απ’  τη γη κρυμμένα
κι αναζητώ μετέωρα κατά Αριστοφάνη
που τον Σωκράτη να πετά κι όλο στροφές να κάνει,
δείχνει στην κωμωδία του, να λέει φλυαρίες,
γι αυτό και πρώτιστα ζητώ, δικές σας μαρτυρίες,
ότι δεν ασχολήθηκα με τέτοια εγώ ποτέ μου
καθώς πολλοί υπήρξατε κάποτε ακροαταί μου.

20c5-21a10
Όμως γιατί μου κόλλησαν το όνομα σοφός;
θα εξηγήσω άμεσα, ευθέως και σαφώς
και το θεο σαν μάρτυρα θα φέρω των Δελφών
που κάποτε επισκέφθηκε ο φίλος Χαιρεφών
και το μαντείο ρώτησε και ζήτησε να μάθει
ποιός είναι απ’  όλους πιο σοφός, μέσα στης γης τα βάθη;
Και η Πυθία απάντησε και έδωσε χρησμόν:
Σωκράτης ο σοφότερος εξ όλων των σοφών.

21b1-21e3
Σαν έμαθα για το χρησμό, βρισκόμουν σ’  απορία
κι ότι δεν ήμουνα σοφός ζητούσα ευκαιρία,
να αποδείξω στο χρησμό, να!!! ο πολιτικός·
αυτός είναι σοφότερος και πιο σημαντικός.
Κι ενώ απ’  όλους πιο σοφός αυτός εθεωρείτο,
έκλπηξη ένοιωσα γιατί, νόμιζε μα δεν ήτο.
Κι αφού το ήξερα καλά ότι σοφός δεν είμαι
όπως κι αυτός δεν ήτανε, μα νόμιζε πως είναι,
σκέφτηκα πως σοφότερος, είμαι και όχι αυτός,
κι έτσι αμέσως έγινα σε όλους μισητός.

21e4 -22c8
Μετά άρχισα να συναντώ πρεσβύτερο η νέο
που νόμιζε πως ήξερε κάτι πολύ σπουδαίο
και ποιητές τραγωδιών αλλά και διθυράμβων
και συζητήσεις γίνονταν προ οπαδών εκθάμβων
που βλέπουν πως οι ποιηταί χωρίς καμμιά σοφία
αλλά από κάποια έμπνευση και κάποια εμπειρία
γράφουν χωρίς να ξέρουνε τίποτα από όσο εφάνη
κι όμως συχνά βραβεύονται με δάφνινο στεφάνι.

Απελπισμένος στράφηκα και προς τους χειροτέχνες
σοφία ελπίζοντας να βρω σ’ αυτούς που ξέρουν τέχνες.
Κι ήτανε πράγματι σοφοί στην όποια τέχνη είχαν
νόμιζαν όμως και αυτοί πως όλα τα κατείχαν.
Σκέφτηκα τότε και τους δυο· και το χρησμό κι εμένα·
τι ήταν πιο ωφέλιμο; τα ‘χα κι εγώ χαμένα·
σοφός με τη σοφία τους και την αμάθειά τους;
η τίποτε από τα δυο κι ας πάνε στη δουλειά τους;

22c9-22e5
Διαβολές προκλήθηκαν, σοφός πως είμαι δήθεν
και μίση και εχθρότητες, εδώθεν και εκείθεν·
μα στην πραγματικότητα, μοναδικός σοφός
αυτό μας λέει κι ο χρησμός, πως είναι ο θεός.
Και του Σωκράτη το όνομα παράδειγμα έχει φέρει
και θέλει ίσως να μας πει, ότι κανείς δεν ξέρει·
μονάχα αυτός κατάλαβε, πως ως προς τη σοφία
η γνώση η ανθρώπινη, καμμιά δεν έχει αξία.

22e6-23c1
Και τώρα ακόμη ερευνώ, όποιον σοφός φαντάζει
ξένος ή συμπολίτης μας καθόλου δεν με νοιάζει·
κι υπηρετώντας του θεού το θέλημα μονάχα
εάν δεν είναι προσπαθώ να του το δείξω τάχα.
Μ’  αυτή την ασχολία μου ως είναι φυσικό
δεν έκανα στην πόλη μου κάτι σημαντικό,
ούτε στην οικογένεια· βρίσκομαι σε πενία·
και όλα αυτά οφείλονται στη θεϊκή λατρεία.

23c2-24b1
Οι νέοι που μ’  ακολουθούν συνήθως προσπαθούνε
άλλους να εξετάσουνε για να με μιμηθούνε·
κι αυτοί που εξετάζονται οργίζονται με μένα
σε απορία βρίσκονται και τα  χουνε χαμένα·
πως διαφθείρει τα παιδιά, κάποιο Σωκράτη βρίζουν
τον λένε αθλιότατο κι ακόμη συνεχίζουν
μετέωρα αναζητεί, θεούς πως δεν πιστεύει,
ακόμη κι όσα βρίσκονται κάτω απ’  τη γη γυρεύει·
λένε πως τα ασήμαντα κάνει σημαντικά
κι άλλα πολλά παρόμοια κι εξ ίσου κωμικά.

Μιλάνε τόσο πειστικά και με κατηγορούνε
μ’ εμπάθεια από παλιά, μα με συκοφαντούνε·
και να, πρώτος ο Μέλητος εκ μέρους ποιητών,
Άνυτος των πολιτικών ως και των τεχνιτών
κι ο Λυκων με εμήνυσε εκ μέρους των ρητόρων
στα εβδομήντα μ’  έφεραν στων δικαστών τον χώρον·

Θα  ταν πολύ παράξενο, σε τόσο λίγο χρόνο
να ξεριζώσω απ’ τα παλιά, διαβολές και φθόνο.
Όλη η αλήθεια είν’ αυτή, πως οι συκοφαντίες
από εδώ ξεκίνησαν κι αυτές είναι οι αιτίες.

24b2-24c8
Ας δούμε άλλη μια φορά, ο Μέλητος τι λέει
στο κατηγορητήριο, ω άνδρες Αθηναίοι·
πως ο Σωκράτης αδικεί, τους νέους διαφθείρων
και δεν πιστεύει στούς θεούς, μα επί πλέον χείρον,
εισάγει και δαιμόνια καινούρια εις την πόλη
κάτι που είναι φανερό και το γνωρίζουν όλοι.

Νάτος! λοιπόν, ο Μέλητος· δείχνει ενδιαφέρον
και ότι τον απασχολεί των νέων το συμφέρον
ενώ ποτέ δε νοιάστηκε, μονάχα προσποιείται
κι αυτό θα γίνει φανερό· αμέσως θα το δείτε.

24d1-25c4
Έλα και πες μας Μέλητε, υπάρχει κάτι άλλο
εκτός απ’ τη βελτίωση των νέων πιο μεγάλο,
κάτι που να σ’ απασχολεί και να σ’ ενδιαφέρει;
όχι βεβαίως, απαντά· κι αφού καλά το ξέρει
ότι Σωκράτης αδικεί, βέλτιστους ποιός τους κάνει;
τον βλέπετε; δεν απαντά. Αρχίζει να τα χάνει.

Οι νόμοι! τότε απαντά, κι εγώ ξαναρωτάω,
πες μας για κάποιο άνθρωπο· αυτό αναζητάω.
Αυτοί, φωνάζει, οι δικασταί τους νέους μας μορφώνουν.
Ω Μέλητε! οι δικασταί τους νέους βελτιώνουν;

Για πες μας όλοι γενικά, η μερικοί μονάχα;
—Όλοι σου λέω γενικά.
                                          — Κι οι βουλευτές μας τάχα;
πάλι ρωτώ το Μέλητο κι αυτός θα πει, βεβαίως!
κι ο μόνος πιο ανάξιος, έμεινα εγώ μοιραίως.

Το ίδιο Μέλητε θα πεις, στούς ίππους πως συμβαίνει;
πως ο καθένας μας μπορεί σ’ αυτούς να παρεμβαίνει
ή μήπως κάποιος ειδικός και μερικοί ακόμη
που ξέρουν από άλογα και λέγονται ιπποκόμοι;

Αυτό ισχύει Μέλητε και Άνυτε επίσης
παρά τις οποιεσδήποτε δικές σας αντιρρήσεις·
ότι τα ζώα γενικά θέλουν τον ειδικό τους
ενώ οι άλλοι προξενούν συνήθως το κακό τους.
Οι νέοι θα  ‘ταν ευτυχείς κι η τύχη τους μεγάλη
αν ένας τους διέφθειρε και τσ’  ωφελούν οι άλλοι.

25c5 -26a8
Για πες μας όμως Μέλητε τους βλάπτω εκουσίως
τους νέους με κατηγορείς ή μήπως ακουσίως;
εκούσια, ομολογεί· λες κι η αμάθειά μου
ξεπέρασε ως φαίνεται κι αυτά τα όριά μου
και αγνοώ πως πονηρό, όποιονε και αν κάνω
θα διατρέχω κίνδυνο κι ο ίδιος να πεθάνω·
κι αυτό το κάνω Μέλητε, λες, με τη θέλησή μου;
θαρρώ κανείς δεν πείθεται· η γνώμη η δική μου!

Αν όμως ισχυρίζεσαι, ακούσια πως σφάλλω
ισχυρισμό αντίθετο αμέσως θα προβάλλω
πως με το νόμο σύμφωνα έπρεπε να φροντίσεις
να με διδάξεις το σωστό και να με νουθετήσεις
κι όχι στα δικαστήρια που είναι για τιμωρία
να φέρνεις γέρο άνθρωπο, με τόση ευκολία.

26a9 -27a7
Και όπως είναι φανερό, κατηγορούμαι επίσης
πως δεν πιστεύω στους θεούς και θέλω εξηγήσεις.
Λες πως πιστεύω σε θεούς, μα όχι όπως όλοι
εις τους θεούς που βρίσκονται σ’ αυτήν εδώ την πόλη;
ή ότι είμαι άθεος;  τον ήλιο δεν πιστεύω
και τη σελήνη για θεούς; άλλους θεούς λατρεύω;
—Άθεος είσαι εντελώς· και λες τον ήλιο λίθο
κι ότι η σελήνη είναι γη.
                                                        —Πάψε αυτόν το μύθο.
Αγράμματους τους δικαστές Μέλητε τους περνάς;
για όσα με κατηγορείς φαίνεται πως ξεχνάς
ότι τα βρίσκουν μια δραχμή οι νέοι μας ως τώρα
εις το βιβλίο του γνωστού σ’  όλους Αναξαγόρα.
Θα ήμουν καταγέλαστος αν όντως προσπαθούσα
ξένα γραφτά και άτοπα, δικά μου να περνούσα.

Διάθεση υβριστική και ούτω πως γελοία
οδήγησαν το Μέλητο εις την καταγγελία
και προσπαθεί με αίνιγμα να με παραπλανήσει
και όλους όσους τον ακούν να τους εξαπατήσει.
«Πως δεν πιστεύω σε θεούς και σε θεούς πιστεύω»
σαν να μας λέει ο Μέλητος κι άλλους θεούς γυρεύω.

27a8 -28a1
Εδώ θα πρέπει Μέλητε, να δώσεις εξηγήσεις
κι αυτές τις αντιφάσεις σου να μας διευκρινήσεις·
ποιός θα πιστέψει απ’ όσους ζουν πάνω στη γη και άρχουν
σε πράγματα ανθρώπινα, άνθρωποι αν δεν υπάρχουν;
ας πει αυτός που φαίνεται πως έχει φαντασία,
αν δεν υπάρχουν άλογα υπάρχει ιππασία;
ή μήπως για τους δαίμονες δεν το καταλαβαίνει
πως κάθε τι δαιμόνιον εκ δαίμονος συμβαίνει;

Στο τέλος εσυμφώνησε· και τον ρωτώ επίσης
για τα δαιμόνια να πει· να δώσει απαντήσεις.
Είτε «καινά δαιμόνια» είτε παλιά «εισάγω»
λες πως διδάσκοντας αυτά το βίο μου διάγω
και όταν τα δαιμόνια όπως μας λες πρεσβεύω
σαν λογικό συμπέρασμα σε δαίμονες πιστεύω.

Θεούς ή και παιδιά θεών νομίζω θεωρούμε
τους δαίμονες και φαίνεται σ’ αυτό να συμφωνούμε.
Νόθα ή γνήσια παιδιά θεών δεν μας πειράζει
Νυμφών ή άλλων γυναικών τίποτα δεν αλλάζει
πως αν υπάρχουνε παιδιά θεών τότε θα πούμε
ότι υπάρχουν και θεοί· θα το παραδεχτούμε·
ενώ αν δεν υπάρχουνε όνων παιδιά κι αλόγων
ούτε γονείς θα έχομε κατά τον ίδιον λόγον.
Και επειδή δεν εύρησκες άλλη κατηγορία
μ’ έφερες Μέλητε εδώ μόνο από μοχθηρία.

28a2 -28d9
Ότι υπάρχει απέχθεια εις βάρος μου μεγάλη
γι αυτό να είστε βέβαιοι· κανείς μην αμφιβάλλει.
Κι αν με καταδικάσετε αυτά θα είναι αιτία
φθόνος και μίσος των πολλών και η συκοφαντία.

Θαρρώ σ’ εμένα το κακό πως δε θα σταματήσει
κι άλλους στο μέλλον δίκαιους ανθρώπους θα χτυπήσει.
Κι αν τρέξει κάποιος να μου  πει, ότι σωστά δεν κάνω
και κινδυνεύω άμεσα αδίκως να πεθάνω,
λάθος θα  πω πως σκέφτεται όποιος υπολογίζει
θανάτου κίνδυνο ή ζωής σημαντικό νομίζει·
ενώ αν πράττει δίκαια κι άδικα έχει αξία
να ‘ναι καλός κι όχι κακός αυτό έχει σημασία.

Και σύμφωνα μ’ αυτά που λες, ανάξιους θα  πούνε
της Τροίας τους ημίθεους που αντί να ντροπιαστούνε
προτίμησαν το θάνατο, τον κλάδο της ελαίας
όπως ο γιός της Θετιδος, ο ήρως Αχιλλέας,
που σαν θεά η μάνα του τον είχε βεβαιώσει
πως άμεσα θα σκοτωθεί τον Έκτορα αν σκοτώσει.
Μα εκείνος εκδικήθηκε του Πατροκλου το φόνο
σκοτώνοντας τον Έκτορα και προκαλώντας πόνο
χωρίς καθόλου να νοιαστεί κι ο ίδιος αν πεθάνει
μα μοναχά το δίκαιο και το σωστό να κάνει.
Και όπου κάποιος θα ταχθεί ή άλλος τόνε τάζει
κίνδυνο ούτε θάνατο, ποτέ μη λογαριάζει,
μα μόνο την ατίμωση θα πρέπει να φοβάται
για την αισχρή και τη δειλή ζωή του να λυπάται.

28d10 -30c1
Θα ήταν έγκλημα θαρρώ κι αμάρτημα ν’ αφήσω
τη θέση όταν με στείλανε να πάω να πολεμήσω
οι άρχοντες που εκλέξατε κι ήτανε αρχηγοί μου
και σε κινδύνους χίλιους-δυό έβαζαν τη ζωή μου·
και τώρα που όρισε ο θεός να ζω φιλοσοφώντας
τον ίδιο μου τον εαυτό και άλλους ερευνώντας
να φοβηθώ το θάνατο και «πρύμνα ν’ ανακρούσω»
κι αυτά που λέει ο χρησμός να μην τα υπακούσω;

Για μένα θα  ταν φοβερό και γι’ άλλους ευκαιρία
δίκαια εδώ να μ’ έφερναν με την κατηγορία
πως δεν πιστεύω στούς θεούς, το θάνατο φοβάμαι
κι ότι περνιέμαι για σοφός χωρίς καθόλου να ‘μαι.

Γιατί είναι επονείδιστο για κάποιο να νομίζει
ότι γνωρίζει πράγματα, που όντως δε γνωρίζει.
Ίσως σ’ αυτό από πολλούς να είμαι πιο σοφός·
την άγνοιά μου δέχομαι το λέω ευθαρσώς·
κι όσα στον Άδη βρίσκονται λέω πως δεν τα ξέρω
χωρίς να ντρέπομαι γι αυτό ούτε να υποφέρω·
μα η ντροπή και το κακό είναι σας βεβαιώ
να απειθείς στον βέλτιστο, άνθρωπο ή θεό.

Κατά Άνυτο δεν έπρεπε σε δίκη να εισαχθώ
μα τώρα πρέπει εις θάνατο να καταδικαστώ
αφού οι γιοι σας χαίρονται να με ακολουθούν
και είναι σίγουρο γι αυτόν πως θα καταστραφούν.

Και αν μου πείτε ελεύθερο σ’ αφήνουμε Σωκράτη
και όσα λέγει ο Άνυτος τα θεωρούμε απάτη
υπό τον όρο μην πιαστείς και ίδια ξανακάνεις
ούτε και να φιλοσοφείς διότι θα πεθάνεις.

Τότε οφείλω να σας  πω, πως δεν θα υπακούσω
σε σας, μα μόνο στο θεό· και κώδωνα θα κρούσω
πως δεν θα πάψω όσο ζω και όσο αναπνέω
τα ίδια που σας έλεγα τα ίδια να σας λέω·
«ω άριστε εκ των ανδρών, πολίτη Αθηναίε
πόλης σοφής και ξακουστής, απ’  όλους πιο γενναίε
δεν ντρέπεσαι για χρήματα και δόξες να φροντίζεις
κι αλήθεια, φρόνηση, ψυχή, να τα παραμερίζεις»;

Αυτά προστάζει ο θεός και πρέπει να σκεφθείτε
πως άλλο τέτοιο αγαθό στην πόλη δε θα βρείτε
κι απ’ την υπηρεσία αυτή, που στο θεό προσφέρω
γέρους και νέους προσπαθώ μήπως και καταφέρω
για σώματα και χρήματα να μη νοιαστούν ποτέ τους
μα πώς θα γίνουν άριστες μονάχα οι ψυχές τους.
Αν με τα λόγια μου αυτά τους νέους διαφθείρω
και όντως είναι βλαβερά, δικαίως επισύρω
βαρειές ποινές και θάνατο· μα πίσω δεν θα κάνω
ακόμη κι αν πολλές φορές πρόκειται να πεθάνω.

30c2 -31c3
Ακούσετέ με όλοι σας κι ίσως ωφεληθείτε·
εάν με θανατώσετε εσείς θα ζημιωθείτε
γιατί εις τον χειρότερο δεν είναι θεμιτό
να βλάπτει τον καλύτερο ούτε κι επιτρεπτό.

Να με σκοτώσει, πιθανόν· ίσως να μ’ εξορίσει
και άλλα δικαιώματα μπορεί να μου στερήσει,
όμως κανένα απ’ τα κακά δεν έχει αξία τόση
απ’ το να θέλει άδικα άνθρωπο να σκοτώσει.

Κι αν με καταδικάσετε, ποτέ άλλον κανένα
αληθινά δεν πρόκειται να βρείτε σαν εμένα
που να τον έστειλε ο θεός δώρο σ’ αυτή την πόλη
ωσάν την μύγα να τσιμπά για να ξυπνάτε όλοι
και να σας πείθω χωριστά και δίχως να χαρίζω
σε ντόπιο ή αλλοδαπό να μη σας ξεχωρίζω.

Ότι είμαι δώρο του θεού θα σας το εξηγήσω·
γιατί δεν είναι ανθρώπινο το να παραμελήσω
όλες τις υποθέσεις μου, εσάς για να φροντίσω
και σαν πατέρας κι αδελφός να θέλω να σας πείσω
ότι για πρώτο μέλημα, πέρα από κάθε τι
θα πρέπει να φροντίζετε μόνο την αρετή.
Κι ότι δεν πήρα αμοιβή ποτέ μου υποθέτω
πως μάρτυρα αξιόπιστο, τη φτώχεια διαθέτω.

31c4 -32a3
Κι αν δεν τολμώ δημόσια στο βήμα να ανέβω
κι ανάμεσά σας τριγυρνώ για να σας συμβουλεύω,
αιτία το δαιμόνιο κι η θεϊκή φωνή
που ο Μέλητος στη μήνυση πολύ περιφρονεί·
κι απ’ όταν ήμουνα παιδί ποτέ δεν με προτρέπει
και από την πολιτική πάντα με αποτρέπει.

Όμως μη μου θυμώνετε που λέω την αλήθεια·
προσέξτε με κι αφήσετε αυτή σας τη συνήθεια·
και όποιος για το δίκαιο θέλει ν’ αγωνιστεί
να ιδιωτεύσει πιο καλά· να μην πολιτευτεί.
Γιατί κανείς πολιτικός ποτέ δεν θα σωθεί
στ’ άδικα και παράνομα αν εναντιωθεί.

32a4 -32e1
Σε αποδείξεις έμπρακτα όμως θα προχωρήσω.
Στου δίκιου το αντίθετο δεν θα υποχωρήσω
φοβούμενος το θάνατο· κι ακούστε τα συμβάντα,
τότε που κυβερνούσανε ακόμα οι Τριάντα
που έτυχε και πρυτάνευε της πόλης μας αυτής
Αντιοχίδος η φυλή κι ήμουνα βουλευτής.

Τοτε που θα δικάζατε τους δέκα στρατηγούς
διότι δεν εμάζεψαν ευθύς τους ναυαγούς·
μόνο εγώ αντιτάχθηκα εις την απόφασή σας
και ψήφισα αντίθετα τότε στη θέλησή σας.
Με θάρρος υποστήριξα το δίκιο και τους νόμους
και πάντα αντιτάσσομαι σ’ όλους τους παρανόμους·
το ίδιο έκανα μ’ εσάς χωρίς να φοβηθώ
μήπως τυχόν φυλακιστώ ή και θανατωθώ.

Κι όταν αυτά συνέβησαν ήταν δημοκρατία·
μα και με τους Τριάκοντα και την ολιγαρχία
εμένα κι άλλους τέσσερεις στείλαν στη Σαλαμίνα
να φέρομε το στρατηγό Λέοντα στην Αθήνα·
οι τέσσερεις επήγανε κι εγώ ευθύς κατ’ οίκον
μη διαπράξω άδικο κι ανόσιο «καθήκον».
Και μάρτυρες εδώ πολλοί, κατάθεση να δώσουν
και των λεχθέντων τ’ αληθές να διαβεβαιώσουν.

32e2 -33b8
Θα ζούσα ή θα έφτανα σ’ αυτή την ηλικία
αν είχα στην πολιτική δώση κάποια αξία;
ούτε και άλλος άνθρωπος με αίσθημα αντρίκιο
που θα τολμούσε τίμια να φρόντιζε το δίκιο.

Στην ιδιωτική ζωη όσο και στη δημόσια
ποτέ δεν έπραξα άδικα μα ούτε και ανόσια.
Και όσοι διαβάλλοντας δηλώνουν μαθητές μου,
όταν μιλούσα, φαίνεται, ήταν ακροατές μου·
γιατί ποτέ δεν ήμουνα διδάσκαλος εγώ
ούτε και πήρα χρήματα ποτέ ομολογώ·
μα σε πλουσίους και φτωχούς προσφέρομαι επίσης
να δέχομαι και να ζητώ για όλα απαντήσεις.

33b9 -34b6
Με όνειρα και με χρησμούς, λόγια χιλιοειπωμένα,
το έγο αυτό απ’ το θεό προστάχθηκε σε μένα.
Κι άλλους ανθρώπους κάποτε, όμοια διατάζει
η θεϊκή η θέληση κι ανάλογα προστάζει.

Μα όσους εδιέφθειρα, ας με κατηγορήσουν
κι ευθύς στο βήμα ας ανεβούν για να με τιμωρήσουν·
και αν οι ίδιοι αδιαφορούν ας έλθουν οι γονείς τους
οι αδελφοί κι οι αδελφές η άλλοι συγγενείς τους·
κι απ’ ότι βλέπω βρίσκονται πάρα πολλοί εδωπέρα
τον συνδημότη Κρίτωνα, Κριτόβουλου πατέρα
κι ο Αντιφών ο Κηφισεύς πατήρ του Επιγένους,
Αισχίνος κι ο πατέρας του, Σφηττίους γεννημένους,
Αδείμαντος και Πλάτωνας ιδού και Αιαντόδωρος
κι ο αδελφός του ο γνωστός σε όλους Απολλόδωρος.
Κι άλλοι πολλοί που ο Μέλητος μπορούσε να ορίσει
σαν μάρτυρες-κατήγορους τη δίκη να κερδίσει.
Όμως κανείς δε θα βρεθεί να δώσει μαρτυρία
εις βάρος μου στην ψεύτικη αυτή κατηγορία.

34b7 -35b8
Όσοι παλιότερα από σας στη θέση μου βρεθήκαν
για υποθέσεις πιο μικρές αλλοιώτικα φερθήκαν.
Τους δικαστές ικέτευαν και τους παρακαλούσαν
με κλάματα γονατιστοί έλεος τους ζητούσαν·
ίσως γι αυτό τους ενοχλεί η συμπεριφορά μου
και με οργή να δώσουνε ψήφο ενάντιά μου.
Σ’  όλους αυτούς πρέπει να  πω ότι και εγώ μπορούσα
εδώ στο δικαστήριο τρεις γιούς να κουβαλούσα
καθώς και άλλους συγγενείς «λογαριασμό» να δώσουν,
να κλάψουν μπρος στους δικαστές για να με αθωώσουν.

Δεν προσπαθώ με όλα αυτά να σας υποτιμήσω
αλλά το κάνω θέλοντας την πόλη να τιμήσω.
Γιατί δεν είναι δίκαιο σ’  αυτή την ηλικία
έχοντας τέτοιο όνομα, ψευδώς ή εν αληθεία,
φοβούμενος το θάνατο να ντροπιαστούνε όλοι,
ανδρείοι και ενάρετοι που ζουν σ’ αυτή την πόλη.

Είναι ντροπή να αφήνετε πρόκριτους Αθηναίους
εξέχοντες σε αρετή κι από τους πιο γενναίους
μπροστά στο δικαστήριο να γελοιοποιούνται·
δείξτέ τους με την ψήφο σας ότι αυταπατούνται.

35b9 -35d9
Αντί να τους χαρίζεστε κι επίορκοι να είστε
τον όρκο που εδώσατε θα πρέπει να τιμήστε.
Γιατί αλλοιώς ούτε εσείς μα ούτε και εμείς
απέναντι εις τον θεό θα είμαστε ευσεβείς.
Και, τρόπο που δεν θεωρώ πως είναι ο σωστός
μα ούτε είναι δίκαιος και στο θεό αρεστός,
εγώ μην περιμένετε πως θα υιοθετήσω
ούτε σε νόμους και θεό ότι θα ασεβήσω.
Γι αυτό και επαφίεμαι εις του θεού την κρίση
και εις το δικαστήριο, σε ό,τι αποφασίσει.


35e1-36b2
Δεν ήτανε ανέλπιστη η κρίση η δική σας
γι αυτό και δεν αγανακτώ για την απόφασή σας·
τριάντα ψήφοι αντίθετα αν είχανε δοθεί
όπως κι εσείς το βλέπετε θα είχα αθωωθεί.
Θα πλήρωνε και πρόστιμο ο Μέλητος ακόμη,
(χίλιες δραχμές προβλέπουνε των Αθηνών οι νόμοι),
γιατί δε θα συγκέντρωνε ούτε το ένα πέμπτον,
χωρίς τους Λύκων κι Άνυτο, ως ψήφων αντιθέτων.

36b3 -37a1
Αυτός, προτείνει εις θάνατο να με καταδικάστε·
και τι ν’ αντιπροτείνω εγώ; ακούστε και θαυμάστε
με ποιά ποινή μου φαίνεται πως πρέπει να πληρώσω
και τι θα πρέπει εκ μέρους σας κι εγώ να αξιώσω.

Αφού για όλα αμέλησα, που οι πολλοί φροντίζουν,
περιουσίες, χρήματα κι ό,τι αγαθό νομίζουν
τιμές και αξιώματα, συνομωσίες, στάσεις
και τόσες άλλες όμοιες στην πόλη καταστάσεις,
θεώρησα πως ήμουνα πολύ πιο μετρημένος,
τη σωτηρία να ζητώ πάνω σ’ αυτά σκυμμένος·
και φρόντισα να ευεργετώ την πόλη ολοένα
με το να διαμάχομαι να πείσω τον καθένα
στο ήθος και στη φρόνηση άριστος πώς θα γίνει
κι οι συμπολίτες όμοια, να πράξουνε για  κείνη.

Σε τέτοιο άνθρωπο φτωχό της πόλης ευεργέτη
που για των άλλων το καλό το χρόνο του διαθέτει,
σύμφωνα με το δίκαιο, τι του αξίζει ιδίως;
στο πρυτανείο δωρεάν η σίτιση ισοβίως.

37a2 -37e2
Ποτέ δεν έχω εκούσια άνθρωπο αδικήσει
κι ο χρόνος είναι αίτιος που δεν σας έχω πείσει·
αν είχα περισσότερο χρόνο να σας μιλήσω
τις διαβολές θα ήτανε εύκολο να διαλύσω.
Κι αν άλλους δεν αδίκησα, πώς να το επιτρέψω
τον ίδιο μου τον εαυτό εις βάρος μου να στρέψω;
και να προτείνω φυλακή; τι θα με ωφελούσε;
να ζω σαν δούλος αυτουνού που απ’ έξω θα φυλούσε;
Ούτε για αστείο να σκεφτώ ποτέ την εξορία
τις πόλεις τριγυρίζοντας σε τέτοια ηλικία.
Κι αφού δεν με ανέχεστε εσείς σαν συμπολίτη
ποιά πόλη θα δεχότανε να μ’ έκανε πολίτη;

37e3 -38c1
Μα ίσως κάποιοι να μου  πουν «Σωκράτη να σιωπήσης
φύγε και μη μας ενοχλείς και ήσυχος να ζήσης».
Να απειθήσω στο θεό, είναι σαν να μου λέτε·
κι αυτό είναι αδύνατον θέλω να με πιστέψτε.
Πάντα μιλώ για αρετή στο λόγο το δικό μου,
τους άλλους εξετάζοντας ως και τον εαυτό μου,
πως είναι μέγιστο αγαθό κι όποιος δεν το γνωρίζει
δίχως αυτήν ο άνθρωπος, ούτε να ζει αξίζει.

Αν είχα χρήματα αρκετά μπορούσα να πληρώσω
ίσως και κάποιο πρόστιμο δίχως να ζημιώσω,
μα έχω μόνο μία μνα και τόσο σας προτείνω·
μα ο Πλάτων κι ο Κριτόβουλος και άλλους διακρίνω
Κρίτων και Απολλόδωρος μπαίνουν εγγυητές μου·
προτείνουν μνας τριάκοντα αυτοί σαν δανειστές μου .


38c2 -39b8
Την πόλη όσοι λοιδορούν θα σας κακολογήσουν
και όνομα ως φαίνεται κακό θα σας «κολλήσουν»
ότι Σωκράτη τον σοφό, αυτοί θα υποστηρίζουν,
αδίκως εσκοτώσατε και θα σας ονειδίζουν·
και η απόφαση αυτή, ίσως δεν χρειαζόταν
γιατί είμαι γέρος άνθρωπος κι ο θάνατος θα ερχόταν
λίγο καιρό αν είχατε ακόμα υπομονή·
κι όσοι με καταψήφισαν με τόση επιμονή
σ’  αυτους θα  πω δεν θέλησα ανάξια να πράξω
με θρήνους και με οδυρμούς τη γνώμη σας ν’ αλλάξω·
και προτιμώ το θάνατο με τέτοια απολογία
παρά να ζω μέσ’  στην ντροπή και την αναισχυντία.

Σε δίκη και σε πόλεμο δεν πρέπει να γυρεύεις
το θάνατο με «μηχανές» και «μέσα» ν’ αποφεύγης·
γιατί αυτό πολλές φορές δεν έχει δυσκολία,
μα δεν ξεφεύγεις εύκολα από την πονηρία.

Κι εγώ σαν γέρος και βραδύς, της πόλης αρωγός,
νικήθηκα απ’ το θάνατο που είναι πιο αργός·
μα εκείνους που διέπραξαν αυτή την αδικία,
τούς πρόλαβε το γρήγορο, που είναι η κακία.

39c1 -39e1
Γι αυτούς που καταψήφισαν, θα κάνω προφητεία
πως γρήγορα θα υποστούν μεγάλη τιμωρία·
οι έλεγχοι θα αυξηθούν ευθύς για τη ζωη σας,
τις σκέψεις σας, τις πράξεις σας και τη διαγωγή σας
κι ως τώρα αυτούς που εμπόδιζα χωρίς ν’ αντιληφθείτε
θα γίνονται ενοχλητικοί κι εσείς θ’ αγανακτείτε.
Κι αντί να θανατώνετε όποιον σας επικρίνει
φροντίστε ο καθένας σας καλύτερος να γίνει.
Σε σας που με δικάσατε, αυτά χρησμοδοτώ
και δίχως άλλο να σας  πω, σας αποχαιρετώ.

39e2 - 40c4
Όμως εσείς που δώσατε ψήφο αθωωτική
μείνετε για να κάνωμε κουβέντα φιλική
και να σας  πω τι νόημα έχει αυτό που κάνω
ως ότου να οδηγηθώ εκεί που θα πεθάνω.

Σαν δικαστές που είσαστε - κι ορθώς σας ονομάζω -
τι μου συμβαίνει ακούσετε, που από μικρός θαυμάζω.
Η μαντική μου δύναμη, αυτή του δαιμονίου,
συχνά εμφανιζότανε εν είδει εμποδίου,
ακόμη και στα πιο μικρά που έμελλε να πράξω
και εάν δεν ήτανε σωστά, φρόντιζε να τ’ αλλάξω.

Μα απ’ το σπίτι φεύγοντας, το θεϊκό σημείο,
καθόλου δεν με εμπόδισε, ούτε εν δικαστηρίω,
ούτε σε όσα έλεγα στο χρόνο που μιλούσα,
ενώ πολλάκις, άλλοτε, τον λόγο σταματούσα.

Κάτι καλό αισθάνομαι σ’ εμένα πως συμβαίνει
και δεν μου φαίνεται κακό όταν κανείς πεθαίνει,
ει δ’ άλλως το δαιμόνιο θα μ’ είχε αποτρέψει
και όσα είπα κι έπραξα δεν θα ‘χε επιτρέψει.

40c5 - 41c7
Άραγε τι ‘ναι ο θάνατος; μηδένηση τελεία;
σαν να μην έχει ο νεκρός αίσθηση ουδεμία;
ή όπως λεν μεταβολή, ψυχής μετοικεσία,
από τον τόπο τον εδώ σ’ άλλη τοποθεσία;
ωσάν τον ύπνο αν ήτανε κι αίσθηση δεν υπήρχε,
ούτε όνειρα να έβλεπε ούτε όραση να είχε
κέρδος θαρρώ θαυμάσιο ο θάνατος θα ήταν
κι όλη η αιωνιότητα θα ‘τανε σαν μια νύχταν.

Αν πάλι είναι ο θάνατος κάποια αποδημία,
στον Άδη να επήγαινα αντίρρηση καμμία·
εκεί που λένε βρίσκονται όλοι οι πεθαμένοι,
φαντάζεστε τι αγαθό όλους μας περιμένει;
και δικαστές αληθινούς ως είναι φυσικό
Μίνωα και Ραδάμανθυ, Τριπτόλεμο Αιακό
και όσοι άλλοι δίκαιοι είναι εκ των ημιθέων
και ποιητές και μουσικούς Ορφέα και Μουσαίον
Ησίοδο και Όμηρο, Αίαντα Παλαμήδη
πολλάκις θα δεχόμουνα να ‘χα πεθάνει ήδη.

Τι δεν θα πλήρωνε κανείς κύριοι δικαστές
να είμαστε εξετάζοντες ή και ακροατές
εκείνου που οδήγησε μία στρατιά στην Τροία,
με Οδυσσέα, Σίσυφο να ‘χεις την ευκαιρία
να συζητείς από κοντά και να τούς εξετάζεις
γυναίκες κι άντρες μύριους δίχως να ησυχάζεις·
γιατί εκεί είναι βέβαιο ότι δεν θανατώνουν
και το λοιπό το χρόνο τους, αθάνατοι βιώνουν.

41c8 - 42a5
Ευέλπιδες, ω δικαστές, στο θάνατο να είστε
κι ένα μονάχα αληθινό πρέπει να διανοείστε·
ότι σε άνδρα αγαθό ουδέν κακόν συμβαίνει
ούτε όταν είναι στη ζωή ούτε κι όταν πεθαίνει·
ούτε αμελείται απ’ τούς θεούς το κάθε τι δικό του
είτε σε πράγματα αφορά είτε στον εαυτό του.

Ούτε τυχαία γίνεται αυτό που μου συμβαίνει
γι αυτό και το δαιμόνιο ίσως δεν επεμβαίνει·
ο θάνατος καλύτερος είναι θαρρώ για μένα
κι απαλλαγή απ’ της ζωής όλα τα πεπραγμένα.

Μ’ όσους με καταψήφισαν καθόλου δεν θυμώνω
ούτε κι απ’ τούς κατήγορους τίποτα αξιώνω·
για την κακή τους πρόθεση μόνο τούς κατακρίνω
συγχρόνως και παράκληση σε όλους απευθύνω·
τούς γιούς μου τιμωρήσετε έφηβοι όταν γίνουν
την πρέπουσα επιμέλεια στην αρετή αν δε δείχνουν
και νοιάζονται για χρήματα, περνιούνται για σπουδαίοι,
χωρίς ν’ αξίζουν τίποτα οι τρεις δικοί μου νέοι.

Και τώρα ας πηγαίνομε· στον νόμο υπακοή·
εγώ μεν προς το θάνατο κι εσείς για τη ζωή·
ποιός όμως στο καλύτερο πηγαίνει από τους δυο μας,
σε όλους είναι άγνωστο, εκτός απ’ το θεό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου