Η βίαιη επίθεση που δέχτηκαν σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση οι δύο υποψήφιες βουλευτίνες, Ρένα Δούρου του ΣΥΡΙΖΑ και Λιάνα Κανέλλη του ΚΚΕ από τον υποψήφιο της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη ουδόλως έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία στο "σάπιο" βασίλειο της Δανιμαρκίας. Αντιθέτως ήρθε να προστεθεί στις φασιστικές μοτοπορείες επίδειξης δύναμης στους δρόμους της Αθήνας αλλά και στις βιαιοπραγίες εναντίον μεταναστών, αποκαλύπτοντας το πραγματικό πρόσωπο του νεοναζιστικού μορφώματος, που στις αμέσως προηγούμενες εκλογές αναδείχτηκε σε κοινοβουλευτικό κόμμα με το υψηλό μάλιστα ποσοστό του 6,97%.
Το γεγονός ότι 440.894 πολίτες της χώρας ψήφισαν Χρυσή Αυγή είναι ανησυχητικό. Μέσα στο επισφαλές τοπίο που έχει διαμορφωθεί από την οικονομική κρίση, την χρόνια ανεπάρκεια της παρεχόμενης εκπαίδευσης, την υποχώρηση της συλλογικής μνήμης και το κλυδωνιζόμενο πολιτικό σύστημα αναμφίβολα ο νεοναζισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ρωγμές διείσδυσης σε ευρεία κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας. Οι πρωτοβουλίες αφύπνισης που παρακολουθούμε να αναλαμβάνονται σε διάφορες περιοχές τις χώρας από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και από πανεπιστημιακούς όπως αυτή του ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και η αντίστοιχή της από τον Σύλλογο Διδασκόντων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας την περασμένη εβδομάδα στον Βόλο, είναι άραγε επαρκής δείκτης προστασίας απέναντι στο μίσος, τη μισαλλοδοξία και τη βία στα οποία βασίζεται η κοσμοθεωρία των νεοναζιστών;
Η φυλετική - κοινωνική καθαρότητα την οποία επαγγέλλεται η Χρυσή Αυγή πρόσφερε σε πολλούς μιας πρώτης τάξεως άλλοθι απέναντι στην αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το μεταναστευτικό ζήτημα. Με ένα προκάλυμα κοινωνικής αλληλεγγύης μπήκε στα σπίτια των παππούδων μας αλλά και στα σχολεία των παιδιών μας. Η αντισυστημική της αφήγηση πρόσφερε επίσης δυνατότητα συνομιλίας με άλλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας.
Ωστόσο ένα φτιασιδωμένο προσωπείο κάλυπτε, από μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, το πραγματικό της πρόσωπο, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Η εκλογική της επιτυχία την έφερε σε πρώτο πλάνο μέσω της τηλεόρασης κυρίως, σε όλα τα ελληνικά σπίτια. Φαίνεται πως αυτή ακριβώς η επιτυχία την αποθράσυνε. Η επίθεση στις δύο πολιτικούς έδειξε αυτό που πολλοί αρνούνταν, για τους λόγους του ο καθένας, να δουν και μάλιστα σε ζωντανή μετάδοση. Με αφορμή όχι μόνο τη διά τηλεοράσεως επίθεση στις δύο πολιτικούς αλλά, κυρίως, όσα βίαια διαδραματίζονται σε χρόνο και τόπους που δεν είναι προσβάσιμοι από τις τηλεοπτικές κάμερες, απευθυνθήκαμε σε πέντε έγκριτους Έλληνες ιστορικούς, τον Σπύρο Ασδραχά, πρόεδρο των ΑΣΚΙ, τον Αντώνη Λιάκο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον Σήφη Πολυμέρη, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τον Στράτο Δορδανά, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και την Τασούλα Βερβενιώτη, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Ζητήσαμε το δικό τους σχόλιο σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οφείλει να δράσει η κοινωνία μας και η Δημοκρατία μας απέναντι στο νεοναζιστικό φαινόμενο.
Σπύρος Ασδραχάς
Το νεοναζιστικό φαινόμενο έχει ένα ιστορικό βάθος. Δεν είναι φυσικά αποκλειστικά ελληνικό αλλά διαδεδομένο σε πολλές ευρωπαϊκές και άλλες χώρες. Ως προς την ελληνική περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για δύο κινήματα. Ένα εθνοκεντρικό, φασιστικής και όχι εθνικοσοσιαλιστικής επίνοιας και ένα δεύτερο χωρίς ιδεολογία αλλά οργανικά δεμένο με τον γερμανικό ναζισμό, και αναφέρομαι στους συνεργάτες, ενόπλους και αόπλους, των Γερμανών στην Κατοχή. Ο διωγμός της ΕΑΜΙΚΗΣ Αντίστασης, σε συνέχεια ο Εμφύλιος πόλεμος και η μετά απ' αυτόν τρομοκρατική περίοδος στηρίχτηκε κατά μεγάλο μέρος στους δωσίλογους και μάλιστα στους ένοπλους που βρίσκονταν στην υπηρεσία του κατακτητή και εν συνεχεία πήραν διάφορες ένοπλες μορφές όπως οι Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου και τα συναφή. Ετούτο δε σημαίνει ότι τα ένοπλα αυτά σώματα ευφορούνταν από ναζιστικές ιδέες, οι οποίες ωστόσο υπόφωσκαν. Για ν' αποκτήσει μαζικότητα ένα σύγχρονο νεοναζιστικό κίνημα θα πρέπει να βρεθεί ή να εφευρεθεί ο αποδιοπομπαίος τράγος. Στο χιτλερικό και τόσο οργανωμένο και ακόμα με λαϊκή βάση παράδειγμα ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν φυσικά οι Εβραίοι. Στη σημερινή ελληνική υποπερίπτωση του νεοναζισμού, αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι οι μετανάστες. Δεν έχουμε νύχτα των Κρυστάλλων αλλά έχουμε ατομικούς διωγμούς που ξεπερνούν κάθε έννοια νομιμότητας. Περιττεύει να προσθέσω ότι το σκεπτικό και η νοοτροπία των νεοναζιστών αποκλείει οιονδήποτε διάλογο και ανταλλαγή απόψεων.
Θέλω να ελπίζω ότι όσοι ψηφοφόροι στήριξαν τη Χρυσή Αυγή το έκαναν χωρίς συνείδηση και θα έλεγα και χωρίς ταύτιση με το νεοναζιστικό ιδεώδες. Οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες προκάλεσαν το μίσος τους, το οποίο βεβαίως δεν είναι μοναδικό φαινόμενο στη νεότερη ιστορία μας, και αυτό το μίσος τους οδήγησε να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κόμματος με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Δεν θα ήθελα να επαναληφθεί ό,τι έγινε μετά την Κατοχή με την αυτοάμυνα. Θα έλπιζα ότι η έννομη τάξη θα έβρισκε άλλους τρόπους να εξουδετερώσει τη νεοναζιστική απειλή και να μην αναγκάσει τον πολύ κόσμο να απαντήσει υιοθετώντας τη βία, την οποία έχει αναγάγει σε όργανο το νεοναζιστικό αυτό μόρφωμα.
Αντώνης Λιάκος
Καταρχάς υπάρχει ευρωπαϊκή νομοθεσία που αφορά αυτό που αποκαλείται "ο λόγος του μίσους" η διάδοση δηλαδή απόψεων οι οποίες υποκινούν το μίσος απέναντι σε μειονοτικές ομάδες ή απέναντι σε μετανάστες. Στη χώρα μας φτάσαμε όχι μόνο να μην διώκεται αυτός ο λόγος, και αυτό το είχαμε δει και παλιότερα με τη δίκη του Κ. Πλεύρη του οποίου το βιβλίο αποτελούνταν από μισαλλόδοξες επιθέσεις εναντίον των Εβραίων και από πλήρη άρνηση του ολοκαυτώματος. Στην περίπτωση αυτή αντί να καταδικαστεί ο συγγραφέας καταδικάστηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας.
Το αποκορύφωμα όμως υπήρξε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τόσο πριν όσο και, κυρίως, μετά την 6η Μαΐου, όταν η δημόσια τηλεόραση, το δημόσιο ραδιόφωνο αλλά και τα ιδιωτικά ΜΜΕ έδιναν πολλές φορές βήμα προβολής αυτού του μισαλλόδοξου λόγου, κυρίως εναντίον των μεταναστών. Πράγμα που στις περισσότερες χώρες είναι εκτός νομιμότητας, εδώ του δόθηκε δημόσιο βήμα εν ονόματι της κατανομής του πολιτικού χρόνου ανάμεσα στα κόμματα. Το δεύτερο ζήτημα είναι ότι σε όποια κανάλια, σε όποιες εκπομπές βγήκαν οι νεοναζιστές, οι δημοσιογράφοι ήταν, δυστυχώς, εντελώς απροετοίμαστοι τόσο από επιχειρήματα όσο και από γνώση του είδους του λόγου που χρησιμοποιούν, με αποτέλεσμα να μετατρέπουν τις συνεντεύξεις σε προπαγάνδα. Μερικοί μάλιστα τους παρουσίαζαν ως τους τύπους της διπλανής πόρτας. Βεβαίως υπάρχει ολόκληρο ζήτημα μ' αυτού του τύπου τις εκπομπές συγκρούσεων, θέαμα για το κοινό, που φιλοξενούν τα κανάλια όπου η λεκτική βία περισσεύει.
Απ' αυτή την άποψη τα ίδια τα κόμματα πρέπει να ξανασκεφτούν όχι μόνο τον αποκλεισμό των ναζιστών αλλά το πώς θα διεξάγουν στο εξής τις συζητήσεις. Η κοινωνία έχει λόγο απέναντι σ' αυτό, διότι άλλο είναι η αντιμετώπιση του νεοναζισμού ως τηλεοπτικό θέαμα και άλλο είναι η αντιμετώπισή της στην καθημερινή ζωή και πρακτική. Η κοινωνία οφείλει να απονομιμοποιήσει τον λόγο των ναζιστών ως προς τα συστατικά του στοιχεία, και τα συστατικά του στοιχεία διαχέονται από χώρους οι οποίοι είναι πολύ ευρύτεροι από τον κύκλο των νεοναζιστών. Μέσα σ' αυτούς τους χώρους οι οποίοι δημιουργούνται από ένα πλαίσιο εννοιών, λέξεων, απαξιωτικών κατηγοριών και αντιλήψεων οι ναζιστές μπορούν να κυκλοφορούν σε ένα οικείο περιβάλλον το οποίο τους νομιμοποιεί. Να απονομιμοποιηθεί αυτό το περιβάλλον, και να το αποβάλλουν επίσης και πολιτικοί και κόμματα αλλά και ΜΜΕ οι οποίοι το χρησιμοποιούν.
Πολυμέρης Βόγλης
Σε μεγάλο βαθμό η Χρυσή Αυγή το προηγούμενο διάστημα ψάρευε σε θολά νερά. Πολλοί πολίτες ψήφισαν Χρυσή Αυγή χωρίς να γνωρίζουν ποια πραγματικά είναι αυτή η οργάνωση και τι πρεσβεύει, σε μια κίνηση, περισσότερο αντίδρασης απέναντι στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. Η δημοσιότητα που έλαβε στη συνέχεια, με αποκορύφωμα το περιστατικό της Πέμπτης, λειτούργησε αρκετά αποκαλυπτικά για το ποιόν της. Πλέον ο κόσμος γνωρίζει τι είναι η Χρυσή Αυγή και με βάση αυτό μπορεί κανείς να ελπίζει ότι πολλοί πολίτες δεν θα την ψηφίσουν ξανά. Αυτή είναι η μία εκδοχή των ανθρώπων που παραπλανήθηκαν χωρίς να ξέρουν τι ψήφισαν.
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη πλευρά πολύ πιο ανησυχητική. Ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας στρέφεται σε όλο και πιο ακραίες, αντιδραστικές αντιλήψεις. Πρόκειται δηλαδή για μια μερίδα πολιτών που σε συνθήκες πολύπλευρης κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, υιοθετεί την πολιτική του μίσους. Πρώτα και κύρια εναντίον των μεταναστών αλλά και γενικότερα εναντίον όσων θεωρούν υπεύθυνους για τη σημερινή κατάσταση. Το μείγμα πολιτικής του μίσους και χρήσης βίας είναι πραγματικά απειλητικό γιατί ακριβώς ωθεί τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης αποσυνθέτοντας τον κοινωνικό ιστό. Αυτό το οποίο προέχει δεν είναι μόνο η καταδίκη της χρήσης της βίας αλλά κυρίως της λογικής που συδαυλίζει αυτή τη βία.
Οι λογικές του εθνικισμού ή του ρατσισμού που βέβαια δεν καλλιεργούνται μόνο από τη Χρυσή Αυγή είναι εκείνες οι οποίες πρέπει να στιγματιστούν και τεθούν στο περιθώριο. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει μια άμεση-αμεσότατη ευαισθητοποίηση και ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας για το πραγματικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής και την απειλή που συνιστά. Η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής δεν είναι υπόθεση μόνο της Αριστεράς αφορά κάθε πολίτη αλλά και κάθε πολιτικό αυτής της χώρας.
Στράτος Δορδανάς
Αποδέχομαι τη δυνατότητα που δίνεται στο εκλογικό σώμα να εκφράζει την έντονη διαφωνία του και φυσικά τη δυσαρέσκειά του για το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, μέρος του οποίου ασφαλώς και ευθύνεται για την υπάρχουσα κρίση. Παρʼ όλα αυτά η ψήφος διαμαρτυρίας δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να είναι τυφλή, όση οργή και αν κρύβει μέσα της, ούτε και αποτελεί η οργή αυτή καλό οδηγό συνετής εκλογικής συμπεριφοράς. Στην προκειμένη περίπτωση ο «κυρίαρχος» ελληνικός λαός οφείλει να προασπίσει την κοινωνική συνοχή και να ενισχύσει τους δημοκρατικούς πυλώνες του πολιτεύματός μας μέσα από τη διαρκή εγρήγορση και την ενεργή συμμετοχική παρουσία του. Με μια απλή επισήμανση:
Δεν δικαιούμαστε να ασκούμε το κορυφαίο δημοκρατικό δικαίωμά μας για την «πλάκα» ή για να εκδικηθούμε ένα σαθρό σύστημα που οδήγησε τη χώρα στο χείλος της αβύσσου. Δεν χρειάζονται εξαιρετικές ικανότητες για να μαντέψει κανείς πως από το «αυγό του φιδιού» φίδι θα γεννηθεί. Η ίδια η κοινωνία είναι το τελευταίο οχυρό πριν την τελική επέλαση εναντίον της δημοκρατίας. Οι δικαιολογίες πως δεν γνωρίζαμε, πως δεν μας ενδιαφέρουν οι ξυλοδαρμοί μεταναστών, αν δεν τους επικροτούμε κιόλας, πως μπορούμε να δοκιμάσουμε χωρίς συνέπειες από το «νέο ακροδεξιό φρούτο» στο πλαίσιο της μεγάλης και γεμάτης κατανόηση δημοκρατικής αγκάλης, παραπέμπουν αναμφίβολα στα φαντάσματα του παρελθόντος.
Τασούλα Βερβενιώτη
Για έναν τόσο "γενναίο άντρα" ήταν πιο εύκολο να τολμήσει μια τέτοια "ανδρεία" πράξη, επειδή είχε απέναντί του γυναίκες. Αυτός και οι όμοιοί του έχουν συνηθίσει να χτυπούν πολλοί μαζί έναν μοναχικό και συνήθως ανυπεράσπιστο μετανάστη. Θεωρώ ότι είναι απόγονοι των άλλων "γενναίων" που έλεγαν στους Γερμανούς ποιοί Έλληνες ήταν ενταγμένοι στην Αντίσταση ώστε να τους κάψουν τα σπίτια και αργότερα συνήθιζαν να κόβουν τα κεφάλια των αριστερών, να τα βάζουν σε μια σακκούλα και να πηγαίνουν να λάβουν τον οβολόν τους με το "κομμάτι". Αποτελούν τα απομεινάρια των φαντασμάτων τους. Η άσκηση τρομοκρατίας έχει πάντα την ανάγκη να επιδεικνύεται και η τηλεόραση είναι ένα μέσο. Στην Κατοχή οι Γερμανοί κάθε μέρα ανακοίνωναν τον αριθμό αυτών που εκτελούσαν στο Χαϊδάρι από τα ραδιόφωνα. Η κοινωνία μας χρειάζεται να αλλάξει για να μπορέσει να ανταποκριθεί στη νέα εποχή που γεννιέται. Η δημοκρατία μας κινδυνεύει στο ποσοστό που οι Έλληνες πολίτες βρίσκουν ότι η αυτοδικία επιτρέπεται και αναγνωρίζουν σε έναν "άντρα" το δικαίωμα να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Παρ' όλα όμως τα ελλείμματα δημοκρατίας που υπάρχουν, δεν είμαστε σ' αυτό το επίπεδο. Δεν μπορούν πλέον να κόβουν κεφάλια, πετάνε ποτήρια νερό και ρίχνουν μπουνιές. Έχουμε κατακτήσει ένα πολιτισμό και η πλειοψηφία των πολιτών δεν επικροτεί βίαιες πράξεις και συμπεριφορές. Τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν μπορούν να στοιχειώσουν την κοινωνία μας γιατί είμαστε περισσότερο ελεύθεροι, άρα λιγότερο φοβισμένοι.
Για ν' αποκτήσει μαζικότητα ένα σύγχρονο νεοναζιστικό κίνημα θα πρέπει να βρεθεί ή να εφευρεθεί ο αποδιοπομπαίος τράγος. Στο χιτλερικό και τόσο οργανωμένο και ακόμα με λαϊκή βάση παράδειγμα ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν φυσικά οι Εβραίοι
Η φυλετική - κοινωνική καθαρότητα την οποία επαγγέλλεται η Χρυσή Αυγή πρόσφερε σε πολλούς μιας πρώτης τάξεως άλλοθι απέναντι στην αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το μεταναστευτικό ζήτημα. Με ένα προκάλυμα κοινωνικής αλληλεγγύης μπήκε στα σπίτια των παππούδων μας αλλά και στα σχολεία των παιδιών μας. Η αντισυστημική της αφήγηση πρόσφερε επίσης δυνατότητα συνομιλίας με άλλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας.
Ωστόσο ένα φτιασιδωμένο προσωπείο κάλυπτε, από μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, το πραγματικό της πρόσωπο, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Η εκλογική της επιτυχία την έφερε σε πρώτο πλάνο μέσω της τηλεόρασης κυρίως, σε όλα τα ελληνικά σπίτια. Φαίνεται πως αυτή ακριβώς η επιτυχία την αποθράσυνε. Η επίθεση στις δύο πολιτικούς έδειξε αυτό που πολλοί αρνούνταν, για τους λόγους του ο καθένας, να δουν και μάλιστα σε ζωντανή μετάδοση. Με αφορμή όχι μόνο τη διά τηλεοράσεως επίθεση στις δύο πολιτικούς αλλά, κυρίως, όσα βίαια διαδραματίζονται σε χρόνο και τόπους που δεν είναι προσβάσιμοι από τις τηλεοπτικές κάμερες, απευθυνθήκαμε σε πέντε έγκριτους Έλληνες ιστορικούς, τον Σπύρο Ασδραχά, πρόεδρο των ΑΣΚΙ, τον Αντώνη Λιάκο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον Σήφη Πολυμέρη, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τον Στράτο Δορδανά, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και την Τασούλα Βερβενιώτη, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Ζητήσαμε το δικό τους σχόλιο σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οφείλει να δράσει η κοινωνία μας και η Δημοκρατία μας απέναντι στο νεοναζιστικό φαινόμενο.
Σπύρος Ασδραχάς
Το νεοναζιστικό φαινόμενο έχει ένα ιστορικό βάθος. Δεν είναι φυσικά αποκλειστικά ελληνικό αλλά διαδεδομένο σε πολλές ευρωπαϊκές και άλλες χώρες. Ως προς την ελληνική περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για δύο κινήματα. Ένα εθνοκεντρικό, φασιστικής και όχι εθνικοσοσιαλιστικής επίνοιας και ένα δεύτερο χωρίς ιδεολογία αλλά οργανικά δεμένο με τον γερμανικό ναζισμό, και αναφέρομαι στους συνεργάτες, ενόπλους και αόπλους, των Γερμανών στην Κατοχή. Ο διωγμός της ΕΑΜΙΚΗΣ Αντίστασης, σε συνέχεια ο Εμφύλιος πόλεμος και η μετά απ' αυτόν τρομοκρατική περίοδος στηρίχτηκε κατά μεγάλο μέρος στους δωσίλογους και μάλιστα στους ένοπλους που βρίσκονταν στην υπηρεσία του κατακτητή και εν συνεχεία πήραν διάφορες ένοπλες μορφές όπως οι Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου και τα συναφή. Ετούτο δε σημαίνει ότι τα ένοπλα αυτά σώματα ευφορούνταν από ναζιστικές ιδέες, οι οποίες ωστόσο υπόφωσκαν. Για ν' αποκτήσει μαζικότητα ένα σύγχρονο νεοναζιστικό κίνημα θα πρέπει να βρεθεί ή να εφευρεθεί ο αποδιοπομπαίος τράγος. Στο χιτλερικό και τόσο οργανωμένο και ακόμα με λαϊκή βάση παράδειγμα ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν φυσικά οι Εβραίοι. Στη σημερινή ελληνική υποπερίπτωση του νεοναζισμού, αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι οι μετανάστες. Δεν έχουμε νύχτα των Κρυστάλλων αλλά έχουμε ατομικούς διωγμούς που ξεπερνούν κάθε έννοια νομιμότητας. Περιττεύει να προσθέσω ότι το σκεπτικό και η νοοτροπία των νεοναζιστών αποκλείει οιονδήποτε διάλογο και ανταλλαγή απόψεων.
Θέλω να ελπίζω ότι όσοι ψηφοφόροι στήριξαν τη Χρυσή Αυγή το έκαναν χωρίς συνείδηση και θα έλεγα και χωρίς ταύτιση με το νεοναζιστικό ιδεώδες. Οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες προκάλεσαν το μίσος τους, το οποίο βεβαίως δεν είναι μοναδικό φαινόμενο στη νεότερη ιστορία μας, και αυτό το μίσος τους οδήγησε να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κόμματος με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Δεν θα ήθελα να επαναληφθεί ό,τι έγινε μετά την Κατοχή με την αυτοάμυνα. Θα έλπιζα ότι η έννομη τάξη θα έβρισκε άλλους τρόπους να εξουδετερώσει τη νεοναζιστική απειλή και να μην αναγκάσει τον πολύ κόσμο να απαντήσει υιοθετώντας τη βία, την οποία έχει αναγάγει σε όργανο το νεοναζιστικό αυτό μόρφωμα.
Αντώνης Λιάκος
Καταρχάς υπάρχει ευρωπαϊκή νομοθεσία που αφορά αυτό που αποκαλείται "ο λόγος του μίσους" η διάδοση δηλαδή απόψεων οι οποίες υποκινούν το μίσος απέναντι σε μειονοτικές ομάδες ή απέναντι σε μετανάστες. Στη χώρα μας φτάσαμε όχι μόνο να μην διώκεται αυτός ο λόγος, και αυτό το είχαμε δει και παλιότερα με τη δίκη του Κ. Πλεύρη του οποίου το βιβλίο αποτελούνταν από μισαλλόδοξες επιθέσεις εναντίον των Εβραίων και από πλήρη άρνηση του ολοκαυτώματος. Στην περίπτωση αυτή αντί να καταδικαστεί ο συγγραφέας καταδικάστηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας.
Το αποκορύφωμα όμως υπήρξε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τόσο πριν όσο και, κυρίως, μετά την 6η Μαΐου, όταν η δημόσια τηλεόραση, το δημόσιο ραδιόφωνο αλλά και τα ιδιωτικά ΜΜΕ έδιναν πολλές φορές βήμα προβολής αυτού του μισαλλόδοξου λόγου, κυρίως εναντίον των μεταναστών. Πράγμα που στις περισσότερες χώρες είναι εκτός νομιμότητας, εδώ του δόθηκε δημόσιο βήμα εν ονόματι της κατανομής του πολιτικού χρόνου ανάμεσα στα κόμματα. Το δεύτερο ζήτημα είναι ότι σε όποια κανάλια, σε όποιες εκπομπές βγήκαν οι νεοναζιστές, οι δημοσιογράφοι ήταν, δυστυχώς, εντελώς απροετοίμαστοι τόσο από επιχειρήματα όσο και από γνώση του είδους του λόγου που χρησιμοποιούν, με αποτέλεσμα να μετατρέπουν τις συνεντεύξεις σε προπαγάνδα. Μερικοί μάλιστα τους παρουσίαζαν ως τους τύπους της διπλανής πόρτας. Βεβαίως υπάρχει ολόκληρο ζήτημα μ' αυτού του τύπου τις εκπομπές συγκρούσεων, θέαμα για το κοινό, που φιλοξενούν τα κανάλια όπου η λεκτική βία περισσεύει.
Απ' αυτή την άποψη τα ίδια τα κόμματα πρέπει να ξανασκεφτούν όχι μόνο τον αποκλεισμό των ναζιστών αλλά το πώς θα διεξάγουν στο εξής τις συζητήσεις. Η κοινωνία έχει λόγο απέναντι σ' αυτό, διότι άλλο είναι η αντιμετώπιση του νεοναζισμού ως τηλεοπτικό θέαμα και άλλο είναι η αντιμετώπισή της στην καθημερινή ζωή και πρακτική. Η κοινωνία οφείλει να απονομιμοποιήσει τον λόγο των ναζιστών ως προς τα συστατικά του στοιχεία, και τα συστατικά του στοιχεία διαχέονται από χώρους οι οποίοι είναι πολύ ευρύτεροι από τον κύκλο των νεοναζιστών. Μέσα σ' αυτούς τους χώρους οι οποίοι δημιουργούνται από ένα πλαίσιο εννοιών, λέξεων, απαξιωτικών κατηγοριών και αντιλήψεων οι ναζιστές μπορούν να κυκλοφορούν σε ένα οικείο περιβάλλον το οποίο τους νομιμοποιεί. Να απονομιμοποιηθεί αυτό το περιβάλλον, και να το αποβάλλουν επίσης και πολιτικοί και κόμματα αλλά και ΜΜΕ οι οποίοι το χρησιμοποιούν.
Πολυμέρης Βόγλης
Σε μεγάλο βαθμό η Χρυσή Αυγή το προηγούμενο διάστημα ψάρευε σε θολά νερά. Πολλοί πολίτες ψήφισαν Χρυσή Αυγή χωρίς να γνωρίζουν ποια πραγματικά είναι αυτή η οργάνωση και τι πρεσβεύει, σε μια κίνηση, περισσότερο αντίδρασης απέναντι στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. Η δημοσιότητα που έλαβε στη συνέχεια, με αποκορύφωμα το περιστατικό της Πέμπτης, λειτούργησε αρκετά αποκαλυπτικά για το ποιόν της. Πλέον ο κόσμος γνωρίζει τι είναι η Χρυσή Αυγή και με βάση αυτό μπορεί κανείς να ελπίζει ότι πολλοί πολίτες δεν θα την ψηφίσουν ξανά. Αυτή είναι η μία εκδοχή των ανθρώπων που παραπλανήθηκαν χωρίς να ξέρουν τι ψήφισαν.
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη πλευρά πολύ πιο ανησυχητική. Ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας στρέφεται σε όλο και πιο ακραίες, αντιδραστικές αντιλήψεις. Πρόκειται δηλαδή για μια μερίδα πολιτών που σε συνθήκες πολύπλευρης κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, υιοθετεί την πολιτική του μίσους. Πρώτα και κύρια εναντίον των μεταναστών αλλά και γενικότερα εναντίον όσων θεωρούν υπεύθυνους για τη σημερινή κατάσταση. Το μείγμα πολιτικής του μίσους και χρήσης βίας είναι πραγματικά απειλητικό γιατί ακριβώς ωθεί τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης αποσυνθέτοντας τον κοινωνικό ιστό. Αυτό το οποίο προέχει δεν είναι μόνο η καταδίκη της χρήσης της βίας αλλά κυρίως της λογικής που συδαυλίζει αυτή τη βία.
Οι λογικές του εθνικισμού ή του ρατσισμού που βέβαια δεν καλλιεργούνται μόνο από τη Χρυσή Αυγή είναι εκείνες οι οποίες πρέπει να στιγματιστούν και τεθούν στο περιθώριο. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει μια άμεση-αμεσότατη ευαισθητοποίηση και ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας για το πραγματικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής και την απειλή που συνιστά. Η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής δεν είναι υπόθεση μόνο της Αριστεράς αφορά κάθε πολίτη αλλά και κάθε πολιτικό αυτής της χώρας.
Στράτος Δορδανάς
Αποδέχομαι τη δυνατότητα που δίνεται στο εκλογικό σώμα να εκφράζει την έντονη διαφωνία του και φυσικά τη δυσαρέσκειά του για το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, μέρος του οποίου ασφαλώς και ευθύνεται για την υπάρχουσα κρίση. Παρʼ όλα αυτά η ψήφος διαμαρτυρίας δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να είναι τυφλή, όση οργή και αν κρύβει μέσα της, ούτε και αποτελεί η οργή αυτή καλό οδηγό συνετής εκλογικής συμπεριφοράς. Στην προκειμένη περίπτωση ο «κυρίαρχος» ελληνικός λαός οφείλει να προασπίσει την κοινωνική συνοχή και να ενισχύσει τους δημοκρατικούς πυλώνες του πολιτεύματός μας μέσα από τη διαρκή εγρήγορση και την ενεργή συμμετοχική παρουσία του. Με μια απλή επισήμανση:
Δεν δικαιούμαστε να ασκούμε το κορυφαίο δημοκρατικό δικαίωμά μας για την «πλάκα» ή για να εκδικηθούμε ένα σαθρό σύστημα που οδήγησε τη χώρα στο χείλος της αβύσσου. Δεν χρειάζονται εξαιρετικές ικανότητες για να μαντέψει κανείς πως από το «αυγό του φιδιού» φίδι θα γεννηθεί. Η ίδια η κοινωνία είναι το τελευταίο οχυρό πριν την τελική επέλαση εναντίον της δημοκρατίας. Οι δικαιολογίες πως δεν γνωρίζαμε, πως δεν μας ενδιαφέρουν οι ξυλοδαρμοί μεταναστών, αν δεν τους επικροτούμε κιόλας, πως μπορούμε να δοκιμάσουμε χωρίς συνέπειες από το «νέο ακροδεξιό φρούτο» στο πλαίσιο της μεγάλης και γεμάτης κατανόηση δημοκρατικής αγκάλης, παραπέμπουν αναμφίβολα στα φαντάσματα του παρελθόντος.
Τασούλα Βερβενιώτη
Για έναν τόσο "γενναίο άντρα" ήταν πιο εύκολο να τολμήσει μια τέτοια "ανδρεία" πράξη, επειδή είχε απέναντί του γυναίκες. Αυτός και οι όμοιοί του έχουν συνηθίσει να χτυπούν πολλοί μαζί έναν μοναχικό και συνήθως ανυπεράσπιστο μετανάστη. Θεωρώ ότι είναι απόγονοι των άλλων "γενναίων" που έλεγαν στους Γερμανούς ποιοί Έλληνες ήταν ενταγμένοι στην Αντίσταση ώστε να τους κάψουν τα σπίτια και αργότερα συνήθιζαν να κόβουν τα κεφάλια των αριστερών, να τα βάζουν σε μια σακκούλα και να πηγαίνουν να λάβουν τον οβολόν τους με το "κομμάτι". Αποτελούν τα απομεινάρια των φαντασμάτων τους. Η άσκηση τρομοκρατίας έχει πάντα την ανάγκη να επιδεικνύεται και η τηλεόραση είναι ένα μέσο. Στην Κατοχή οι Γερμανοί κάθε μέρα ανακοίνωναν τον αριθμό αυτών που εκτελούσαν στο Χαϊδάρι από τα ραδιόφωνα. Η κοινωνία μας χρειάζεται να αλλάξει για να μπορέσει να ανταποκριθεί στη νέα εποχή που γεννιέται. Η δημοκρατία μας κινδυνεύει στο ποσοστό που οι Έλληνες πολίτες βρίσκουν ότι η αυτοδικία επιτρέπεται και αναγνωρίζουν σε έναν "άντρα" το δικαίωμα να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Παρ' όλα όμως τα ελλείμματα δημοκρατίας που υπάρχουν, δεν είμαστε σ' αυτό το επίπεδο. Δεν μπορούν πλέον να κόβουν κεφάλια, πετάνε ποτήρια νερό και ρίχνουν μπουνιές. Έχουμε κατακτήσει ένα πολιτισμό και η πλειοψηφία των πολιτών δεν επικροτεί βίαιες πράξεις και συμπεριφορές. Τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν μπορούν να στοιχειώσουν την κοινωνία μας γιατί είμαστε περισσότερο ελεύθεροι, άρα λιγότερο φοβισμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου