Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Από την Οικουμενικότητα του Διαφωτισμού στα Μεταμοντέρνα Αδιέξοδα: Αναζητώντας το Μίτο του Ορθού Λόγου

Ζήσης Παπαδημητρίου
Η συζήτηση για το μεταμοντέρνο άρχισε ουσιαστικά στα μέσα της δεκαετίας του '70 και συνδέεται άμεσα με την κρίση του συ­στήματος αξιών της νεωτερικότητας. Τόσο οι συντηρητικές όσο και οι «προοδευτικές» παραλλαγές του μεταμοντέρνου εκφράζουν κατά την άποψή μου την απογοήτευση της αστικής διανόησης για τη διάψευση των επαγγελιών του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Αποτελούν, όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί, «φιλοσοφίες του συμβιβασμού», καθώς «θεωρούν αδύνατη ή και απίθανη την αλλαγή του κόσμου», με το πρόσχημα ότι η κριτική αδυνατεί να επηρεάσει τις εξελίξεις στον πλανήτη μας «επικροτώντας έτσι την ισχύουσα τάξη πραγμάτων, το status quο»l. Αμφισβητώντας την αποδεικτική ισχύ του ορθού Λόγου, οι θε­ωρητικοί του μεταμοντέρνου διατείνονται πως η κατανόηση της πολυπλοκότητας των σύγχρονων κοινωνιών προϋποθέτει τη χειραφέτηση της σκέψης από τα ορθολογικά αξιώματα της νεωτερικότητας2.
Ενδεικτική ως προς τη στάση αυτή είναι η περίπτωση του Γάλλου θεωρητικού του μεταμοντερνισμού Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ3.
Η επιμονή του στην ανάγκη υπέρβασης του σύγχρονου ορθολογισμού τον οδήγησε τελικά στην αποδοχή άκρως συντηρητικών απόψεων. Σε πλήρη αντίθεση με το βασικό του αντίπαλο, το Γερμανό κοινωνικό φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος επιμένει στην ολοκλήρωση του προγράμματος της νεωτερικότητας4. Ο Λυοτάρ υποστηρίζει πως όλες οι μετα-αφηγήσεις δεν οδηγούν πουθενά και πως είναι ανώφελο να αρθρώσει κανείς μια ακόμη μετα-αφήγηση. Αρνείται με άλλα λόγια τη δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής, μέσα από τη χειραφέτηση των υποκειμένων. Έτσι, από «φαινομενολόγος μαρξιστής και στρατευμένος σοσιαλιστής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Άξελ Χόννεθ, ο Λυοτάρ κατέληξε να είναι «πεπεισμένος νιτσείστής», με αποτέλεσμα η κριτική του να μην επικεντρώνεται πλέον «στον καπιταλισμό, ως μορφή κοινωνικής οργάνωσης, αλλά στο λογοκεντρισμό των νεότερων χρόνων»5. Η αντιπάθεια του Λυοτάρ για την καθολικότητα τον εμποδίζει να κατανοήσει πως δεν είναι η καθολικότητα καθεαυτή το πρόβλημα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζεται κάθε φορά το περιεχόμενό της.
Στη θέση της μιας και μοναδικής ορθολογικότητας που καλλιέργησε η νεωτερικότητα, ο μεταμοντερνισμός αντιπαραθέτει τη δική του πολλαπλότητα των ορθολογικοτήτων. Σε αντίθεση με την καθολικότητα, η μεταμοντέρνα πολλαπλότητα, ισχυρίζονται οι θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού, όχι μόνο εγγυάται την ελευθερία, αλλά και συμβάλλει στην ακριβέστερη διατύπωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η εποχή μας. Το αίτημα της πολλαπλότητας αποτελεί ένα είδος «ηθικής επιταγής». Στόχος δηλαδή του μεταμοντέρνου είναι η ανάπτυξη μιας νέας θεωρίας, ενός «μετα-οικουμενικού» Λόγου, προκειμένου να απο­ κατασταθεί η κλασική λειτουργία του Λόγου που επιτρέπει την ετερογένεια των ορθολογικοτήτων, τη διαφοροποίηση, αλλά και την αντιπαράθεση6
Στο όνομα της υπέρβασης της νεωτερικότητας, την οποία και καταγγέλλει ως δήθεν ξεπερασμένη, και με το πρόσχημα της κριτικής, ο μεταμοντερνισμός συμβάλλει στη νομιμοποίηση και στη συντήρηση του κοινωνικού και πολιτικού κατεστημένου. Μέσω της κριτικής στον ορθολογισμό της νεωτερικότητας αμφισβητούνται τελικά οι βασικές αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης που επαγγέλθηκε ο Διαφωτισμός7. Η αποδιάρθρωση του σύγχρονου αξιώματος του Λόγου αναγγέλλεται από τους θεωρητικούς της μετανεωτερικότητας «ως μελαγχολικό αίσθημα απώλειας των ευρωπαίκών ιδεωδών της χειραφέτησης και ως τραγική παραδοχή ενός αγεφύρωτου σχετικισμού των αντιλήψεων για τον κόσμο (Weltbilder), από τις οποίες κυριαρχήθηκαν αυτά τα πνευματικά ρεύματα»8. Η αναφορά στο «τέλος της ιστορίας» που συνοδεύει την κριτική του μεταμοντέρνου στο project της νεωτερικότητας υποδηλώνει πως η αστική αντίληψη για την ιστορία, ως διαδικασία εκλογίκευσης και ελέγχου πάνω στη φύση και στην κοινωνία, βρίσκεται σε βαθιά κρίση.
Η διαγραφόμενη καταστροφή του οικοσυστήματος ως απόρ­ ροια της άναρχης καπιταλιστικής οικονομίας, η εξαθλίωση και η απολιτικοποίηση των μαζών στο πλαίσιο της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και η έλλειψη εναλλακτικών μορφών οργάνωσης της κοινωνικής ζωής προκαλούν άγχη, υπονομεύοντας έτσι την πίστη στην έννοια της προόδου που καλλιέργησε η νεωτερικότητα. Καθώς με την παγκοσμιοποίηση η οικονομία αυτονομείται απέναντι σε κάθε είδους πολιτική και ηθική επιτα­ γή, υπονομεύει τα θεμέλια του πολιτιστικού συστήματος του αστισμού, προκαλώντας αβεβαιότητες και ανασφάλειες, ιδιαίτερα μεταξύ των διανοουμένων, οι οποίοι, προκειμένου να διασκεδάσουν τους υποκειμενικούς τους φόβους, αποστρέφονται το πολιτικό discurs και αναζητούν απαντήσεις και λύσεις στο χώρο της αισθητικής (η γνωστή «προτεραιότητα της αισθητικής καινοτομίας» του Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ).
Η αισθητικοποίηση της πολιτικής, καθώς οδηγεί στην απολι­ τικοποίηση των ατόμων, λειτουργεί ως υποκατάστατο της φθίνουσας κοινωνικής και πολιτικής ταυτότητας του μεταφορντικού υποκειμένου: του ανθρώπου που έχει ενσωματωθεί πλήρως στη λογική της καταναλωτικής κοινωνίας. Με την έννοια αυτή ο μεταμοντερνισμός δεν αποτελεί υπέρβαση της κρίσης που χαρακτηρίζει τη νεωτερικότητα, αλλά έκφραση ανορθολογισμού και στροφή προς τα πίσω. Η μετατόπιση αυτή του ενδιαφέροντος του μεταμοντερνισμού από τα περιεχόμενα στην αισθητική διάσταση των αντικειμένων τον καθιστά αναπόδραστα αναχρονιστικό.
Οι τάσεις «ενεστωποίησης» του παρελθόντος που χαρακτηρίζουν τη μετανεωτερική σκέψη, είναι ιδιαίτερα έντονες στην αρχιτεκτονική που αποτελεί άλλωστε και τον κατεξοχήν χώρο διεξαγωγής της συζήτησης για το μεταμοντέρνο. Η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική δεν επιδιώκει πλέον να διαδραματίσει το ρόλο του κοινωνικού αναμορφωτή, αλλά επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη θεαματική κατανάλωση παρατακτικά τοποθετημένων αρχιτεκτονικών στυλ και στοιχείων. Απευθύνεται σε πολλά γούστα, αισθητικοποιεί τη σχέση των υποκειμένων με τα αντικείμενα, εξατομικεύει την εμπειρία και τελικά υπονομεύει την ανάπτυξη συλλογικής πρόσληψης και κατανόησης του κόσμου.
Σε αντίθεση με τους πρωτοπόρους του Μοντέρνου Κινήματος της αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου, που είχαν συνδέσει τις δραστηριότητές τους με τα «αιτήματα κοινωνικής αλλαγής», οι πρωταγωνιστές του μεταμοντερνισμού «φαίνεται να έχουν εξαρχής συμβιβαστεί με την πραγματικότητα του ώριμου καπιταλισμού»9. Η μετανεωτερική αρχιτεκτονική θέλησε κατά κάποιο τρόπο να “εξανθρωπίσει” την πόλη, την οποία, υποτίθεται, είχε καταστρέψει η ισοπεδωτική ιδεολογία της νεωτερικότητας, χωρίς ωστόσο και να διαθέτει έστω και ένα υποτυπώδες κοινωνικό πρόγραμμα10.
Όμως, η συζήτηση για το μεταμοντέρνο γενικεύεται και απο­ κτά ιδιαίτερη θεωρητική σημασία, όταν μεταφέρεται από το χώρο της λογοτεχνίας και της αρχιτεκτονικής στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Στο βαθμό που ο μεταμοντερνισμός διατυπώνει απόψεις σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητας, μετατρέπεται από αισθητικό ρεύμα σε «ηθική θεωρίω) της μετανεωτερικότητας με σοβαρές ιδεολογικοπολιτικές προεκτάσεις. Ο δήθεν ριζοσπαστισμός που εκλύει η μεταμοντέρνα θεωρία εξαντλεί ται στην αισθητική καταγγελία. Στην πραγματικότητα, όμως, νομιμοποιεί την κοινωνική απραξία και τελικά στην αποδοχή της ισχύουσας τάξης πραγμάτων, εξαλείφοντας από το σχέδιό της το αίτημα της υπέρβασης των εξουσιαστικών σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται σήμερα στο πλαίσιο της νεο­καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Η μετανεωτερική σκέψη, καθώς επισημαίνει υπαρκτά προβλήματα, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει την αφετηρία για τη διερεύνηση των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών συνθηκών του ώριμου καπιταλισμού, εγκλωβισμένη ωστόσο στη νεοσυντηρητική προσέγγιση της κοινωνικής κρίσης, καταλήγει τελικά «να αποθαρρύνει εκ των προτέρων κάθε κριτική θεωρία της τέχνης και κατ' επέκταση της κοινωνίας11. Με την έννοια αυτή οι θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού, ακόμη και όταν δια­ τείνονται ότι στοχεύουν στην κριτική των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, τις οποίες, υποτίθεται, ότι καταγγέλλουν (Λυοτάρ, Ντεριντά κ.ά.), εμπλέκονται στη λογική τους και μετατρέπονται έτσι συνειδητά ή ασυνείδητα σε όργανα της κοινωνικής και πολιτικής συντήρησης12.
Το αίτημα της πολλαπλότητας του μεταμοντερνισμού, συναρθρώνεται ιδεολογικά με το πνεύμα της σύγχρονης κατανα­ λωτικής κοινωνίας, καλλιεργώντας μεταξύ των ανθρώπων την ψευδαίσθηση της μοναδικότητας. Έτσι Π.χ. σλόγκαν «Γιατί έτσι μου αρέσει» της γνωστής μπύρας ενισχύει την αίσθηση της δήθεν υποκειμενικής επιλογής και λειτουργεί ως εκ τούτου χειραγωγικά, καθώς εμποδίζει τα άτομα να κατανοήσουν πως οι επιλογές τους δεν είναι αυτοδύναμες, αλλά εκ των προτέρων προσδιορισμένες. Το ίδιο ισχύει άλλωστε για τη διαφήμιση στο χώρο της μόδας, της μουσικής, αλλά και της διασκέδασης γενικότερα.  Η αντιφατικότητα του μεταμοντέρνου συνίσταται μεταξύ άλ­ λων και στο γεγονός ότι αυτοανακηρύσσεται σε θεωρία, τη στιγμή που διατείνεται πως «η θεωρητική έρευνα είναι μια ανέλπιδη προσπάθεια» 13. Η σύγχυση που επικρατεί γύρω από την προβληματική της μετανεωτερικότητας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο γεγονός ότι η έννοια του μεταμοντέρνου, αν και χρησιμοποιείται τελευταία πληθωριστικά, δεν έχει διευκρινισθεί ακόμη σημασιολογικά. Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του όρου μεταμοντέρνο, οι απόψεις διίστανται. Ορισμένοι ταυτίζουν το μεταμοντέρνο με την εποχή των νέων τεχνολογιών ή καλύτερα με τον «πόλεμο των άστρων»(SDΙ), ενώ κάποιοι άλλοι το συνδέουν με την άρνηση της κυριαρχίας των τεχνοκρατών και την εμφάνιση οικολογικής προβληματικής και συνείδησης. Τέλος, υπάρχουν ομάδες που εντοπίζουν στο μεταμοντέρνο μια τάση υπέρβασης του κατακερματισμού της σύγχρονης κοινωνίας, μέσω της δημιουργίας ενός νέου μύθου ικανού να επανασυνδέσει τα άτομα14.
Η θεωρία του μεταμοντέρνου δεν περιορίζεται, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, μόνο στην ερμηνεία των αλλαγών που παρατηρούνται στη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και γενικά στην αισθητική. Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, Π.χ. ο όρος μεταμοντέρνο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη λεγόμενη μετα­βιομηχανική κοινωνία των υπηρεσιών, στην αντικατάσταση των συμβατικών προτύπων οικονομικής ανάπτυξης από το πρότυπο της ευέλικτης βιομηχανικής παραγωγής και γενικά τη μετάβαση από το ένα και μοναδικό παράδειγμα στην πολλαπλότητα των παραδειγμάτων15.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εγκυρότητα του όρου αμφισβητεί­ ται όχι μόνο από τους επικριτές, αλλά και από τους ίδιους τους εκπροσώπους της μετανεωτερικής θεωρίας. Έτσι, ο Χένριχ Κλοτζ αμφισβητεί τη χρησιμότητα του όρου16.  Το ίδιο ισχύει και για τον Ντιέτμαρ Κάμπερ, ο οποίος σε άρθρο του σχετικά με το Διαφωτισμό αρνείται ότι η θεωρία του μεταμοντέρνου έχει σηματοδοτήσει μια νέα εποχή στο χώρο της επιστημονικής σκέψης17. Ιδιαίτερα καυστικός είναι ο Ουμπέρτο Έκο. Για τον Έκο η έννοια του μεταμοντέρνου είναι έννοια «passepartout». Αν η νεφελώδης αυτή έννοια, τονίζει χαρακτηριστικά ο Έκο, συνεχίσει ακάθεκτη την ιμπεριαλιστική της πορεία, τότε «στην κατηγορία του μεταμοντέρνου θα περιληφθεί και ο Όμηρος». Σχολιάζοντας τη σχέση μεταξύ μοντέρνου και μεταμοντέρνου, ο Έκο γράφει με περισσή ειρωνεία: «Σε όποιον δεν καταλαβαίνει το παιχνίδι του μοντέρνου, δεν του απομένει παρά να το απορρίψει, ενώ στο μεταμοντέρνο μπορεί, χωρίς να καταλαβαίνει το παιχνίδι, να παίρνει τα πράγματα στα σοβαρά»18.
Είναι αλήθεια πως στο πλαίσιο της μετανεωτερικής συζήτησης επικρατεί έντονος βερμπαλισμός, αλλά και φετιχισμός των εννοιών. Ο φετιχισμός αυτός δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεται. Έχει συχνά ως στόχο να προσδώσει, με αυταρχικό τρόπο, μέσο της δήθεν επιστημονικής αυθεντίας, νόημα σε κοινοτοπίες. Έτσι, η γλώσσα, ο λόγος, από μέσο επικοινωνίας, αντιπαράθεσης, προβληματισμού και αλληλοκατανόησης μεταμορφώνεται στο πλαίσιο του μετανεωτερικού διαλόγου σε γρίφο, αφού συνειδητά έχει αυτονομηθεί από τα νοήματα. Το μεταμοντέρνο discurs, παραιτούμενο από την αποκάλυψη της αλήθειας, καταλήγει στην παραμόρφωση της πραγματικότητας. Δυσνόητες προτάσεις, συχνά χωρίς κανένα νόημα, λειτουργούν για τους θεωρητικούς του μεταμοντέρνου ψυχολογικά, καθώς ελπίζουν πως οι ασυναρτησίες τους θα εκληφθούν ως «ακαδημαίκή επαγγελματική αρρώστια» 19.
Ο λεκτικός ναρκισσισμός των θεωρητικών του μεταμοντερνι­σμού είναι πράγματι εμφανής. Όσο πιο ακατανόητα τα κείμενά τους, τόσο πιο μεγάλη η επιστημονική τους αξία. Η εξουσία, το σύστημα, χρειάζεται «τους ακίνδυνους σαλτιμπάγκους» της διανόησης, γιατί, μέσω του επιστημονικού επιχρίσματος των όσων αναπτύσσουν, τη νομιμοποιούν στη συνείδηση της αλλοτριωμένης κοινής γνώμης20.
Στόχος λοιπόν του μεταμοντέρνου λόγου δεν είναι η χειρα­φέτηση των υποκειμένων από τα «δεσμά» της ορθολογικής νεωτερικότητας, αλλά η καταστροφή της συλλογικότητας, της κοινής γλώσσας των ανθρώπων που θα τους έδινε τη δυνατότητα να λύσουν τα προβλήματά τους μέσω της επικοινωνίας και όχι με τη βία. Η εξάπλωση της βίας ως μέσο «επίλυσης» των διαφορών στην εποχή μας χρησιμοποιείται τεχνηέντως από τους θιασώτες του μεταμοντερνισμού για να στηρίξουν τις σαθρές, αλλά ουδόλως ακίνδυνες αντιλήψεις τους περί της δήθεν ανικανό­τητας των μαζών να επικοινωνήσουν «λογικά» μεταξύ τους, προκειμένου να γεφυρώσουν τις πραγματικές ή και φαντασιακές τους διαφορές. Καθώς ο μεταμοντερνισμός προωθεί την έκπτωση του πολιτικού, υπονομεύει την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, ενισχύει την αποσπασματικότητα στην πρόσληψη του εξωτερικού κόσμου και εμποδίζει έτσι τη συγκρότηση συλλογικής συνείδησης. Διασπώντας την ενότητα των νοημάτων, οδηγώντας στον κατακερματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, αναδυκνύοντας τη μερικότητα και συνακόλουθα τη δυσπιστία στο κα­ θολικό σε βασική αρχή κοινωνικής οργάνωσης.
Ιδιαίτερα εμφανής είναι η τάση αυτή στο χώρο της αρχιτε­κτονικής. Ο όρος της «διπλής κωδικοποίησης» που χρησιμοποιούν οι θεωρητικοί της μετανεωτερικής αρχιτεκτονικής υποδηλώνει την ικανότητα του μεταμοντέρνου να απευθύνεται τόσο στο διανοούμενο παρατηρητή όσο και στον απλό άνθρωπο. Στη μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική Ο κάθε παρατηρητής βρίσκει κάτι που ανταποκρίνεται στην αισθητική του και με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί, αδιαφορώντας για το σύνολο, για τη συνολική εικόνα. Ορισμένες οικοδομές, μάλιστα, δημιουργούν την εντύπωση μιας Βαβέλ τεχνοτροπιών, όπως Π.χ. το «πολύγλωσσο» κτίριο της πινακοθήκης της Στουτγκάρδης που αποτελεί πράγματι ένα συνονθύλευμα παραδοσιακών, μοντέρνων, γοτθικών, ρωμανικών, κλασικών κλπ. στοιχείων και απευθύνεται τόσο σε ελιτίστικα όσο και σε λαίκά γούστα21.
Σύμφωνα με την άποψη του μεταμοντέρνου Ιταλού ιστορικού της τέχνης Ακίλε Μπονί το Ολίβα, η τέχνη θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από την κοινωνική της στράτευση. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι ο υπηρέτης και προπαγανδιστής κάποιας κοινωνικής ουτοπίας. Η τέχνη, γράφει, «είναι εξ ορισμού αντικοινωνική πράξη», αφού η ύπαρξή της δεν προϋποθέτει τα όποια εξωτερικά ερεθίσματα, «εκτός από τις εσωτερικές δυνά­ μεις που την καθοδηγούν»22.
Η συζήτηση για το μεταμοντέρνο έχει ενσωματωθεί, κατά τη γνώμη μου, ανεπανόρθωτα στη νεοσυντηρητική πολιτική θεωρία. Οι θεωρητικές ευαισθησίες των οπαδών του μεταμοντερνισμού θα μπορούσαν κάλλιστα να λειτουργήσουν ως αφετηρία για τη διερεύνηση των προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνίας, όμως αυτό δεν συμβαίνει, καθότι απορρίπτουν εκ προοιμίου τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης. Όμως, ακόμη και αν δεχτούμε πως ο μεταμοντερνισμός αποτελεί ένα είδος μόδας που σύντομα θα περάσει, αυτό δεν σημαίνει πως θα εκλείψουν και τα διλήμματα της νεωτερικότητας. Ότι η κοινωνία μας αλλάζει, αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς. Προβλήματα ωστόσο δημιουργεί ο τρόπος με τον οποίο η μετανεωτερική θεωρία προσεγγίζει, αναλύει και ερμηνεύει αυτές τις αλλαγές. Έτσι, ο μετανεωτερικός λό­γος, αντί να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος, δημιουργεί επιπλέον θεωρητικά αδιέξοδα.
Κλείνοντας τη σύντομη εισήγησή μου επιτρέψτε μου να κάνω μια τελευταία παρατήρηση όσον αφορά τη σχέση της ελληνικής σκέψης με τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Θα ήταν μέγα λά­θος να θεωρήσουμε πως ο Διαφωτισμός αποτελεί υπόθεση του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, με την οποία δεν μας συνδέει τί­ποτα. Χωρίς την ελληνική σκέψη, χωρίς την έννοια του ορθού Λόγου, όπως αυτός διαμορφώθηκε αρχικά στην κλασική Ελλάδα, ο ευρωπαίκός Διαφωτισμός θα ήταν αδιανόητος. Απόρριψη του δυτικού ορθολογισμού σημαίνει και απόρριψη του ελληνικού πνεύματος. Στη βάση της αμφίρροπης σχέσης του ελληνισμού με την ευρωπαική νεωτερικότητα που καλλιεργείται τελευταία στη χώρα μας, κρύβεται, κατά την άποψή μου, μια αμυντική στάση που μας καθιστά τελικά καταναλωτές και όχι παραγωγούς αξιών και προτάσεων.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.   Zygmund Bauman, Η Αριστερά ως αντι-κουλτούρα της νεωτερικότητας, στο: Γ. Βέλτσος (επψ.), Η διαμάχη. Κείμενα για τη νεωτερικότητα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1990, σελ.242.
2.   AxeI Honneth, Το πάθος ενάντια στο καθολικό, ό.π., σελ. 84.
3.   Jean-Francois Lyotard, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1998, καθώς και το δοκίμιο Να ξαναγράψουμε τη νεωτερικότητα, ό.π., σσ. 204-219.
4.   Juergen Habermas, Die Modeme-Ein unvollendetes Projekt, στο:WοΙfgang WeIsch (επψ.), Wege αus der Modeme. Schluesseltexte derPostmodeme-DΊSkussion, Actα humαniorα, Weihnheim 1988, σσ.177-192.
5.   Axel Honneth, Το πάθος ενάντια στο καθολικό, στο: Γ. Βέλτσος, ό.π., σελ. 84.
6.   Wolfgang Welsch, Unsere postmodeme Modeme, VCH Acta humaniora, Weinheim 1988, σελ.
7.    Olivier RevauIt d" AI1onnes, Μικρή ιστορία της λέξης μεταμοντέρνο, στο: Μο­ ντέρνο-Μεταμοντέρνο, εκδ. Σμίλη, AeWa 1988, σελ. 14.
8.    Axel Honneth, ό.π., σελ. 91.
9.    Σάββας Κονταράτος, Ο αρχιτεκτονικός μεταμοντερνισμός ως απελευθέρωση και ως παραίτηση, στο: Μοντέρνο-Μεταμοντέρνο .... ' σελ. 84.
10. Γ. Τσιώμης, Το «όλα είναι αρχιτεκτονική» των μοντέρνων και των post. Η σχέση με την εξουσία και την τεχνική, Μοντέρνο-Μεταμοντέρνο ... , σελ. 114.
11.    OIivier Revault d' AI1onnes, ό.π., σελ. 14.
12.    Στο ίδιο, σελ. 24. καθώς και Richard Porty, Hαbermαs και Lyotαrd, στο: Γ.Βέλτσος (επιμ.), Η διαμάχη .... ' σελ. 111.
13.    Olivier Repαult d' Allonnes, ό.π., σελ. 26.
14.    Wolfgang Welsch, ό.π., σελ. 26.
15.    Wolfgang Welsch, ό.π., σελ. 11.
16.    Heinrich Klotz, Modeme-Postmodeme Architektur der Gegenwαrt 1960-1980, Braunschweig-Wiesbaden 1984, σελ. 15.
17.    Dietmar Kamper,Aufklαerung-Wαs sonst?, Merkur 436 (1985), σελ. 539.
18.    Umberto Eco, Επιμύθιο στο Όνομα του Ρόδου, Γνώση, Αθήνα 1993, σελ. 64
19.    Klaus Laermann, Lαcαncαn und Derίdαdα-Ueber die Frαnkolαtrίe ίπ den
KulturwΊSsenschαften, Kursbuch, 84 (1986), σελ. 39.
20.    Στο ίδιο, σελ. 41.
21.    Wolfgang Welsch, ό.π., σελ. 21.
22.    AchilIe Bonito OIiva, ιm Lαbyrίnth der Kunst, BerIin 1982, σελ. 89.

πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο, Ανάμεσα σε δύο κόσμους, εκδ. Ανιχνεύσεις, σελ. 97-107, ΣΕΤΜΘ,1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου