Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Να έχει κανείς ή να είναι – αυτό είναι το ζήτημα

Κώστας Ανδρουλιδάκης
Μ’ ένα τίποτα έζησα…Ώσπου τέλος ένιωσα, κι ας πα’ να μ’ έλεγαν τρελό, πως από ‘να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος. Οδυσσέας Ελύτης
Έχει βελτιώσει πραγματικά η ευημερία (όπου και όσο υπάρχει αυτή) την πραγματική ποιότητα ζωής του ανθρώπου; Ας αναρωτηθούμε, με αφετηρία το ερώτημα τούτο, τι έχει προκαλέσει η ευμάρεια, αν έχει συμβάλει στην εξύψωση της εσωτερικής ποιότητας του ανθρώπου, και ακόμη σε τι μπορεί να συνίσταται αυτή. Είναι εύλογο να επικεντρωθούμε στις αρνητικές πλευρές, χωρίς να λησμονούμε τα προφανή θετικά σημεία της τεχνικής προόδου, π.χ. στην Ιατρική.
Σταχυολογώ τελείως ενδεικτικά ορισμένα προβληματικά φαινόμενα, εκκινώντας από τα οικουμενικά και προχωρώντας προς όσα αφορούν ειδικότερα στην πατρίδα μας. Επειδή τα ζητήματα είναι ήδη κοινοί τόποι, αρκεί να τα αναφέρει κανείς ακροθιγώς και συντομογραφικά. Καταναλώνω, άρα υπάρχω: Τούτο φαίνεται να είναι το σύνθημα της εποχής μας. Όσο περισσότερα υλικά αγαθά αποκτά, κατέχει, απολαμβάνει και ιδίως επιδεικνύει κανείς, τόσο περισσότερο αξίζει, τόσο ψηλότερα ανεβαίνει στην κλίμακα της κοινωνικής επιτυχίας.
Στην Ελλάδα όλα τούτα επιδεινώνονται λόγω πολλών αιτίων – επακόλουθα πολλαπλής ανωριμότητας, απαιδευσίας, ατομικισμού. Ας θίξομε ορισμένα,  πασίγνωστα άλλωστε. Πρώτη, την περιβόητη διασκέδαση. Σε εποχές μάλιστα οικονομικής στενότητας,  πώς εξηγείται η άνθηση των νυχτερινών κέντρων, οι συνεχώς και αδιαλείπτως υπερπλήρεις «καφετέριες» σε ώρες εργάσιμες και μη, και μάλιστα με πελάτες νέους ανθρώπους στις καλύτερες και πιο δημιουργικές ηλικίες; Έπειτα, η διαβόητη «πολιτισμική βιομηχανία».  Ατελείωτη τηλεθέαση: Εκτός όλων των άλλων (της απίθανης σπατάλης χρόνου), η τηλεόραση είναι και η κυριότερη πηγή ή φορέας της διαφήμισης, η οποία με τη σειρά της είναι αίτιο της δημιουργίας, της διαδόσεως και της επιβολής πλασματικών ως επί το πλείστον αναγκών (ο  Παζολίνι είχε ζητήσει την κατάργηση της τηλεόρασης!). Συναυλίες αηδέστατων τραγουδιών και φριχτή θεατρική «επιθεώρηση» (για την οποία είχε εκφράσει την απέχθειά του ήδη ο Φ. Πολίτης). Μα ποιοι πάνε σ’ αυτά τα υποπροϊόντα ή σκουπίδια; Φίλος βιβλιοπώλης με πληροφορεί ότι οι χειρότεροι πελάτες του (οι πιο ακριβοθώρητοι) είναι οι εκπαιδευτικοί - οι ίδιοι άνθρωποι που θα ταξιδέψουν αυθημερόν και αεροπορικώς στην Αθήνα για να «διασκεδάσουν» σε νυχτερινά κέντρα! Τέλος, τα αυτοκίνητα: Δεν είναι προφανές ότι στις πόλεις μας δεν χωρούν άλλα αυτοκίνητα; Αντί να ρωτούνε οι αρμόδιοι πώς θα μετακινούνται καλύτερα οι πολίτες με τα δημόσια μέσα, σχεδιάζουν ολοένα και περισσότερα πάρκινγκ για να χωρέσουν τα αμέτρητα και υπερμεγέθη Ι.Χ.
Κρίσιμο θέμα συνιστά η διαχείριση του χρόνου από τη νέα γενιά (ιδίως από φοιτητές και μαθητές): video games, i-pod, surfing στο Διαδίκτυο, κινητό και e-mails στο φριχτό και πανάθλιο «Greeklish». (Έχουν προβληματισθεί σχετικά οι φωστήρες μας των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίοι θεωρούν το Διαδίκτυο ως την πανάκεια της εκπαίδευσης;). Οι περισσότεροι δεν διαβάζουν σχεδόν ποτέ και τίποτε αξιόλογο εκτός εξεταστέας ύλης, αλλά σπαταλούν υπέρμετρα και ασύστολα για τα κινητά και την ατελείωτη νυχτερινή διασκέδαση.
Σοβαρή ή και καθοριστική πλευρά του προβλήματος συνιστά η αποκοπή του σημερινού ανθρώπου, ιδίως της νέας γενιάς, από την ιστορία, την πολιτισμική παράδοση και τη ζωντανή ιστορική συνείδηση (πρβλ. Ν. Πολονύ, Τα χαμένα παιδιά μας). Οι περισσότεροι νέοι ζουν στο παρόν, αγνοούν την ιστορική (πολιτισμική, γλωσσική, εν τέλει πνευματική) διάσταση της ζωής. Δεν πρόκειται απλώς για έλλειψη ιστορικών γνώσεων αλλά για βαρειά ανθρωπολογική αναπηρία. Ο άνθρωπος εκτός από έλλογο ον (ακριβώς επειδή είναι έλλογο ον), είναι ον ιστορικό, πολιτισμικό και με αυτήν την έννοια πνευματικό. Δεν ζει σε κενό ιστορικό ή πολιτισμικό ούτε συνάδει με την αληθινή φύση του να αρχίζει τη ζωή του εκ του (ιστορικού και πολιτισμικού) μηδενός. Διαφορετικά επαληθεύεται η εκπληκτική παρατήρηση: «Κάθε ακαλλιέργητος άνθρωπος είναι μια καρικατούρα του εαυτού του» (Φ. Σλέγκελ). Ο άνθρωπος είναι ή καλύτερα γίνεται άνθρωπος μόνον εφ’ όσον αποκτά –εννοείται σε μιαν ατελεύτητη διαδικασία- ζωντανή ιστορική μνήμη: δηλαδή μόνον εφ’ όσον καλλιεργεί και κατακτά τη γλώσσα του, γνωρίζει την ιστορία και την παράδοσή του, οικειώνεται σιγά-σιγά, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, την κολοσσιαία πνευματική και πολιτισμική παράδοση της χώρας του και όλης της ανθρωπότητας.
Τα επακόλουθα του γενικευμένου εκβαρβαρισμού είναι εμφανή. Σύμφωνα με τη διορατική ανάλυση του G. Highet: «Ζούμε σ’ έναν  υλιστικό κόσμο. Σκεφτόμαστε διαρκώς πώς να κερδίσομε χρήματα, πώς να αποκτήσομε δύναμη –πάντα υλικά μεταφρασμένη– για μια ομάδα ή ένα έθνος, ή πώς να ξαναμοιράσομε τον πλούτο στις κοινωνικές τάξεις, τις χώρες ή τις ηπείρους. Ο πολιτισμός, όμως, δεν ενδιαφέρεται πρωταρχικά για το χρήμα, ούτε για τη δύναμη και τα υλικά αγαθά. Ενδιαφέρεται για το ανθρώπινο πνεύμα. ‘Πολιτισμένο’ δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ούτε το πλουσιότερο κράτος του κόσμου, ούτε καν μια οικουμενική κοινωνία με απεριόριστα πλούτη και ανέσεις, έστω κι αν παρείχαν σε κάθε μέλος τους την απαιτούμενη τροφή, ρούχα, μηχανές και υλικά αγαθά. Θα ήταν απλώς μια ‘υών πόλις’, όπως λέει ο Πλάτων: μια πολιτεία χοίρων, που τρώνε, πίνουν, ζευγαρώνουν και κοιμούνται, ώσπου να πεθάνουν» (Η κλασική παράδοση).
Ποια είναι άραγε τα αίτια της κατάστασης αυτής; Δεν λησμονούμε βέβαια την αντίθεση μεταξύ της υπέρμετρης ευημερίας ή ευμάρειας και των παρενεργειών της και της ακραίας ένδειας και εξαθλίωσης σε μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας. Τα προφανέστερα αίτια είναι:  Η απαιδευσία, το ψυχικό κενό, το ανικανοποίητο, η συνακόλουθη απέραντη πλήξη και οι απεγνωσμένοι τρόποι να την αποφύγομε. Μια βαθυστόχαστη ανάλυση προσφέρει ο Σοπενχάουερ: «Οι δύο εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας είναι ο πόνος και η πλήξη. Η ανάγκη και η στέρηση γεννούν τον πόνο, αντιθέτως η ασφάλεια και η αφθονία την πλήξη. Γι’ αυτό βλέπομε την κατώτερη λαϊκή τάξη σε ένα διαρκή αγώνα εναντίον της ανάγκης, άρα του πόνου* αντιθέτως, τον πλούσιο και ευγενή κόσμο σε ένα συνεχή, συχνά πραγματικά απεγνωσμένο αγώνα εναντίον της πλήξης».
Αυτή η μανιώδης, απεγνωσμένη επιδίωξη υλικών αγαθών και απολαύσεων δεν μαρτυρεί τίποτε άλλο παρά κενό εσωτερικό, άνθρωπο ανερμάτιστο, χωρίς θεμέλια ψυχικά και πνευματικά. «Ένας ευφυής άνθρωπος, σε πλήρη μοναξιά, έχει θαυμάσια ψυχαγωγία με τις σκέψεις και τη φαντασία του, ενώ η διαρκής εναλλαγή συντροφιάς, θεαμάτων, εκδρομών και διασκεδάσεων δεν καταφέρνει να απαλλάξει τον αναίσθητο από τη βασανιστική πλήξη. Ένας καλός, μετρημένος, πράος χαρακτήρας μπορεί να είναι ευχαριστημένος ακόμη και στην ένδεια, ενώ ένας πλεονέκτης, φθονερός και κακός, παρ’ όλο τον πλούτο, δεν μπορεί» (Σοπενχάουερ).
Αποτολμώ μια διάγνωση. Η υπέρμετρη συσσώρευση και κατανάλωση συνήθως περιττών είτε άχρηστων υλικών αγαθών και υπηρεσιών αλλά και η σχετική μέριμνα και η πλεονεξία συνιστούν στο βάθος: Παρακμή, έκπτωση, υπέρμετρη υποταγή του ανθρώπου σε ανάγκες συνηθέστατα πλασματικές, απομάκρυνση ή απόκλισή του από άλλες βαθύτερες πλευρές του -ψυχικές, πνευματικές, ηθικές- και άρα συρρίκνωση ή εγκλεισμό του στις κατώτερες ανάγκες (πραγματικές είτε συνήθως υπερτροφικές και τεχνητές), στα πρωτόγονα στρώματα ή επίπεδα της προσωπικότητάς του (στον «ηδονικό ή ζωώδη βίο» κατά τα Ηθικά Νικομάχεια), εν τέλει παραγνώριση είτε λήθη των αληθινών ή πραγματικών αξιών: της απλότητας, της λιτότητας, της ολιγάρκειας, του μέτρου. Ο Γκαίτε έλεγε: «Δέστε το δωμάτιο αυτό και τον χώρο δίπλα του, και τα δύο δεν είναι μεγάλα και επιπλέον είναι γεμάτα με χρειώδη όλων των ειδών, βιβλία, χειρόγραφα και καλλιτεχνικά αντικείμενα, και όμως μου είναι αρκετά. Όλο τον χειμώνα τον πέρασα εδώ και δεν πάτησα σχεδόν στα άλλα δωμάτια. Τι το ήθελα λοιπόν το ευρύχωρο σπίτι μου και την ελευθερία να πηγαίνω από το ένα δωμάτιο στο άλλο, αφού δεν αισθανόμουν την ανάγκη να τα χρησιμοποιήσω; […] Σε μια πολυτελή κατοικία γίνομαι αμέσως οκνηρός και αδρανής. Αντιθέτως, ένα μικρό σπίτι, σαν το άσχημο τούτο δωμάτιο, όπου βρισκόμαστε, λίγο ατακτοποίητα τακτοποιημένο, λίγο τσιγγάνικο, είναι για μένα ό,τι πρέπει* επιτρέπει στην εσωτερική φύση μου πλήρη ελευθερία να είμαι δραστήριος και να δημιουργώ με αυτενέργεια» (Συνομιλίες του Γκαίτε με τον Έκερμαν). Και ο Χάινριχ Μπελλ διακρίνει ανάμεσα στο συγκεκριμένο χρήμα που το χρειαζόμαστε για τις στοιχειώδεις ανάγκες μας, και το αφηρημένο χρήμα που απλώς συσσωρεύεται από πλεονεξία, εκφυλισμό και διαστροφή (Απόψεις ενός κλόουν).
Υπάρχει άραγε λύση ή διέξοδος; Τα μόνα σημαντικά για μας ερωτήματα είναι: Τι πρέπει να κάνομε; Πώς πρέπει να ζήσομε; Ποιες είναι οι αληθινές αξίες της ζωής; Το ζητούμενο και ο αληθινός σκοπός θα έπρεπε να είναι: Η κατάκτηση της ολότητας και της ενότητας του ανθρώπου, του σώματος, του πνεύματος, και της ψυχής. Με άλλες λέξεις: Το να γίνει τελικά και πραγματικά, με τις δικές του δυνάμεις, με καιρό και με κόπο, ό,τι είναι δυνάμει – αν βέβαια είναι κάτι. Κανονικά θα χρειαζόταν ένα είδος μεταστροφής από τα εφήμερα και τα ασήμαντα προς τα αληθινά και τα αιώνια. Καθώς αυτό φαίνεται υπέρογκο ή υπερβολικό, απαιτείται τουλάχιστον αναθεώρηση των αξιών και των προτύπων μας. Τη θέση της υπέρμετρης ή άκρατης διασκέδασης, της σκέτης διαχείρισης των απολαύσεων, της σπατάλης πολύτιμων δυνάμεων, φυσικών πόρων και χρόνου, να καταλάβει η ολιγάρκεια, η δημιουργικότητα, η λιτότητα, η άσκηση, η επιμέλεια της ψυχής και η «παιδεία σύμπαντος του ανθρώπου βίου», ακολουθώντας «τις ίδιες πάντα απλές, αλλ’ απεριόριστα γόνιμες, δημιουργικές αρχές της άρτιας Ζωής, της άρτιας Γνώσης και της άρτιας Τέχνης» (Α. Σικελιανός).
«Όλα τα παθήματα του ανθρώπου προέρχονται από το γεγονός ότι δεν μπορεί να μείνει ήσυχος στο δωμάτιό του» λέγει ο Πασκάλ. Αντί να τυρβάζει κανείς περί πολλά και να πολυπραγμονεί, «γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την [τη ζωή του] στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία, ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική», όπως προειδοποιεί ο σοφός Αλεξανδρινός άρχοντας του ελληνικού Λόγου, είναι πολύ καλύτερα να μάθει να ασκηθεί στην ολιγάρκεια και στην απλότητα - «να πράττει τα εαυτού», να «ποιεί μουσικήν», να εργάζεται και να δημιουργεί.

πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου