Τρίτη 10 Απριλίου 2012

[Αντί- γραφή ΙΙΙ-α] Περί πλουσίων, πορνών και ακοιμήτου σκώληκος

Βαγγέλης Σταυρόπουλος
Στη συνείδησή μου έριξα λεμόνι. Οδ. Ελύτης
Η Εκκλησία δυο φορές μες τη περίοδο της Σαρακοστής, έχει συνταιριάξει το σχήμα πορνείας- πλούτου και μετανοίας- σκληροκαρδίας. Η οσία Μαρία η Αιγυπτία κι ο φτωχός Λάζαρος που υπέφερε απ΄τον ανελεήμονα πλούσιο είναι η πρώτη περίπτωση. Τη δεύτερα φορά που συναντάμε αυτό το σχήμα, πρωταγωνιστές του είναι η πρώην άσωτος γυνή που εξαίφνης σώφρων ώφθη και Ιούδας ο Ισκαριώτης ο κρύψας το της φιλοπτωχίας προσωπείον και της πλεονεξίας ανακαλύψας την μορφήν. Αν ωστόσο στρέψουμε το βλέμμα προς τα πίσω, θα πιστοποιήσουμε πως αυτό το μοτίβο απαντάται εδώ κι εκεί με πιο κραυγαλέο σημείο την περίπτωση των Σοδόμων. Ενώ λοιπόν η ερμηνευτική έχει επιμείνει να αποδίδει τα επακολουθούντα της οργής του Θεού δεινά στη γνώση του παρά φύσιν έρωτα, ο Ιεζεκιήλ, καταθέτει μία άλλη πρόταση: πλην τούτο το ανόμημα Σοδόμων της αδελφής σου, υπερηφανία΄ εν πλησμονή άρτων και εν ευθηνία οίνου εσπατάλων αυτή (…) και χείρα πτωχού και πένητος ουκ αντελαμβάνοντο ( Ιεζ. 16, 49).
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, τον όρο της κοινής συνισταμένης κατέχει η συνθήκη του πειρασμού και της διαχείρισής του. Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτής της πάλης με τον εαυτό, είναι ο Ιώβ κι ο άφρων πλούσιος του Λουκά (Λκ. 12, 16- 21). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο πειρασμός δεν συνδέεται με την στέρηση του πλούτου και των στενών ιδιοκτησιακών συμφερόντων, αλλά με την μάχη ώστε να κρατηθεί όρθια η ψυχή μες την προσωπική περιδίνηση, να σωθεί ο εαυτός ο αδιάκοπα εκτεθειμένος στο προσωπικό μηδέν. Άρα η κρίση του εαυτού απέναντι στο ζήτημα της κατοχής, ξεμυτίζει για αρχή ως αίτημα ηθικό, καλπάζοντας ξέφρενα προς το πεδίο του υπαρξιακού. Ακόμη κι έτσι όμως, ο πειρασμός ως κρίση της εαυτότητας δεν ξεδιπλώνεται διλληματικά, αλλ΄ως  πεδίο δυνατοτήτων, ως ελευθερία επιλογής των καλών και συμφερόντων για το σώμα και την ψυχή και τον συνάνθρωπο. Αν πάλι ο πειρασμός βρίσκει τόπο να θρονιάσει εντός, αυτό συμβαίνει γιατί το αυτεξούσιο του κλείνει φιλικά το μάτι, συγκαταβαίνοντας στην δαιμονοποίηση του ατομικού θελήματος. Εδώ ο πλούτος παραδείγματος χάριν μπορεί να γίνει δαίμονας, διεκδίκηση εις βάρος όλων, χωρίς να γνωρίζει κανέναν παρά μονάχα το ανεξιχνίαστο μηδέν του ατομικού θέλω. Στην παραβολή του πλουσίου, που επικράτησε να τον αποκαλούμε άφρονα, πεντάκις μέσα σε ελάχιστες αράδες εκφέρεται η προσωπική αντωνυμία μου.
Οι γραμματολογικές και συντακτικές επιλογές του Λουκά μαρτυρούν αυτή την εσωτερική πάλη του ανθρώπου που τείνει σε συντριβή. Μονάχα ένα ρήμα εκφέρεται στον ενεστωτικό του τύπο κι αυτό είναι το καθελώ. Τα υπόλοιπα τρία που το ακολουθούν- ποιήσω, οικοδομήσω, συνάξω- χρησιμοποιούνται σε χρόνο μέλλοντα. Ορίζεται λοιπόν ως προτεραιότητα το εκφερόμενο σε χρόνο ενεστώτα οριστικής φωνής ρήμα: καθελώ, ήγουν γκρεμίζω. Το τώρα του πλουσίου περιγράφεται ως καταστροφή, η παροντικότητά του ανοίγεται ως κατεδάφιση για να δώσει χώρο στην ανοικοδόμηση ενός νέου ντουβαριού που ευρυχωρότερα θα στεγάσει το θέλω. Μα το θέλω αυτό το μηδενιστικό ξεχειλίζει από παντού γι΄αυτό και πρέπει να εκφραστεί βροντοφωνάζοντας στη ψυχή : Ερώ τη ψυχή μου (…) ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά΄ αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Επιστρέφω στα γραμματολογικά υπενθυμίζοντας, πως το ανώμαλο λέγω, εκφέρεται στον δεύτερό του τύπο στον μέλλοντα της οριστικής φωνής- ερώ- δηλώνοντας αοριστικά- συνοπτικά, βιασύνη, άγχος, νευρικότητα.
Η ενδοβολή του προβλήματος της διαχείρισης του πλούτου, από συνθήκη πρακτική κατατάσσεται στην κορυφή των ενδοψυχικών διεργασιών. Ο πλούσιος- μηδενιστής και μηδενισμένος- κινείται ξετρελαμένος γύρω απ΄αυτόν τον αγχώδη άξονα, φουντωμένος όσο αναλογίζεται μια υποτιθέμενη στέρηση των αγαθών του. Ο Μ. Βασίλειος έτσι το γράφει : Ώσπερ γαρ οι υπό μανίας παράφοροι ου τα πράγματα βλέπουσιν, αλλά εκ του πάθους φαντάζονται΄ ούτω σοι η ψυχή, τη φιλοχρηματία κατασχεθείσα, πάντα χρυσόν πάντα άργυρον βλέπει. Και ακόμα περισσότερο αι μεν αποθήκαι διερρήγνυτο τω πλήθει των αποκειμένων στεναχωρούμεναι, η δε φειδωλός καρδία ουκ ενεπίμπλατο (…) εις την αδιέξοδον ταύτην αμηχανίαν ενέπεσεν.
Η εναντιοδρόμος αυτή ροπή χαράζει ως ένα προσωπικό θέλω προς θάνατον, τροχιά φθοροποιός που στο πέρασμά της τα σαρώνει όλα. Ο πένης φιλανθρωπίας πλούσιος μαζεύει ένα προς ένα τα λιθάρια του ατομικού ερειπίου, ώστε να μπαζώσει το εσώτερο χάος. Μα μέσα στους τέσσαρες τοίχους της μαγκουφιάς του αντιλαλεί η φωνή του Θεού ζητώντας να ελευθερώσει τη ψυχή όχι από το κορμί, αλλά από το δαιμονιώδες θέλημα. Να πούμε όμως, πως ανάμεσα στη φλυαρία του ανθρώπου και τη στιγμή του ενυπνίου μεσολαβεί μία περίοδος χρόνου, ο καιρός, ένα décalage που δημιουργεί τη συνθήκη της μετάνοιας. Ο Βασίλειος νιώθει την ανάγκη να σημειώσει πως αν ο άνθρωπος της παραβολής το΄θελε, θα μπορούσε να στρέψει τον χρόνο από φθορά προς θάνατον, σε πορεία προς τη ζωή σφιχταγκαλιάζοντας τη μετάνοια. Αυτό όμως ποτέ δε θα συμβεί, κι έτσι την ώρα του ενυπνίου άνευ όρων παραδίδεται στην άνευ ορίων άβυσσο που ο ίδιος πλάταινε.
Έγραφα στην Αντί- γραφή Ι  τη σχετική με τα κάλαντα, πόσο σημαντική είναι η λαϊκή ποιητική παράδοση, που μέσα από την πηγαιότητά της αναπαράγει αρχέγονες αντιλήψεις, διδασκαλίες της Εκκλησίας, αγιογραφικές διηγήσεις, συνιστώντας πρωτίστως γεγονός δυναμικότατης εξόδου του θρησκευτικού φαινομένου ή καλύτερα της πίστης, στον χώρο του κοσμικού. Από τη συλλογή του Περάνθη δανείζομαι το παρακάτω δημοτικό μοιρολόγι, που΄ναι σε συμφωνία απόλυτη με την παραβολή του Λουκά. Και εξηγούμαι μέσω του Σεφέρη, πως η φύση μιας γλώσσας είναι η φύση μιας συνολικής ιδιοσυγκρασίας πεθαμένων και ζωντανών ( Δοκιμές Α’, Ίκαρος, σελ. 70).
Mε γελάσανε τα πουλιά, της άνοιξης τα αηδόνια,
με γέλασαν και μούπανε ο Χάρος δε με παίρνει.
Βάνω, φτιάνω τα σπίτια μου τα μαρμαροχτισμένα,
βάνω στις πόρτες μάλαμα, στα παραθύρια ασήμι,
κι αυτά τα πανωμπάλκονα κι αυτά μαργαριτάρι.
Στο παραθύρι έκατσα λίγο να ξανασάνω.
Βλέπω το Χάρο πόρχεται καβάλα στ΄άλογό του.
Μαύρος αυτός και τ΄άλογο, μαύρο και το σπαθί του.
Σέρνει τους νιούς απ΄τα μαλλιά, τους γέρους απ΄τα γένια,
και τα μικρά- μικρά παιδιά τα σέρνει απ΄το χέρι.
Να λοιπόν που μες τη χαρά της ζωής προβάλει ο θάνατος απροειδοποίητα χωρίς περιθώρια διαπραγμάτευσης. Ακόμα περισσότερο, τα καθημερινά αξιολογικά κριτήρια, οι κοινωνικοί συσχετισμοί, τον αφήνουν αδιάφορο. Δεν υπάρχει καμία συναλλαγματική για την εξαγορά της χαμένης ζωής- κι αλλοίμονο και των χαμένων αποφάσεων, του νεκρού παρελθόντα χρόνου.
Μένω στη ποιητική των μοιρολογιών και παραθέτω στην αγάπη σας ένα τέχνημα απ΄τον συλλογή του Passov :
Παρακαλώ σε Παναγιά, και διπλοπροσκυνώ σε,
να μου χαρίσεις τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου,
ν΄ανοίξω, νάμπω ζωντανός, γύρω να περπατήσω,
να ίδω τους πλούσιους πως περνούν και τους φτωχούς πως
στέκουν.
Κάθονταν η φτωχολογιά στον ήλιο τον πρσήλιο
κι οι πλούσιοι εκυλιόντανε στη πίσσα, στο σκοτάδι,
εκείτονταν κι ο έξαρχος σε μι΄άκρ΄ακουμπισμένος,
Και τους φτωχούς αγνάντευε και τους παρακαλούσε
  • Φτωχοί για πάρτε τ΄άσπρα μου, δώστε μου μια λαμπάδα.
  • Εδώ τα άσπρα δε περνούν, λαμπάδες δε πουλιώνται.
Έξαρχ΄εσύ το ήξερες πως ήσουν γι΄αλλον κόσμο,
δεν ελεημονούσες τους φτωχούς, δε βόηθαγες τς΄ αρρώστους.
Έξαρχ΄εσύ το ήξερες πως είχες να πεθάνης,
δε πήγαινες στον εσπερινό, δε σύχναζες στον όρθρο,
και στην αγιά τη λειτουργιά που τρεμ΄ όλος ο κόσμος.
Θυμάσαι όντας έπαιρνες τα δέκα δεκαπέντε
κι έβανες στο κρασί νερό, και μες στ΄αλεύρι στάχτη;
Η εικόνα του χάσματος μεταξύ του πλουσίου έξαρχου και των πτωχών, κι η απελπισμένη του παράκληση για λίγη ανάπαυση έχει το ευαγγελικό παράλληλό της στην ιστορία του πτωχού Λαζάρου (Λκ. 16, 19- 31). Όταν έρχεται η ώρα και παίρνει τον λόγο ο χορός των πτωχών, η αξιολογική βάση μετατοπίζεται απ΄το δεδομένο ευκατάστατό του, στην απουσία του απ΄την λειτουργική ζωή. Ο έξαρχος παρότι δημόσιο πρόσωπο απουσιάζει από τον δημόσιο χώρο, από τον ναό- την εκκλησία, την κατ΄εξοχήν έκφραση του δημόσιου βίου. Η απουσία του απ΄τα Μυστήρια έχει για τον λαό μία πολλαπλή ανάγνωση σχετική πρώτα απ΄όλα με την από΄ι΄εροποίηση του βίου, την απουσία νοήματος ιερού και οσίου. Αυτή η απουσία υπομνηματίσεως  του ιερού, οδηγεί στον ανοσιουργιότροπο βίο, στο άδικο, στη κλεψιά, στη βουλιμία για κατοχή, που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με τον παμφάγο Άδη.
Ο έξαρχος του μοιρολογιού επιμένει να εξαγοράσει την ηθική του θέση κατ΄αρχήν, να δικαιωθεί ανάμεσα στους συντοπίτες του και πάλι μέσω του πλούτου. Ωστόσο η απάντηση που του δίνεται υπογραμμίζει την αίσθηση μιας χαμένης αυτεπίγνωσης. Το μοτίβο της εξαγοράς του θανάτου, συναντάμε στην ακόλουθη ηπειρώτικη σύνθεση :
Χάρε μου δεν πληρώνεσαι, Χάρε μ΄ δε παίρνεις γρόσια,
να΄ρθουν μανάδες με φλουριά και αδελφές με γρόσια.
  • Μήγαρις είμαι βόιβοντας, μήγαρις χαρατσιάρης
να παρ΄του πλούσιου φλουριά και του φτωχού τα γρόσια;
Είμαι η μαύρη γης εγώ και τ΄ άλαλο το χώμα,
πο
που τρώγω νιούς, που τρώγω νιες, που τρώγω παλληκάρια,
τρώγω νυφαδες με φλουριά, γαμπρούς με τα στεφάνια.
Ο λόγος του Χάρου βαρύνεται ειδικά, όχι τόσο γιατί ρητά δηλώνει πως η ζωή κι ο θάνατος δεν εξαγοράζονται. Είναι εδώ η σκληρή πραγματικότητα της ανελευθερίας, της σκλαβιάς, που ούτε στο ελάχιστο δε μπορεί να συγκριθεί με το βάναυσο του θανάτου. Για τον υπόδουλο Έλληνα, που οι όροι του Οθωμανού αφέντη τον πλάκωναν αβάσταχτα, μονάχα η συνθήκη του θανάτου μοιάζει να΄ναι σκληρότερη. Γι΄αυτό το λόγο κι ο Χάροντας ξεκαθαρίζει πως ο ζυγός ο δικός του, ούτε με του βοεβόδα συγκρίνεται, ούτε με του τελώνη, για να προσωποποιήσει αμέσως τη γη, να τη κάνει σύμβολό του και το χώμα φωνή του.
Ακόμα και μέσα σ΄αυτή τη ζοφώδη προοπτική, η διαλεκτική της Εκκλησίας χαρίζεται ως επαγγελία ζωής. Στο επόμενο τέχνημα ο νεκρός καλείται να προσφέρει δώρα στην οικογένεια του Χάρου, με αντάλλαγμα την επιστροφή του στον κόσμο των ζώντων για τρεις μόνο ημέρες το χρόνο :
Τάξε του Χάρου καμουχά, της Χάρισσας βελούδο,
τάξε και του Χαρόπουλου ένα χρυσό μαντήλι
ίσως και σου τις χάριζε τις τρεις γιορτές του χρόνου,
μον΄ του Χριστού για τον Χριστό και των Βαγιών για Βάγια
και τη Λαμπρή και του Σταυρού για το Χριστός Ανέστη.
Οι τρεις μεγάλες δεσποτικές εορτές γίνονται ο αντίλογος σε τρεις μορφές του κακού, κι ο ψυχαγωγός Χριστός το πέρασμα απ΄τον θάνατο στην ζωή. Παράξενα όμως- όπως κι ο Saunier σημειώνει- απ΄τη θεματολογία των μοιρολογιών απουσιάζει κραυγαλέα η προσδοκία της Ανάστασης, αποκλείοντας για την ελπίδα και τον ελάχιστο χώρο. Αν αυτό δηλώνει κάτι, είναι η πεποίθηση πως ο καιρός της ζωής δεν εξαγοράζεται μετά την αναχώρησή μας. Γι΄αυτό όμως θα μιλήσω άλλη ώρα. Φαίνεται ωστόσο πως ο λαός αγνά πιστεύει στη ζωή ως μελέτη του θανάτου, που σημαίνεται όχι ως μακαρία απραξία, αλλ΄ως κατανόηση εαυτού και αλλήλων, ώστε τελικά να ασκείται η αρετή και στη ζωή μα και στο θάνατο, καταπώς τα΄λεγε κι ο παλαιός σοφός μας. Φαίνεται ακόμα, πως ο καθένας ξεχωριστά βαρύνεται απ΄την ευθύνη της αυτεπιγνώσεως.  Ο έξαρχος του μοιρολογιού είναι ξεκομμένος απ΄τους αγαθούς και βασανίζεται μες τα καζάνια του Άδη, αφού προηγουμένως δήλωνε απών και στη ζωή. Παρούσα ήταν μοναχά η επιθυμία του, που μάντρωνε τη ψυχή μες τη στάνη του μηδενός. Να πως με πολύ απλό τρόπο για την λαϊκή αντίληψη δε βρίσκεται τόπος ούτε για δικαιώσεις, ούτε για απόλυτους προορισμούς, ούτε για καθαρτήρια και εξαγορές. Κρίνεται κανείς για τις πράξεις εκείνες που είδαν το φως του ηλίου. Από τον θάνατο κι έπειτα- καθώς κι ο Μέγας Καππαδόκης λέει- είναι οι πράξεις που κολάζουν το πρόσωπο, στήνοντας τρελό γιορτάσι ολόγυρά του, απαγγέλλοντάς του αυτές το κατηγορητήριο.
Ας μην είμαστε όμως άδικοι. Δε ΄΄μαλώνει΄΄ η Εκκλησία τους πλούσιους, αλλά τους πένητες φιλανθρωπίας, εκείνους δηλαδή που έχουν αγαθά, μα οι αποθήκες της ανθρωπιάς τους είναι αδειανές. Για ΄κείνους που τους θησαυρούς τους τους αποθέτουν εν χερσί πενήτων τα πράγματα έχουν αλλιώς, μιας και η μετάνοια δρομολογείται ως ολοκάρδιο άνοιγμα προς τη ζωή, ως το κρεμμυδάκι εκείνο το ντοστογιεφσκικό που τραβά τη πονεμένη ψυχή μες απ΄τους χειμάρρους του ασβέστου πυρός.
Κλείνω, αφηγούμενός σας το γνωστό ευαγγελικό περιστατικό. Ορίστε η μεταγραφή:
Την εποχή εκείνη περνούσε ο Ιησούς απ΄την Ιεριχώ. Και να΄σου άντρας που στο όνομα άκουγε Ζακχαίος, αρχιτελώνης αυτός στο επάγγελμα και πλούσιος. Γύρευε να δει τον Ιησού, ποιός είναι, μα δε το μπορούσε μιας κι ήταν κοντός το ανάστημα κι ο πολύς ο κόσμος τον εμπόδιζε. Και τρέχοντας μπροστά, σκαρφάλωσε σε μια συκομουριά για να αγναντέψει, καθώς ο Ιησούς θα περνούσε από ΄κείνο το σημείο. Μόλις έφτασε αυτού ο Ιησούς, σήκωσε το βλέμμα του και του είπε, Ζακχαίε σπεύσας κατάβηθι, σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείναι. Έκανε γρήγορα αυτός να κατέβει και τον υποδέχτηκε με χαρά μεγάλη. Αυτά αφού ΄γιναν γνωστά όλοι δυσανασχετούσαν, λέγοντας πως ο Ιησούς θα κάτσει να φάει με τον αμαρτωλό. Σταθείς δε ο Ζακχαίος είπε του Ιησού, Ορίστε, τη μισή μου περιουσία Κύριε τη προσφέρω των φτωχών, κι άμα είναι κανέναν κι αδίκησα στο τετραπλάσιο θα του το δώσω. Γυρνάει τότε και του λέει ο Ιησούς, Σήμερον σωτηρία τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστίν΄ ήλθε γαρ ο Υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός (Λουκάς 19, 1- 10).
Θέλω να πω, πως όλα αλλάζουν με αυτό το σταθείς. Το να στέκει κανείς ορθός κατέναντι της αλήθειας του, να στυλώνεται στα πόδια του μονιασμένος  με τον εαυτό και τον σύμπαντα κόσμο. Να ανεβαίνει ξανά στο ύψος του εαυτού του, ασκώντας την αρετή και στη ζωή και στο θάνατο.
Στον θάνατο, που βασιλεύει αλλ΄ουκ αιωνίζει.
ΥΓ. Ο καλός αναγνώστης να συμβουλευτεί τον Μέγα Βασίλειο: Εις το καθελώ μου τας αποθήκας, PG 31, 261- 277 και ΕΠΕ 6, 322- 350. Σχετικά με τα μοιρολόγια, τη καλογραμμένη συλλογή του κυρίου G. Saunier: Τα μοιρολόγια, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999. Για όλα τα υπόλοιπα την υμνογραφία της Εκκλησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου