ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Κοινοβουλευτισμός και ολιγαρχία
ΤΙ ΚΡΥΒΕΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»;
ΤουΓιώργου Οικονόμου*
Αυτό που διαπιστώνεται σήμερα από πολλές πλευρές είναι η κρίση του «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος, όπως αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί στην Δύση εδώ και δύο αιώνες. Η κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική ή οικονομική, όπως λέγεται τελευταίως, αλλά βαθύτερη: είναι κρίση δομών και θεσμών. Οι διαγνώσεις και οι αιτιολογίες ποικίλουν αναλόγως της οπτικής του εκάστοτε ερευνητή, και συνοδεύονται από προτάσεις που κυμαίνονται μεταξύ μεταρρυθμιστικών αλλαγών και ιδεολογικών δικαιολογήσεων. Μια πρόχειρη ματιά στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στην τηλεόραση κ.λπ, αρκεί για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει ένας πληθωρισμός της λέξεως «δημοκρατία» (σύγχρονη δημοκρατία, έμμεση δημοκρατία, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, κ.λπ). Αυτό ο λεκτικός πληθωρισμός αποκρύβει, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως, την ουσία ακριβώς του πολιτεύματος αυτού. Και η ουσία είναι ο βαθύς ολιγαρχικός χαρακτήρας του: οι αποφάσεις και οι νόμοι είναι αρμοδιότητα των ολίγων και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών – ο Κ. Καστοριάδης δικαίως τo αποκαλεί φιλελεύθερη ολιγαρχία.Πράγματι, στα δυτικά πολιτεύματα η ουσιαστική ρητή εξουσία ασκείται από τους ολίγους, βουλευτές και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος.
Αυτό βεβαίως επιτυγχάνεται με την «εκουσία» εκ μέρους των ανθρώπων παραχώρηση της εξουσίας στους «αντιπροσώπους» και τα κόμματα, και η πράξη της εξουσιοδοτήσεως αυτής είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στις εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Αυτός ο «σφετερισμός» της εξουσίας από τα κόμματα επιτυγχάνεται με την ιδεολογική χειραγώγηση που αυτά κατορθώνουν να ασκούν στους ανθρώπους: έχουν καταφέρει να τους πείσουν ότι μόνο αυτά είναι ικανά να επιλύσουν τα προβλήματά τους και τα ευρύτερα προβλήματα της κοινωνίας ενώ οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα επιλύσουν.
Απαλλοτρίωση κυριαρχίας
Προς τον σκοπό αυτό τα κόμματα απεργάζονται παντός είδους μέσα και τεχνάσματα καθ΄ όλη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτό είναι όμως ιδιαιτέρως εμφανές στο αποκορύφωμα της ιδεολογικής και πολιτικής προπαγάνδας, στο ζενίθ της πλύσεως εγκεφάλου, δηλαδή στις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η προεκλογική διαδικασία αποκαλείται εκστρατεία, θυμίζοντας στρατιωτική και πολεμική κατάσταση. Πρόκειται ακριβώς περί εκστρατείας με όλη την σημασία της λέξεως: ο εχθρός ή ο αντίπαλος που πρέπει να νικηθεί δεν είναι το αντίπαλο κόμμα ή ο αντίπαλος υποψήφιος/συνυποψήφιος. Ο βασικός αντίπαλος είναι ουσιαστικώς οι ίδιοι οι άνθρωποι-ψηφοφόροι, που πρέπει να βομβαρδισθούν, να λεηλατηθούν, έτσι ώστε εξουθενωμένοι και καθημαγμένοι να παραδοθούν και να υποταχθούν στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Η ικανή και αναγκαία συνθήκη του ολιγαρχικού πολιτεύματος είναι αφ΄ ενός η παραίτηση, η παθητικότητα των ανθρώπων και ταυτοχρόνως η εγγενής τάση των κομμάτων να αυτοδιαιωνίζονται στην εξουσία. Η «αντιπροσώπευση» είναι, και στην θεωρία και στην πράξη, (απ)αλλοτρίωση της κυριαρχίας των ανθρώπων. Η αλλοτρίωση εννοείται υπό την νομική έννοια του όρου: μεταβίβαση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση δηλαδή κυριαρχίας από τους πολλούς προς τους ολίγους «αντιπροσώπους». Όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Καστοριάδης: «Από την στιγμή κατά την οποία, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά». H αντιπροσώπευση δημιουργεί μία «διαίρεση της πολιτικής εργασίας», διαίρεση σε κυριάρχους και κυριαρχουμένους, σε εξουσιάζοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Η διαίρεση αυτή επιτυγχάνεται συν τοις άλλοις με τις εκλογές, πράγμα το οποίο ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι και γι΄ αυτό θεωρούσαν τις εκλογές χαρακτηριστικό της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, ενώ την κλήρωσιν χαρακτηριστικό της δημοκρατίας (1). Οι βουλευτές, δήμαρχοι, κ.λπ. που θεωρούνται αντιπρόσωποι των ψηφοφόρων, ουσιαστικώς είναι αντιπρόσωποι των ατομικών και κομματικών τους συμφερόντων, καθώς και των συμφερόντων των ισχυρών χρηματοδοτών τους. Η κυρίαρχη, εξ άλλου, σήμερα ιδέα ότι υπάρχουν «ειδικοί» του πολιτικού, δηλαδή «ειδικοί» του καθολικού και τεχνικοί της ολότητας «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας».
Η οργάνωση και η δομή των κομμάτων αντανακλά την οργάνωση και δομή της κοινωνίας. Η αρχηγική, πυραμιδωτή, γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή τους είναι μια μικρογραφία της αντίστοιχης κοινωνικής και πολιτικής ολιγαρχικής δομής: οι ολίγοι και «εκλεκτοί» κυβερνούν και αποφασίζουν ενώ οι πολλοί τους ψηφίζουν και εκτελούν τις αποφάσεις.
Τα κόμματα είναι ο κυρίαρχος και αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής του δημοσίου βίου αφού ελέγχουν ασφυκτικώς το σύνολο των ουσιαστικών κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ελέγχουν επίσης όλες τις μορφές εξουσίας και εδώ έγκειται ένα άλλο ιδεολόγημα, ένα άλλος μύθος που εντέχνως διοχετεύεται και διακατέχει τους ανθρώπους και τους υποτάσσει στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Ο μύθος αυτός είναι η λεγομένη «διάκριση ή ανεξαρτησία των τριών εξουσιών». Το ιδεολόγημα αυτό έχει δύο όψεις, τη «διάκριση» και τις «τρεις εξουσίες».
Ποια διάκριση εξουσιών;
Όσον αφορά τις τρεις εξουσίες –εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική – έχουν πάψει από πολλού να είναι τρεις και έχουν αυξηθεί σε πέντε τουλάχιστον άμεσα ορατές, ρητές και θεσμισμένες. Η λεγόμενη εκτελεστική δεν είναι καθόλου εκτελεστική, αλλά ασκεί ουσιαστική πρωτογενή κυβερνητική εξουσία αφού λαμβάνει τις ουσιαστικές αποφάσεις και νομοθετεί θα έπρεπε λοιπόν να λέγεται κυβερνητική εξουσία και κατά συνέπεια να αποδοθεί στην κυρίως εκτελεστική το πραγματικό της όνομα και οι δικαιοδοσίες. Αυτή αποτελείται από τους γενικούς γραμματείς, τις διοικήσεις των δημοσίων οργανισμών, των κρατικών υπηρεσιών, τραπεζών, Εφοριών, Πολεοδομίας, Αστυνομίας, Στρατού, κ.λπ, οι οποίοι όντως εκτελούν τις αποφάσεις της κυβερνήσεως. Είναι δηλαδή ο πανίσχυρος κρατικός μηχανισμός με τις πολυδαίδαλες υπηρεσίες του δια του οποίου η κυβέρνηση υλοποιεί τις αποφάσεις της και την εξουσία της. Σημειωτέον ότι η εκτελεστική εξουσία δεν εκλέγεται αλλά διορίζεται από την κυβερνητική. Και στο σημείο αυτό έχουμε έλλειμμα όχι μόνο δημοκρατίας αλλά και αντιπροσώπευσης. Αυτή λοιπόν είναι η τέταρτη εξουσία, η κυρίως εκτελεστική και διαφοροποιείται από την κυβερνητική. Αυτές μαζί με τη δικαστική (η οποία ούτε και αυτή εκλέγεται) και τη νομοθετική εξουσία αποτελούν τον συνολικό καταπιεστικό μηχανισμό. Η πέμπτη εξουσία είναι το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επεμβαίνει πια νομίμως και θεσμικώς στις εσωτερικές υποθέσεις, κατευθύνσεις και προσανατολισμούς των κρατών μελών – και δή των μικροτέρων και ασθενεστέρων – κατά ουσιαστικό, δεσμευτικό και τελεσίδικο τρόπο (με κυρώσεις παντός είδους).
Θεσμισμένες και μη εξουσίες
Εκτός αυτών των εξουσιών θα πρέπει να αναφερθούν και οι παντοειδείς παράπλευρες μη ρητές εξουσίες με αποφασιστικό βάρος και ρόλο στην λήψη των κυβερνητικών και των τοπικών αποφάσεων. Μια βασική παράπλευρη εξουσία είναι ο Τύπος, τα πανίσχυρα πλέον ΜΜΕ, τα οποία διαπλέκονται στενώς και ασφυκτικώς με την κυβερνητική εξουσία, της ασκούν πιέσεις και εκβιασμούς για παραχωρήσεις παντός είδους, υπό το πρόσχημα της πληροφόρησης / ενημέρωσης και του «ελέγχου» της εξουσίας. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι η αμοιβαία καταχύρωση των αντίστοιχων συμφερόντων τους, οικονομικών και εξουσιαστικών. Το ανησυχητικό με την έκτη εξουσία είναι ότι είναι εξωθεσμική και όπως είναι εμφανέστατο δεν είναι μόνο ιδεολογική εξουσία, αλλά πολιτική και οικονομική, συνδεομένη με Τράπεζες και Χρηματιστήριο, καθώς και με παντός είδους εταιρείες και οργανισμούς. Η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα επανεισάγει με έναν άλλον τρόπο στο πολιτικό προσκήνιο την οικονομική ολιγαρχία, η οποία είναι και η ουσιαστική εξουσία και δίνει εκ τους αφανούς τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές στα δημόσια πράγματα. Τέλος, μια παράπλευρη εξουσία, που τα τελευταία έτη ανέρχεται, ιδιαιτέρως με ανησυχητικό ρυθμό και δημόσια παρουσία εν Ελλάδι, είναι η θρησκεία και η εκκλησία. Εκτός του ιδεολογικού ρόλου και της ιδεολογικής εξουσίας που ανέκαθεν ασκούσε, η εκκλησία, διεκδικεί πλέον μερίδιο και στην πολιτική εξουσία, αναδεικνυόμενη σε κράτος εν κράτει.
Όσον αφορά την άλλη όψη, την «διάκριση ή ανεξαρτησία των εξουσιών», αυτή είναι ο μέγας μύθος του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού δεν υφίσταται καμιά ανεξαρτησία και αυτονομία μεταξύ των τεσσάρων ρητών θεσμισμένων εξουσιών. Πράγματι η κυβερνητική εξουσία του πλειοψηφούντος κόμματος, ελέγχει την εκτελεστική του κρατικού μηχανισμού και των υπηρεσιών, ελέγχει την νομοθετική αφού έχει την πλειοψηφία στην βουλή όπου ασκείται το νομοθετικό έργο, και, τέλος, κατά το μάλλον ή ήττον ελέγχει και την δικαστική, με τον καθορισμό του πλαισίου της λειτουργίας της και την επέμβαση στην σύνθεση των ανωτάτων δικαστικών θεσμών (λ.χ. στην Ελλάδα, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου).
Αυτό συνεπώς που διαγράφεται ως πολιτικό τοπίο είναι ένα ιεραρχικό πλέγμα εξουσίας με υποεξουσίες και ανθυποεξουσίες ελεγχόμενες από την κεντρική κυβερνητική, η οποία ελέγχεται από την εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλες αυτές μαζί ασκούνται επί του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων, οι οποίοι ουδεμία απόφαση λαμβάνουν ουδένα νόμο ψηφίζουν και σε ουδεμία εξουσία μετέχουν – εκτελούν απλώς τις αποφάσεις και τις εντολές ως καλοί υπήκοοι. Αποκαλούνται όμως κατ΄ ευφημισμόν και καταχρηστικώς πολίτες ή αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι με αρκετή δόση αυτοϊκανοποίησης. Είναι συνεπώς λανθασμένο να χαρακτηρίζονται τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, ενώ είναι καθαρόαιμες ολιγαρχίες. Αυτό σημαίνει ότι εκτός της πολιτικής αλλοτρίωσης των ανθρώπων υπάρχει και η ιδεολογική αλλοτρίωση.
Με άλλα λόγια αυτός που θεωρεί και αποκαλεί τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, έστω με ένα επίθετο της αρεσκείας του, απατά ή απατάται, τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.
(1) Το επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, 4, 1294β9-11: «δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν». Για τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
* Ο Γιώργος Οικονόμου είναι Δρ Φιλοσοφίας και συγγραφέας του βιβλίου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», Παπαζήσης, 2007.
Κοινοβουλευτισμός και ολιγαρχία
ΤΙ ΚΡΥΒΕΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»;
ΤουΓιώργου Οικονόμου*
Αυτό που διαπιστώνεται σήμερα από πολλές πλευρές είναι η κρίση του «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος, όπως αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί στην Δύση εδώ και δύο αιώνες. Η κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική ή οικονομική, όπως λέγεται τελευταίως, αλλά βαθύτερη: είναι κρίση δομών και θεσμών. Οι διαγνώσεις και οι αιτιολογίες ποικίλουν αναλόγως της οπτικής του εκάστοτε ερευνητή, και συνοδεύονται από προτάσεις που κυμαίνονται μεταξύ μεταρρυθμιστικών αλλαγών και ιδεολογικών δικαιολογήσεων. Μια πρόχειρη ματιά στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στην τηλεόραση κ.λπ, αρκεί για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει ένας πληθωρισμός της λέξεως «δημοκρατία» (σύγχρονη δημοκρατία, έμμεση δημοκρατία, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, κ.λπ). Αυτό ο λεκτικός πληθωρισμός αποκρύβει, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως, την ουσία ακριβώς του πολιτεύματος αυτού. Και η ουσία είναι ο βαθύς ολιγαρχικός χαρακτήρας του: οι αποφάσεις και οι νόμοι είναι αρμοδιότητα των ολίγων και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών – ο Κ. Καστοριάδης δικαίως τo αποκαλεί φιλελεύθερη ολιγαρχία.Πράγματι, στα δυτικά πολιτεύματα η ουσιαστική ρητή εξουσία ασκείται από τους ολίγους, βουλευτές και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος.
Αυτό βεβαίως επιτυγχάνεται με την «εκουσία» εκ μέρους των ανθρώπων παραχώρηση της εξουσίας στους «αντιπροσώπους» και τα κόμματα, και η πράξη της εξουσιοδοτήσεως αυτής είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στις εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Αυτός ο «σφετερισμός» της εξουσίας από τα κόμματα επιτυγχάνεται με την ιδεολογική χειραγώγηση που αυτά κατορθώνουν να ασκούν στους ανθρώπους: έχουν καταφέρει να τους πείσουν ότι μόνο αυτά είναι ικανά να επιλύσουν τα προβλήματά τους και τα ευρύτερα προβλήματα της κοινωνίας ενώ οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα επιλύσουν.
Απαλλοτρίωση κυριαρχίας
Προς τον σκοπό αυτό τα κόμματα απεργάζονται παντός είδους μέσα και τεχνάσματα καθ΄ όλη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτό είναι όμως ιδιαιτέρως εμφανές στο αποκορύφωμα της ιδεολογικής και πολιτικής προπαγάνδας, στο ζενίθ της πλύσεως εγκεφάλου, δηλαδή στις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η προεκλογική διαδικασία αποκαλείται εκστρατεία, θυμίζοντας στρατιωτική και πολεμική κατάσταση. Πρόκειται ακριβώς περί εκστρατείας με όλη την σημασία της λέξεως: ο εχθρός ή ο αντίπαλος που πρέπει να νικηθεί δεν είναι το αντίπαλο κόμμα ή ο αντίπαλος υποψήφιος/συνυποψήφιος. Ο βασικός αντίπαλος είναι ουσιαστικώς οι ίδιοι οι άνθρωποι-ψηφοφόροι, που πρέπει να βομβαρδισθούν, να λεηλατηθούν, έτσι ώστε εξουθενωμένοι και καθημαγμένοι να παραδοθούν και να υποταχθούν στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Η ικανή και αναγκαία συνθήκη του ολιγαρχικού πολιτεύματος είναι αφ΄ ενός η παραίτηση, η παθητικότητα των ανθρώπων και ταυτοχρόνως η εγγενής τάση των κομμάτων να αυτοδιαιωνίζονται στην εξουσία. Η «αντιπροσώπευση» είναι, και στην θεωρία και στην πράξη, (απ)αλλοτρίωση της κυριαρχίας των ανθρώπων. Η αλλοτρίωση εννοείται υπό την νομική έννοια του όρου: μεταβίβαση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση δηλαδή κυριαρχίας από τους πολλούς προς τους ολίγους «αντιπροσώπους». Όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Καστοριάδης: «Από την στιγμή κατά την οποία, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά». H αντιπροσώπευση δημιουργεί μία «διαίρεση της πολιτικής εργασίας», διαίρεση σε κυριάρχους και κυριαρχουμένους, σε εξουσιάζοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Η διαίρεση αυτή επιτυγχάνεται συν τοις άλλοις με τις εκλογές, πράγμα το οποίο ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι και γι΄ αυτό θεωρούσαν τις εκλογές χαρακτηριστικό της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, ενώ την κλήρωσιν χαρακτηριστικό της δημοκρατίας (1). Οι βουλευτές, δήμαρχοι, κ.λπ. που θεωρούνται αντιπρόσωποι των ψηφοφόρων, ουσιαστικώς είναι αντιπρόσωποι των ατομικών και κομματικών τους συμφερόντων, καθώς και των συμφερόντων των ισχυρών χρηματοδοτών τους. Η κυρίαρχη, εξ άλλου, σήμερα ιδέα ότι υπάρχουν «ειδικοί» του πολιτικού, δηλαδή «ειδικοί» του καθολικού και τεχνικοί της ολότητας «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας».
Η οργάνωση και η δομή των κομμάτων αντανακλά την οργάνωση και δομή της κοινωνίας. Η αρχηγική, πυραμιδωτή, γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή τους είναι μια μικρογραφία της αντίστοιχης κοινωνικής και πολιτικής ολιγαρχικής δομής: οι ολίγοι και «εκλεκτοί» κυβερνούν και αποφασίζουν ενώ οι πολλοί τους ψηφίζουν και εκτελούν τις αποφάσεις.
Τα κόμματα είναι ο κυρίαρχος και αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής του δημοσίου βίου αφού ελέγχουν ασφυκτικώς το σύνολο των ουσιαστικών κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ελέγχουν επίσης όλες τις μορφές εξουσίας και εδώ έγκειται ένα άλλο ιδεολόγημα, ένα άλλος μύθος που εντέχνως διοχετεύεται και διακατέχει τους ανθρώπους και τους υποτάσσει στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Ο μύθος αυτός είναι η λεγομένη «διάκριση ή ανεξαρτησία των τριών εξουσιών». Το ιδεολόγημα αυτό έχει δύο όψεις, τη «διάκριση» και τις «τρεις εξουσίες».
Ποια διάκριση εξουσιών;
Όσον αφορά τις τρεις εξουσίες –εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική – έχουν πάψει από πολλού να είναι τρεις και έχουν αυξηθεί σε πέντε τουλάχιστον άμεσα ορατές, ρητές και θεσμισμένες. Η λεγόμενη εκτελεστική δεν είναι καθόλου εκτελεστική, αλλά ασκεί ουσιαστική πρωτογενή κυβερνητική εξουσία αφού λαμβάνει τις ουσιαστικές αποφάσεις και νομοθετεί θα έπρεπε λοιπόν να λέγεται κυβερνητική εξουσία και κατά συνέπεια να αποδοθεί στην κυρίως εκτελεστική το πραγματικό της όνομα και οι δικαιοδοσίες. Αυτή αποτελείται από τους γενικούς γραμματείς, τις διοικήσεις των δημοσίων οργανισμών, των κρατικών υπηρεσιών, τραπεζών, Εφοριών, Πολεοδομίας, Αστυνομίας, Στρατού, κ.λπ, οι οποίοι όντως εκτελούν τις αποφάσεις της κυβερνήσεως. Είναι δηλαδή ο πανίσχυρος κρατικός μηχανισμός με τις πολυδαίδαλες υπηρεσίες του δια του οποίου η κυβέρνηση υλοποιεί τις αποφάσεις της και την εξουσία της. Σημειωτέον ότι η εκτελεστική εξουσία δεν εκλέγεται αλλά διορίζεται από την κυβερνητική. Και στο σημείο αυτό έχουμε έλλειμμα όχι μόνο δημοκρατίας αλλά και αντιπροσώπευσης. Αυτή λοιπόν είναι η τέταρτη εξουσία, η κυρίως εκτελεστική και διαφοροποιείται από την κυβερνητική. Αυτές μαζί με τη δικαστική (η οποία ούτε και αυτή εκλέγεται) και τη νομοθετική εξουσία αποτελούν τον συνολικό καταπιεστικό μηχανισμό. Η πέμπτη εξουσία είναι το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επεμβαίνει πια νομίμως και θεσμικώς στις εσωτερικές υποθέσεις, κατευθύνσεις και προσανατολισμούς των κρατών μελών – και δή των μικροτέρων και ασθενεστέρων – κατά ουσιαστικό, δεσμευτικό και τελεσίδικο τρόπο (με κυρώσεις παντός είδους).
Θεσμισμένες και μη εξουσίες
Εκτός αυτών των εξουσιών θα πρέπει να αναφερθούν και οι παντοειδείς παράπλευρες μη ρητές εξουσίες με αποφασιστικό βάρος και ρόλο στην λήψη των κυβερνητικών και των τοπικών αποφάσεων. Μια βασική παράπλευρη εξουσία είναι ο Τύπος, τα πανίσχυρα πλέον ΜΜΕ, τα οποία διαπλέκονται στενώς και ασφυκτικώς με την κυβερνητική εξουσία, της ασκούν πιέσεις και εκβιασμούς για παραχωρήσεις παντός είδους, υπό το πρόσχημα της πληροφόρησης / ενημέρωσης και του «ελέγχου» της εξουσίας. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι η αμοιβαία καταχύρωση των αντίστοιχων συμφερόντων τους, οικονομικών και εξουσιαστικών. Το ανησυχητικό με την έκτη εξουσία είναι ότι είναι εξωθεσμική και όπως είναι εμφανέστατο δεν είναι μόνο ιδεολογική εξουσία, αλλά πολιτική και οικονομική, συνδεομένη με Τράπεζες και Χρηματιστήριο, καθώς και με παντός είδους εταιρείες και οργανισμούς. Η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα επανεισάγει με έναν άλλον τρόπο στο πολιτικό προσκήνιο την οικονομική ολιγαρχία, η οποία είναι και η ουσιαστική εξουσία και δίνει εκ τους αφανούς τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές στα δημόσια πράγματα. Τέλος, μια παράπλευρη εξουσία, που τα τελευταία έτη ανέρχεται, ιδιαιτέρως με ανησυχητικό ρυθμό και δημόσια παρουσία εν Ελλάδι, είναι η θρησκεία και η εκκλησία. Εκτός του ιδεολογικού ρόλου και της ιδεολογικής εξουσίας που ανέκαθεν ασκούσε, η εκκλησία, διεκδικεί πλέον μερίδιο και στην πολιτική εξουσία, αναδεικνυόμενη σε κράτος εν κράτει.
Όσον αφορά την άλλη όψη, την «διάκριση ή ανεξαρτησία των εξουσιών», αυτή είναι ο μέγας μύθος του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού δεν υφίσταται καμιά ανεξαρτησία και αυτονομία μεταξύ των τεσσάρων ρητών θεσμισμένων εξουσιών. Πράγματι η κυβερνητική εξουσία του πλειοψηφούντος κόμματος, ελέγχει την εκτελεστική του κρατικού μηχανισμού και των υπηρεσιών, ελέγχει την νομοθετική αφού έχει την πλειοψηφία στην βουλή όπου ασκείται το νομοθετικό έργο, και, τέλος, κατά το μάλλον ή ήττον ελέγχει και την δικαστική, με τον καθορισμό του πλαισίου της λειτουργίας της και την επέμβαση στην σύνθεση των ανωτάτων δικαστικών θεσμών (λ.χ. στην Ελλάδα, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου).
Αυτό συνεπώς που διαγράφεται ως πολιτικό τοπίο είναι ένα ιεραρχικό πλέγμα εξουσίας με υποεξουσίες και ανθυποεξουσίες ελεγχόμενες από την κεντρική κυβερνητική, η οποία ελέγχεται από την εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλες αυτές μαζί ασκούνται επί του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων, οι οποίοι ουδεμία απόφαση λαμβάνουν ουδένα νόμο ψηφίζουν και σε ουδεμία εξουσία μετέχουν – εκτελούν απλώς τις αποφάσεις και τις εντολές ως καλοί υπήκοοι. Αποκαλούνται όμως κατ΄ ευφημισμόν και καταχρηστικώς πολίτες ή αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι με αρκετή δόση αυτοϊκανοποίησης. Είναι συνεπώς λανθασμένο να χαρακτηρίζονται τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, ενώ είναι καθαρόαιμες ολιγαρχίες. Αυτό σημαίνει ότι εκτός της πολιτικής αλλοτρίωσης των ανθρώπων υπάρχει και η ιδεολογική αλλοτρίωση.
Με άλλα λόγια αυτός που θεωρεί και αποκαλεί τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, έστω με ένα επίθετο της αρεσκείας του, απατά ή απατάται, τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.
(1) Το επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, 4, 1294β9-11: «δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν». Για τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
* Ο Γιώργος Οικονόμου είναι Δρ Φιλοσοφίας και συγγραφέας του βιβλίου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», Παπαζήσης, 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου