του Ευγένιου Αρανίτση
Ας δούμε τώρα τις παραμέτρους που ενοχοποιούνται για το θεμελιακό σφάλμα του Ράμφου, όταν μιλάει, εκτός των άλλων, περί διαφάνειας. Εχω πολλές φορές αναφερθεί8 στο θέμα μιας ορισμένης παρανόησης η οποία τροφοδοτείται από την ανεπάρκεια της γλώσσας στο να σημάνει τη διαφορά ανάμεσα στο πρωτότυπο και στον αντικατοπτρισμό του. Π.χ., η γλώσσα παρέχει τον ίδιο όρο για την κοινωνία ως κοινότητα υπαρκτικών αγαθών και για την «κοινωνία» ως περίμετρο συγκατοίκησης ανθρώπινων μονάδων. Από κεκτημένη ταχύτητα, εξακολουθούμε να μεταχειριζόμαστε την ίδια λέξη για την κοινωνία σαν ουσιαστική σχέση και για την κοινωνία όπως την αντιλαμβάνονται οι τοπικοί θεσμοί του νεότερου κόσμου, δηλαδή για το σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που διέπουν την παλμική κίνηση της συλλογικότητας9. Επειδή τα σημαίνοντα είναι ίδια, ευνοείται η τάση να ταυτίσουμε τα σημαινόμενα.
Χάριν της συζήτησης, ονόμασα το παραπάνω σχήμα «Αντεστραμμένο Είδωλο». Συμβαίνει συχνά να αντιμετωπίζουμε ένα σύμπτωμα που έρχεται σαν συνώνυμο μιας ιστορικής εμπειρίας και διεκδικεί την υπόληψή της, ενώ πρόκειται οφθαλμοφανώς για παρωδία ή και για εξ ολοκλήρου αντιστροφή. Ενα άλλο ωραίο παράδειγμα αυτής της πλασματικής υποτροπής είναι η «επικοινωνία», που η ραγδαία εξάπλωσή της έσπασε τα φράγματα όλων των αναγκαίων εφαρμογών και προσέλαβε χαρακτηριστικά αυτοσκοπού σε μιαν επιβεβλημένη τάχα σχέση ακροαματικότητας όλων προς όλους, κουφαίνοντας τις συνειδήσεις με τον αφόρητο, παραληρηματικό βόμβο της. Οι πάντες καταλαβαίνουμε (εξαιρώ τον Ράμφο) ότι αυτό που σήμερα αποκαλούν «επικοινωνία» είναι αδιανόητο χωρίς τα εισαγωγικά του και ότι, όσο πιο αποκαρδιωτικά εξασθενεί η πραγματική επικοινωνία μεταξύ ανθρώπινων υποκειμένων, δηλαδή η ψυχική συνάντηση δύο προσώπων με τον Αλλο της γλώσσας σε θέση εγγυητή, τόσο πιο απεγνωσμένα επωμίζεται ο κόσμος το καθήκον να γίνει άρον άρον και πάση θυσία «επικοινωνιακός» δίχως κανέναν απολύτως εγγυητή.
Και ούτω καθεξής. Οσο πιο κραυγαλέο χάσκει το έλλειμμα της επαφής μεταξύ ψυχικά ζωντανών ατόμων τόσο οι ψευδεπώνυμες επαφές και τηλεπικοινωνίες καλπάζουν στις τροχιές της live αναμετάδοσης, που χαρακτηρίζεται live ειδικά επειδή τίποτα δεν ζει σ' αυτήν, καθώς παραπέμπει στο πλασματικό παρόν της ακραίας κοινοτοπίας (π.χ. τηλεόραση). Αντεστραμμένο είδωλο ονομάζω, εν προκειμένω, τη συμμετρική σχέση αυτών των ετερογενών πραγμάτων, της Επικοινωνίας και της «επικοινωνίας»: η κενή πλέον μορφή ενός ιδανικού επανέρχεται, σαν σε φάρσα, και αναλαμβάνει υποτίθεται να καλύψει την ανάγκη από την έλλειψη εκείνου που χάθηκε, με την ποσοτική υπεραναπλήρωση των ποιοτικών του χαρακτηριστικών. Σκεφτείτε: το ότι οι πάντες μιλούν ασταμάτητα και με τέτοια έμφαση για «επιλογές», τι άλλο δείχνει αν όχι ότι οι αληθινές επιλογές αποτελούν παρελθόν;10
Καταλαβαίνουμε έτσι το μέγεθος της παρανόησης στο περίφημο ζήτημα της διαφάνειας, που είναι το κυρίαρχο θεωρητικό φετίχ του Ράμφου, μόνον που εδώ ο έλεγχος της παρανόησης γίνεται ακόμη πιο περίπλοκος, όσο και απογοητευτικός, επειδή ο συγκεκριμένος συγγραφέας υπέγραψε κάποτε απαράμιλλες σελίδες σχετικά με τη Διαφάνεια του ψυχικού υποκειμένου ως αιθρία του βλέμματος που φιλοξενεί τον εκάστοτε εκπρόσωπο του Αλλου. Ο Ράμφος πιθανόν να το αγνοούσε αλλά επρόκειτο για την ίδια εκείνη Διαφάνεια που μελωδοί της υπήρξαν οι ποιητές, με πρώτον τον Ελύτη. Δυστυχώς, η Διαφάνεια αυτή και η σημερινή γελοιογραφία διαφάνειας του μεταμοντέρνου (για την οποία μιλάει τόσο εύγλωττα ο Μποντριγιάρ11) φέρουν το ίδιο όνομα. Με μιαν άνευ προηγουμένου ανεμελιά, που παραβλέπει την αβυσσαλέα διαφορά ουσίας μεταξύ Διαφάνειας και «διαφάνειας» (π.χ. διαφάνειας των προϊόντων της κατανάλωσης, διαφάνειας της σφαίρας του ιδιωτικού σύμπαντος στα παιγνίδια τύπου «reality»), ο Ράμφος αφήνει να εννοηθεί ότι έχουμε να κάνουμε με το ίδιο γεγονός!
Οπότε, η Διαφάνεια που συνόδευε ως ιδεώδης ορίζοντας ύπαρξης το δοκιμαζόμενο υποκείμενο της συμβολικής πραγματικότητας, παρουσιάζεται σαν ταυτόσημη με τη διαφάνεια μιας ατομικότητας η οποία θεωρείται τέτοια (διάφανη, διαπερατή) επειδή βρίσκεται παντοιοτρόπως εκτεθειμένη στις ακτινοβολίες των δικτύων που υφαίνουν τη μοντέρνα, δορυφορικά παγκοσμιοποιημένη, τεχνολογική μαγεία. Κατά τον Ράμφο, ούτε λίγο ούτε πολύ, το να είσαι διάφανος ψυχικά, όπως ας πούμε το υποκείμενο που φωτίζεται σταθερά από την αστραπή της αγαπητικής θεότητας, είναι ηθικώς ισοδύναμο με το να είσαι διάφανος ως αντικείμενο διαρκούς επιτήρησης του συστήματος, όπως γίνεται σήμερα! Επίσης, στα μάτια του Ράμφου, η εκδηλωτικότητα του υποκειμένου που ανοίγει τον εαυτό του στο πρόσωπο του άλλου, φαίνεται ομοειδής με την τωρινή εξωστρέφεια ενός «εαυτού» που δεν έχει παρά το έξω του, το κέλυφός του, το φυτικό του Είναι ως αντικειμενική, ουδετεροποιημένη και δίχως ίχνος πνευματικότητας συγκρότηση, οπότε μένει πάντοτε «ανοιχτός» σε κάθε λογής οπτικές συσκευές και τεχνολογίες, του ανθρώπινου ματιού περιλαμβανομένου.12 Διότι είναι ηλίου φαεινότερο πως εκπαιδευόμαστε πλέον στο να κοιτάμε δίχως να βλέπουμε, στο να κοιτάμε μ' έναν τρόπο απτικό, τρόπο της ψαύσης και της σάρωσης (scanning).
Ετσι, για έναν άνθρωπο που έγραψε κάποτε δοκίμια όπως εκείνο το περί βλέμματος, με αφορμή τα πορτρέτα Φαγιούμ, η παρανόηση αυτή, η σύγχυση ανάμεσα στο πρωτότυπο και το ανάποδο είδωλο εννοιών όπως η Διαφάνεια, αποτελεί κυριολεκτικά καταπληκτική περίπτωση και δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά με τον εντοπισμό κάποιου βαθύτερου ελατηρίου. (Το ποιου ακριβώς είναι μεγάλη συζήτηση.) Διότι δεν αρμόζει σε καμία λογική το να λες, ξαφνικά, ένα πρωί, ότι, ξέρεις, αποφάσισα να πιστεύω πως η προς τα έξω διαθεσιμότητα του «εαυτού» ανταποκρίνεται καλύτερα στις προσδοκίες όταν ο «εαυτός» ισούται, ποιοτικά, με μηδέν. Αυτό το ήξερε και ο άνθρωπος του Νεάντερταλ, ο οποίος είχε ασφαλώς παρατηρήσει, και μάλλον όχι εμβρόντητος, ότι τα άψυχα συναινούν αδιαμαρτύρητα σε όλες τις προσεγγίσεις, π.χ. η πέτρα όταν τη μεταφέρεις, το ξύλο όταν το πελεκάς, η λάσπη όταν την ψήνεις και ούτω καθεξής. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι το άψυχο είναι ανοιχτό ως εαυτός. Απεναντίας, πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσον το να γίνουμε μηδέν, απλοί τερματικοί προς αναμετάδοση πληροφοριών, διαφανή απολιθώματα στον αναπαραγωγικό ίλιγγο ενός αχαλίνωτου συστήματος ποσοτικών εφαρμογών, τιμά το πεπρωμένο μας ως ανθρώπων.
Εν ολίγοις, δεν μπορείς να καταλάβεις εύκολα τι συμβαίνει όταν ακούς τον Ράμφο να επαινεί τους εθελοντές της Ολυμπιάδας, με σκεπτικό ότι οι νεαροί αυτοί εναποθέτουν, δήθεν, την ατομικότητά τους στο άνοιγα του κόσμου προς έναν νέου τύπου, εγκάρδιο διεθνισμό, πλήρη ευθύνης και αλληλεγγύης! Στο σημείο αυτό θα είχαν δίκιο συγγραφείς όπως ο Γιάννης Καλιόρης, αν έσπευδαν να μας θυμίσουν τα κολοσσιαία οικονομικά και «επικοινωνιακά» συμφέροντα που διέπρεψαν στις δημόσιες σχέσεις τους εις υγείαν των αφελών. Ωρες ώρες, η εμμονή του Ράμφου στην αθωότητα μιας τέτοιας νεορωμαϊκής σκηνοθεσίας καταντάει κάτι περισσότερο από αινιγματική. Σε ό,τι με αφορά, θα περιοριστώ να υπογραμμίσω την προφανέστατη σχέση μεταξύ εθελοντισμού και ψυχαναγκαστικής νεύρωσης, της μεγάλης αυτής επιδημίας που πλήττει τον δυτικό κόσμο, απ' τη στιγμή που η δίχως νόημα συμπεριφορά των ανθρώπων αρχίζει να επαναλαμβάνει, να μιμείται, τις κινήσεις της ζωής τελετουργικά.
Ζήτημα που σχολιάστηκε από πάρα πολλούς θεωρητικούς, ο μεταμοντέρνος ψυχαναγκασμός είναι η εγκατάλειψη της θέλησης στα παραγγέλματα του Αλλου, ως παρηγοριά για τη συρρίκνωση του εαυτού στο μηδέν, και μαζί της αυθεντικής του θέλησης να υπάρξει ψυχικά. Πανικόβλητη συμμετοχή σε μόδες, καταναλωτικό σύνδρομο, εφήμερες μαζοχιστικές τρέλες τύπου τζόκινγκ, ακαριαία αντανακλαστική ανταπόκριση στους συρμούς και στην προπαγάνδα των ΜΜΕ, παράκρουση εκπλήρωσης υποχρεώσεων που δεν αφορούν το υποκείμενο ούτε κατ' ελάχιστον αλλά απορρέουν από την αυτόματη ταύτισή του με κάποιο τυχαίο «πρέπει» (must), όλ' αυτά είναι συμπτώματα της διάλυσης του ανθρώπου μέσα στο χωρίς αντίκρισμα μοντέρνο φαντασιακό. Η ψυχαναλυτική διδασκαλία έδειξε με τον καλύτερο τρόπο πως η αρρώστια της ανθρωπότητας εντοπίζεται σ' αυτό το μοιραίο ρήγμα ανάμεσα στο φαντασιακό και στα σύμβολα. Ετσι ερμηνεύονται, άλλωστε, οι επιθέσεις που δέχεται η ψυχανάλυση στις ΗΠΑ με όπλο τις θεωρίες περί DNA: το μυστικό βρίσκεται, λένε, εγγεγραμμένο εκεί -όχι στο ασυνείδητο αλλά στο αντεστραμμένο του είδωλο, στον γενετικό κώδικα. Και ιδού πώς εξαφανίζεται, επίσης, η ευθύνη απ' τη ζωή: αν δεν είσαι υπεύθυνος για τα γονίδιά σου, δεν είσαι υπεύθυνος για τίποτα.
Ας δούμε τώρα τις παραμέτρους που ενοχοποιούνται για το θεμελιακό σφάλμα του Ράμφου, όταν μιλάει, εκτός των άλλων, περί διαφάνειας. Εχω πολλές φορές αναφερθεί8 στο θέμα μιας ορισμένης παρανόησης η οποία τροφοδοτείται από την ανεπάρκεια της γλώσσας στο να σημάνει τη διαφορά ανάμεσα στο πρωτότυπο και στον αντικατοπτρισμό του. Π.χ., η γλώσσα παρέχει τον ίδιο όρο για την κοινωνία ως κοινότητα υπαρκτικών αγαθών και για την «κοινωνία» ως περίμετρο συγκατοίκησης ανθρώπινων μονάδων. Από κεκτημένη ταχύτητα, εξακολουθούμε να μεταχειριζόμαστε την ίδια λέξη για την κοινωνία σαν ουσιαστική σχέση και για την κοινωνία όπως την αντιλαμβάνονται οι τοπικοί θεσμοί του νεότερου κόσμου, δηλαδή για το σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που διέπουν την παλμική κίνηση της συλλογικότητας9. Επειδή τα σημαίνοντα είναι ίδια, ευνοείται η τάση να ταυτίσουμε τα σημαινόμενα.
Χάριν της συζήτησης, ονόμασα το παραπάνω σχήμα «Αντεστραμμένο Είδωλο». Συμβαίνει συχνά να αντιμετωπίζουμε ένα σύμπτωμα που έρχεται σαν συνώνυμο μιας ιστορικής εμπειρίας και διεκδικεί την υπόληψή της, ενώ πρόκειται οφθαλμοφανώς για παρωδία ή και για εξ ολοκλήρου αντιστροφή. Ενα άλλο ωραίο παράδειγμα αυτής της πλασματικής υποτροπής είναι η «επικοινωνία», που η ραγδαία εξάπλωσή της έσπασε τα φράγματα όλων των αναγκαίων εφαρμογών και προσέλαβε χαρακτηριστικά αυτοσκοπού σε μιαν επιβεβλημένη τάχα σχέση ακροαματικότητας όλων προς όλους, κουφαίνοντας τις συνειδήσεις με τον αφόρητο, παραληρηματικό βόμβο της. Οι πάντες καταλαβαίνουμε (εξαιρώ τον Ράμφο) ότι αυτό που σήμερα αποκαλούν «επικοινωνία» είναι αδιανόητο χωρίς τα εισαγωγικά του και ότι, όσο πιο αποκαρδιωτικά εξασθενεί η πραγματική επικοινωνία μεταξύ ανθρώπινων υποκειμένων, δηλαδή η ψυχική συνάντηση δύο προσώπων με τον Αλλο της γλώσσας σε θέση εγγυητή, τόσο πιο απεγνωσμένα επωμίζεται ο κόσμος το καθήκον να γίνει άρον άρον και πάση θυσία «επικοινωνιακός» δίχως κανέναν απολύτως εγγυητή.
Και ούτω καθεξής. Οσο πιο κραυγαλέο χάσκει το έλλειμμα της επαφής μεταξύ ψυχικά ζωντανών ατόμων τόσο οι ψευδεπώνυμες επαφές και τηλεπικοινωνίες καλπάζουν στις τροχιές της live αναμετάδοσης, που χαρακτηρίζεται live ειδικά επειδή τίποτα δεν ζει σ' αυτήν, καθώς παραπέμπει στο πλασματικό παρόν της ακραίας κοινοτοπίας (π.χ. τηλεόραση). Αντεστραμμένο είδωλο ονομάζω, εν προκειμένω, τη συμμετρική σχέση αυτών των ετερογενών πραγμάτων, της Επικοινωνίας και της «επικοινωνίας»: η κενή πλέον μορφή ενός ιδανικού επανέρχεται, σαν σε φάρσα, και αναλαμβάνει υποτίθεται να καλύψει την ανάγκη από την έλλειψη εκείνου που χάθηκε, με την ποσοτική υπεραναπλήρωση των ποιοτικών του χαρακτηριστικών. Σκεφτείτε: το ότι οι πάντες μιλούν ασταμάτητα και με τέτοια έμφαση για «επιλογές», τι άλλο δείχνει αν όχι ότι οι αληθινές επιλογές αποτελούν παρελθόν;10
Καταλαβαίνουμε έτσι το μέγεθος της παρανόησης στο περίφημο ζήτημα της διαφάνειας, που είναι το κυρίαρχο θεωρητικό φετίχ του Ράμφου, μόνον που εδώ ο έλεγχος της παρανόησης γίνεται ακόμη πιο περίπλοκος, όσο και απογοητευτικός, επειδή ο συγκεκριμένος συγγραφέας υπέγραψε κάποτε απαράμιλλες σελίδες σχετικά με τη Διαφάνεια του ψυχικού υποκειμένου ως αιθρία του βλέμματος που φιλοξενεί τον εκάστοτε εκπρόσωπο του Αλλου. Ο Ράμφος πιθανόν να το αγνοούσε αλλά επρόκειτο για την ίδια εκείνη Διαφάνεια που μελωδοί της υπήρξαν οι ποιητές, με πρώτον τον Ελύτη. Δυστυχώς, η Διαφάνεια αυτή και η σημερινή γελοιογραφία διαφάνειας του μεταμοντέρνου (για την οποία μιλάει τόσο εύγλωττα ο Μποντριγιάρ11) φέρουν το ίδιο όνομα. Με μιαν άνευ προηγουμένου ανεμελιά, που παραβλέπει την αβυσσαλέα διαφορά ουσίας μεταξύ Διαφάνειας και «διαφάνειας» (π.χ. διαφάνειας των προϊόντων της κατανάλωσης, διαφάνειας της σφαίρας του ιδιωτικού σύμπαντος στα παιγνίδια τύπου «reality»), ο Ράμφος αφήνει να εννοηθεί ότι έχουμε να κάνουμε με το ίδιο γεγονός!
Οπότε, η Διαφάνεια που συνόδευε ως ιδεώδης ορίζοντας ύπαρξης το δοκιμαζόμενο υποκείμενο της συμβολικής πραγματικότητας, παρουσιάζεται σαν ταυτόσημη με τη διαφάνεια μιας ατομικότητας η οποία θεωρείται τέτοια (διάφανη, διαπερατή) επειδή βρίσκεται παντοιοτρόπως εκτεθειμένη στις ακτινοβολίες των δικτύων που υφαίνουν τη μοντέρνα, δορυφορικά παγκοσμιοποιημένη, τεχνολογική μαγεία. Κατά τον Ράμφο, ούτε λίγο ούτε πολύ, το να είσαι διάφανος ψυχικά, όπως ας πούμε το υποκείμενο που φωτίζεται σταθερά από την αστραπή της αγαπητικής θεότητας, είναι ηθικώς ισοδύναμο με το να είσαι διάφανος ως αντικείμενο διαρκούς επιτήρησης του συστήματος, όπως γίνεται σήμερα! Επίσης, στα μάτια του Ράμφου, η εκδηλωτικότητα του υποκειμένου που ανοίγει τον εαυτό του στο πρόσωπο του άλλου, φαίνεται ομοειδής με την τωρινή εξωστρέφεια ενός «εαυτού» που δεν έχει παρά το έξω του, το κέλυφός του, το φυτικό του Είναι ως αντικειμενική, ουδετεροποιημένη και δίχως ίχνος πνευματικότητας συγκρότηση, οπότε μένει πάντοτε «ανοιχτός» σε κάθε λογής οπτικές συσκευές και τεχνολογίες, του ανθρώπινου ματιού περιλαμβανομένου.12 Διότι είναι ηλίου φαεινότερο πως εκπαιδευόμαστε πλέον στο να κοιτάμε δίχως να βλέπουμε, στο να κοιτάμε μ' έναν τρόπο απτικό, τρόπο της ψαύσης και της σάρωσης (scanning).
Ετσι, για έναν άνθρωπο που έγραψε κάποτε δοκίμια όπως εκείνο το περί βλέμματος, με αφορμή τα πορτρέτα Φαγιούμ, η παρανόηση αυτή, η σύγχυση ανάμεσα στο πρωτότυπο και το ανάποδο είδωλο εννοιών όπως η Διαφάνεια, αποτελεί κυριολεκτικά καταπληκτική περίπτωση και δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά με τον εντοπισμό κάποιου βαθύτερου ελατηρίου. (Το ποιου ακριβώς είναι μεγάλη συζήτηση.) Διότι δεν αρμόζει σε καμία λογική το να λες, ξαφνικά, ένα πρωί, ότι, ξέρεις, αποφάσισα να πιστεύω πως η προς τα έξω διαθεσιμότητα του «εαυτού» ανταποκρίνεται καλύτερα στις προσδοκίες όταν ο «εαυτός» ισούται, ποιοτικά, με μηδέν. Αυτό το ήξερε και ο άνθρωπος του Νεάντερταλ, ο οποίος είχε ασφαλώς παρατηρήσει, και μάλλον όχι εμβρόντητος, ότι τα άψυχα συναινούν αδιαμαρτύρητα σε όλες τις προσεγγίσεις, π.χ. η πέτρα όταν τη μεταφέρεις, το ξύλο όταν το πελεκάς, η λάσπη όταν την ψήνεις και ούτω καθεξής. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι το άψυχο είναι ανοιχτό ως εαυτός. Απεναντίας, πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσον το να γίνουμε μηδέν, απλοί τερματικοί προς αναμετάδοση πληροφοριών, διαφανή απολιθώματα στον αναπαραγωγικό ίλιγγο ενός αχαλίνωτου συστήματος ποσοτικών εφαρμογών, τιμά το πεπρωμένο μας ως ανθρώπων.
Εν ολίγοις, δεν μπορείς να καταλάβεις εύκολα τι συμβαίνει όταν ακούς τον Ράμφο να επαινεί τους εθελοντές της Ολυμπιάδας, με σκεπτικό ότι οι νεαροί αυτοί εναποθέτουν, δήθεν, την ατομικότητά τους στο άνοιγα του κόσμου προς έναν νέου τύπου, εγκάρδιο διεθνισμό, πλήρη ευθύνης και αλληλεγγύης! Στο σημείο αυτό θα είχαν δίκιο συγγραφείς όπως ο Γιάννης Καλιόρης, αν έσπευδαν να μας θυμίσουν τα κολοσσιαία οικονομικά και «επικοινωνιακά» συμφέροντα που διέπρεψαν στις δημόσιες σχέσεις τους εις υγείαν των αφελών. Ωρες ώρες, η εμμονή του Ράμφου στην αθωότητα μιας τέτοιας νεορωμαϊκής σκηνοθεσίας καταντάει κάτι περισσότερο από αινιγματική. Σε ό,τι με αφορά, θα περιοριστώ να υπογραμμίσω την προφανέστατη σχέση μεταξύ εθελοντισμού και ψυχαναγκαστικής νεύρωσης, της μεγάλης αυτής επιδημίας που πλήττει τον δυτικό κόσμο, απ' τη στιγμή που η δίχως νόημα συμπεριφορά των ανθρώπων αρχίζει να επαναλαμβάνει, να μιμείται, τις κινήσεις της ζωής τελετουργικά.
Ζήτημα που σχολιάστηκε από πάρα πολλούς θεωρητικούς, ο μεταμοντέρνος ψυχαναγκασμός είναι η εγκατάλειψη της θέλησης στα παραγγέλματα του Αλλου, ως παρηγοριά για τη συρρίκνωση του εαυτού στο μηδέν, και μαζί της αυθεντικής του θέλησης να υπάρξει ψυχικά. Πανικόβλητη συμμετοχή σε μόδες, καταναλωτικό σύνδρομο, εφήμερες μαζοχιστικές τρέλες τύπου τζόκινγκ, ακαριαία αντανακλαστική ανταπόκριση στους συρμούς και στην προπαγάνδα των ΜΜΕ, παράκρουση εκπλήρωσης υποχρεώσεων που δεν αφορούν το υποκείμενο ούτε κατ' ελάχιστον αλλά απορρέουν από την αυτόματη ταύτισή του με κάποιο τυχαίο «πρέπει» (must), όλ' αυτά είναι συμπτώματα της διάλυσης του ανθρώπου μέσα στο χωρίς αντίκρισμα μοντέρνο φαντασιακό. Η ψυχαναλυτική διδασκαλία έδειξε με τον καλύτερο τρόπο πως η αρρώστια της ανθρωπότητας εντοπίζεται σ' αυτό το μοιραίο ρήγμα ανάμεσα στο φαντασιακό και στα σύμβολα. Ετσι ερμηνεύονται, άλλωστε, οι επιθέσεις που δέχεται η ψυχανάλυση στις ΗΠΑ με όπλο τις θεωρίες περί DNA: το μυστικό βρίσκεται, λένε, εγγεγραμμένο εκεί -όχι στο ασυνείδητο αλλά στο αντεστραμμένο του είδωλο, στον γενετικό κώδικα. Και ιδού πώς εξαφανίζεται, επίσης, η ευθύνη απ' τη ζωή: αν δεν είσαι υπεύθυνος για τα γονίδιά σου, δεν είσαι υπεύθυνος για τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου