Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Πριν από μερικούς μήνες, και επιχειρηματολογώντας κατά της βιαστικής υποτίθεται προσφυγής στις κάλπες, η Άννα Διαμαντοπούλου είχε «προβλέψει» ότι τυχόν πρόωρες εκλογές θα σημάνουν «μια πρόσκαιρη νίκη του λαϊκισμού και των αντιμεταρρυθμιστικών δυνάμεων, οι οποίες συσπειρώνονται». Οι περισσότεροι πήραμε τη δήλωση αψήφιστα. Θεωρήσαμε δηλαδή (και όχι εντελώς άδικα) ότι επρόκειτο για μια από τις γνωστές εξάρσεις α λα Μαρία Αντουανέτα, στις οποίες μας έχουν συνηθίσει πια οι δημόσιοι κατήγοροι του λαϊκισμού. Από μια ορισμένη άποψη, ωστόσο, τα πράγματα ήταν κάπως πιο σοβαρά. Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, το βράδυ της 6ης Μαϊου η Αριστερά θα έχει καταγράψει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία της από το 1974 μέχρι σήμερα. Την ίδια στιγμή, όμως, μια νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση θα έχει μπει στη Βουλή, το δε ελληνικό Tea Party του Πάνου Καμμένου θα έχει κερδίσει ένα ποσοστό κοντά στο 10%. Με βάση την ανάγνωση της Διαμαντοπούλου (και όχι μόνο τη δική της), δεν προκύπτει από πουθενά ότι η πολιτική αναβάθμιση των νεοναζί, και μαζί του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού που εκπροσωπούν οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», αποτελούν αυτοτελές πρόβλημα για τη δημοκρατία – ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί από σήμερα, με κάποια ad hoc σύγκλιση ή, τουλάχιστον, μια κάποια δημοκρατική εγρήγορση.
Στη λογική του αντιλαϊκισμού δεν υπάρχει χώρος για διακρίσεις, αποχρώσεις και ιεραρχήσεις. Τα άκρα, στη χονδροειδώς απλουστευτική λογική του, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από κοινού, αν τουλάχιστον δεν μας κάνουν τη χάρη να αλληλοεξουδετερωθούν μια ώρα αρχύτερα. Aπό αυτή λοιπόν την άποψη, οι ανόητοι συμψηφισμοί και, σε τελική ανάλυση, η αταραξία των πανηγυριστών του «τέλους της Μεταπολίτευσης» μπροστά στην άνοδο των χιτλερικών νοσταλγών του Παπαδόπουλου, μαρτυρούν κάτι δυσοίωνο. Δείχνουν ότι ένα τμήμα του πολιτικού κόσμου, δεν έχει ξεκόψει απλώς από το δημοκρατικό ιδεολογικό κεκτημένο της επάρατης Μεταπολίτευσης - αυτό που, έστω και στην παπανδρεϊκή στρέβλωσή του, αποτελούσε κοινό παρονομαστή των «δημοκρατικών δυνάμεων». Δείχνουν ότι το ίδιο τμήμα έχει πάψει πια να συγκινείται ακόμα και από αυτό που ένωνε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές, και που ήταν η νίκη κατά του φασισμού. Απολύτως τίποτα διαφορετικό δεν σημαίνουν τα περί «φαιοκόκκινου μετώπου» και οι ρητορικές (όσο και ανιστόρητες) ερωτήσεις του τύπου «σε τι διαφέρουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ από τη Χρυσή Αυγή;». Aν για τέτοιου είδους απορίες φταίνε τα εγκλήματα του σταλινισμού (που πάντως προηγήθηκαν του τότε αντιφασιστικού μετώπου), θα έπρεπε μάλλον να προβληματίζει ότι ακριβώς τα εγκλήματα αυτά επικαλείται σήμερα ο Μιχαλολιάκος ως αντιπερισπασμό, προκειμένου να σχετικοποιήσει το Ολοκαύτωμα και, πιο πεζά, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για την εγκληματική δράση της συμμορίας του. Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, οι εξισώσεις της κυρίας Διαμαντοπούλου, και γενικά των νέων φιλελεύθερων, ξεπερνούν κατά πολύ έναν συγκυριακό τακτικισμό ή το άγχος της προεκλογικής αριθμητικής - ό,τι τέλος πάντων θα επέτρεπε κάποιες υπερβολές για να στριμωχτεί ο αντίπαλος. Με την εξίσωση των «ανομικών», των καταληψιών λόγου χάρη της Νομικής με τους μαχαιροβγάλτες του Αγίου Παντελεήμονα, τα συμβολικά αυτονότητα της μεταπολεμικής Ευρώπης παύουν να ισχύουν• για την ακρίβεια, παύουν να ισχύουν και αυτά, μαζί με την «υλική βάση» που τα στήριζε μέχρι ν΄ αρχίσει το πάρτυ των νεοφιλελεύθερων. Αν ισχύουν όμως τα παραπάνω, τι είναι αυτό που σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης (αλλά και ένα χρόνο μετά το αιματοκύλισμα της Ουτόγια...), εξακολουθεί να μας ενώνει; Ας μας επιτραπεί να προκαταλάβουμε την απάντηση: αυτό που μπορεί ακόμα και σήμερα να μας ενώνει, πέρα απ΄ τα πολλά και πολύ σοβαρά που μας χωρίζουν, δεν είναι αορίστως η «νομιμότητα», όπως θα υποστήριζε μια ορισμένη φιλελεύθερη Αριστερά. Κι αυτό, όχι γιατί γενικά η Αριστερά επιδιώκει την κατάλυση της νομιμότητας• αλλά γιατί σήμερα, σε εποχές γενικευμένης ακύρωσης κοινωνικών δικαιωμάτων και στοιχειωδών αρχών του κράτους δικαίου, η νομιμότητα παύει ολοένα και περισσότερο να περιορίζει τον αυταρχισμό, τείνοντας αντίθετα να τον διαχέει προς όλες τις κατευθύνσεις. Να το εξηγήσουμε αυτό λιγότερο αφηρημένα και με παράδειγμα; Δεδομένης της κρατούσας αντίληψης περί νομιμότητας, αντίληψη που φαίνεται σήμερα να ενώνει ευκολότερα τους νέας κοπής φιλελεύθερους με το ένα απ΄ τα άκρα που καταγγέλλουν, σε βάρος του άλλου, δεν θα εκπλαγούμε καθόλου αν ακόμα και η κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών βρει τελικά έρεισμα στην εθνική ή την κοινοτική νομοθεσία. Δεν θα εκπλαγούμε, γιατί στην πραγματικότητα το είδος της νομιμότητας που θεραπεύουν οι κατά τα άλλα νομοταγείς φιλελεύθεροι είναι γνώριμο – το έχουμε ξαναδεί λίγο παλιότερα αν και όχι από φιλελεύθερους. Στις «Ερωτικές αποδράσεις», του Μπέρναρντ Σλινκ, η μητέρα εξηγεί στο γιο γιατί ο πατέρας του, στρατοδίκης στο Στρασβούργο στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποβλήθηκε από το δικαστικό σώμα όταν τελείωσε ο πόλεμος: «Λένε ότι καταδίκασε σε θάνατο έναν αξιωματικό που εμπόδισε την αστυνομία να συλλάβει κάποιους εβραίους». Ο γιος απορεί που στα σχετικά αποκόμματα τα κείμενα σχεδόν κρύβονται από τις παρεμβάσεις του δικαστή: «Αντέγραψε παραγράφους του ποινικού κώδικα», εξηγεί η μητέρα, «για να αποδείξει ότι δεν μπορούσαν να τον τιμωρήσουν. Είναι σαν να ομολογεί τα πάντα επιμένοντας ότι δεν έκανε κάτι ποινικά κολάσιμο. Σαν να παραδέχεσαι, δηλαδή, ότι δηλητηρίασες κάποιον με το φαγητό σου, αλλά επιμένεις ότι κατά τα άλλα ακολούθησες πιστά τις υποδείξεις του Τσελεμεντέ».
Πριν από μερικούς μήνες, και επιχειρηματολογώντας κατά της βιαστικής υποτίθεται προσφυγής στις κάλπες, η Άννα Διαμαντοπούλου είχε «προβλέψει» ότι τυχόν πρόωρες εκλογές θα σημάνουν «μια πρόσκαιρη νίκη του λαϊκισμού και των αντιμεταρρυθμιστικών δυνάμεων, οι οποίες συσπειρώνονται». Οι περισσότεροι πήραμε τη δήλωση αψήφιστα. Θεωρήσαμε δηλαδή (και όχι εντελώς άδικα) ότι επρόκειτο για μια από τις γνωστές εξάρσεις α λα Μαρία Αντουανέτα, στις οποίες μας έχουν συνηθίσει πια οι δημόσιοι κατήγοροι του λαϊκισμού. Από μια ορισμένη άποψη, ωστόσο, τα πράγματα ήταν κάπως πιο σοβαρά. Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, το βράδυ της 6ης Μαϊου η Αριστερά θα έχει καταγράψει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία της από το 1974 μέχρι σήμερα. Την ίδια στιγμή, όμως, μια νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση θα έχει μπει στη Βουλή, το δε ελληνικό Tea Party του Πάνου Καμμένου θα έχει κερδίσει ένα ποσοστό κοντά στο 10%. Με βάση την ανάγνωση της Διαμαντοπούλου (και όχι μόνο τη δική της), δεν προκύπτει από πουθενά ότι η πολιτική αναβάθμιση των νεοναζί, και μαζί του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού που εκπροσωπούν οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», αποτελούν αυτοτελές πρόβλημα για τη δημοκρατία – ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί από σήμερα, με κάποια ad hoc σύγκλιση ή, τουλάχιστον, μια κάποια δημοκρατική εγρήγορση.
Στη λογική του αντιλαϊκισμού δεν υπάρχει χώρος για διακρίσεις, αποχρώσεις και ιεραρχήσεις. Τα άκρα, στη χονδροειδώς απλουστευτική λογική του, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από κοινού, αν τουλάχιστον δεν μας κάνουν τη χάρη να αλληλοεξουδετερωθούν μια ώρα αρχύτερα. Aπό αυτή λοιπόν την άποψη, οι ανόητοι συμψηφισμοί και, σε τελική ανάλυση, η αταραξία των πανηγυριστών του «τέλους της Μεταπολίτευσης» μπροστά στην άνοδο των χιτλερικών νοσταλγών του Παπαδόπουλου, μαρτυρούν κάτι δυσοίωνο. Δείχνουν ότι ένα τμήμα του πολιτικού κόσμου, δεν έχει ξεκόψει απλώς από το δημοκρατικό ιδεολογικό κεκτημένο της επάρατης Μεταπολίτευσης - αυτό που, έστω και στην παπανδρεϊκή στρέβλωσή του, αποτελούσε κοινό παρονομαστή των «δημοκρατικών δυνάμεων». Δείχνουν ότι το ίδιο τμήμα έχει πάψει πια να συγκινείται ακόμα και από αυτό που ένωνε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές, και που ήταν η νίκη κατά του φασισμού. Απολύτως τίποτα διαφορετικό δεν σημαίνουν τα περί «φαιοκόκκινου μετώπου» και οι ρητορικές (όσο και ανιστόρητες) ερωτήσεις του τύπου «σε τι διαφέρουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ από τη Χρυσή Αυγή;». Aν για τέτοιου είδους απορίες φταίνε τα εγκλήματα του σταλινισμού (που πάντως προηγήθηκαν του τότε αντιφασιστικού μετώπου), θα έπρεπε μάλλον να προβληματίζει ότι ακριβώς τα εγκλήματα αυτά επικαλείται σήμερα ο Μιχαλολιάκος ως αντιπερισπασμό, προκειμένου να σχετικοποιήσει το Ολοκαύτωμα και, πιο πεζά, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για την εγκληματική δράση της συμμορίας του. Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, οι εξισώσεις της κυρίας Διαμαντοπούλου, και γενικά των νέων φιλελεύθερων, ξεπερνούν κατά πολύ έναν συγκυριακό τακτικισμό ή το άγχος της προεκλογικής αριθμητικής - ό,τι τέλος πάντων θα επέτρεπε κάποιες υπερβολές για να στριμωχτεί ο αντίπαλος. Με την εξίσωση των «ανομικών», των καταληψιών λόγου χάρη της Νομικής με τους μαχαιροβγάλτες του Αγίου Παντελεήμονα, τα συμβολικά αυτονότητα της μεταπολεμικής Ευρώπης παύουν να ισχύουν• για την ακρίβεια, παύουν να ισχύουν και αυτά, μαζί με την «υλική βάση» που τα στήριζε μέχρι ν΄ αρχίσει το πάρτυ των νεοφιλελεύθερων. Αν ισχύουν όμως τα παραπάνω, τι είναι αυτό που σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης (αλλά και ένα χρόνο μετά το αιματοκύλισμα της Ουτόγια...), εξακολουθεί να μας ενώνει; Ας μας επιτραπεί να προκαταλάβουμε την απάντηση: αυτό που μπορεί ακόμα και σήμερα να μας ενώνει, πέρα απ΄ τα πολλά και πολύ σοβαρά που μας χωρίζουν, δεν είναι αορίστως η «νομιμότητα», όπως θα υποστήριζε μια ορισμένη φιλελεύθερη Αριστερά. Κι αυτό, όχι γιατί γενικά η Αριστερά επιδιώκει την κατάλυση της νομιμότητας• αλλά γιατί σήμερα, σε εποχές γενικευμένης ακύρωσης κοινωνικών δικαιωμάτων και στοιχειωδών αρχών του κράτους δικαίου, η νομιμότητα παύει ολοένα και περισσότερο να περιορίζει τον αυταρχισμό, τείνοντας αντίθετα να τον διαχέει προς όλες τις κατευθύνσεις. Να το εξηγήσουμε αυτό λιγότερο αφηρημένα και με παράδειγμα; Δεδομένης της κρατούσας αντίληψης περί νομιμότητας, αντίληψη που φαίνεται σήμερα να ενώνει ευκολότερα τους νέας κοπής φιλελεύθερους με το ένα απ΄ τα άκρα που καταγγέλλουν, σε βάρος του άλλου, δεν θα εκπλαγούμε καθόλου αν ακόμα και η κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών βρει τελικά έρεισμα στην εθνική ή την κοινοτική νομοθεσία. Δεν θα εκπλαγούμε, γιατί στην πραγματικότητα το είδος της νομιμότητας που θεραπεύουν οι κατά τα άλλα νομοταγείς φιλελεύθεροι είναι γνώριμο – το έχουμε ξαναδεί λίγο παλιότερα αν και όχι από φιλελεύθερους. Στις «Ερωτικές αποδράσεις», του Μπέρναρντ Σλινκ, η μητέρα εξηγεί στο γιο γιατί ο πατέρας του, στρατοδίκης στο Στρασβούργο στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποβλήθηκε από το δικαστικό σώμα όταν τελείωσε ο πόλεμος: «Λένε ότι καταδίκασε σε θάνατο έναν αξιωματικό που εμπόδισε την αστυνομία να συλλάβει κάποιους εβραίους». Ο γιος απορεί που στα σχετικά αποκόμματα τα κείμενα σχεδόν κρύβονται από τις παρεμβάσεις του δικαστή: «Αντέγραψε παραγράφους του ποινικού κώδικα», εξηγεί η μητέρα, «για να αποδείξει ότι δεν μπορούσαν να τον τιμωρήσουν. Είναι σαν να ομολογεί τα πάντα επιμένοντας ότι δεν έκανε κάτι ποινικά κολάσιμο. Σαν να παραδέχεσαι, δηλαδή, ότι δηλητηρίασες κάποιον με το φαγητό σου, αλλά επιμένεις ότι κατά τα άλλα ακολούθησες πιστά τις υποδείξεις του Τσελεμεντέ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου