Γιώργος Ν. Οικονόμου
Η ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Το κύριο ερώτημα που απασχολεί την αρχαιοελληνική πολιτική πρακτική και σκέψη είναι το ποιος πρέπει να είναι το κύριον της πόλεως – ποιος πρέπει να λαμβάνει τις αποφάσεις και να ασκεί την εξουσία. με άλλα λόγια τι πολίτευμα πρέπει να έχει η πόλις και ποιος πρέπει να είναι ο κύριος συντελεστής του πολιτεύματος. Το ερώτημα αυτό εκφράζεται με σαφή τρόπο αφ’ενός μεν από τους πολιτικούς και τον δήμο αλλά και τους φιλοσόφους. Κατά τον Αριστοτέλη το πολίτευμα της πόλεως αφορά την κατανομή της εξουσίας, την κατανομή των αρχών και δη της κυριότερης, τον σκοπό της πόλεως και το κύριον της πόλεως. Στη δημοκρατία το κύριον της πόλεως είναι ο δήμος, o πολισσούχος λεώς, ο οποίος ασκεί την κυριαρχία του σε όλες τις ρητές μορφές εξουσίας. Αυτή τη σημασία έχει άλλωστε και ο όρος δημοκρατία: το κράτος του δήμου, η κυριαρχία του δήμου. Στα άλλα πολιτεύματα το κύριον της πόλεως είναι οι ολίγοι, οι πλούσιοι, ή ο ένας, ο μονάρχης. H κυριαρχία του δήμου εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής, στη θέσμιση, στην άσκηση της εξουσίας και στη λήψη των αποφάσεων. Ενσαρκώνεται σε όλους τους θεσμούς που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία της πόλεως, στην εκκλησία του δήμου, στη βουλή, στα δικαστήρια, στις αρχές, στις δημόσιες εορτές. Όλοι οι πολίτες εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη λειτουργία της πόλεως και της πολιτικής, όλοι συμμετέχουν στη διαμόρφωσή της, χωρίς κανένα περιορισμό καταγωγής, περιουσίας, ή πολιτικής τοποθετήσεως.
Η ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Το κύριο ερώτημα που απασχολεί την αρχαιοελληνική πολιτική πρακτική και σκέψη είναι το ποιος πρέπει να είναι το κύριον της πόλεως – ποιος πρέπει να λαμβάνει τις αποφάσεις και να ασκεί την εξουσία. με άλλα λόγια τι πολίτευμα πρέπει να έχει η πόλις και ποιος πρέπει να είναι ο κύριος συντελεστής του πολιτεύματος. Το ερώτημα αυτό εκφράζεται με σαφή τρόπο αφ’ενός μεν από τους πολιτικούς και τον δήμο αλλά και τους φιλοσόφους. Κατά τον Αριστοτέλη το πολίτευμα της πόλεως αφορά την κατανομή της εξουσίας, την κατανομή των αρχών και δη της κυριότερης, τον σκοπό της πόλεως και το κύριον της πόλεως. Στη δημοκρατία το κύριον της πόλεως είναι ο δήμος, o πολισσούχος λεώς, ο οποίος ασκεί την κυριαρχία του σε όλες τις ρητές μορφές εξουσίας. Αυτή τη σημασία έχει άλλωστε και ο όρος δημοκρατία: το κράτος του δήμου, η κυριαρχία του δήμου. Στα άλλα πολιτεύματα το κύριον της πόλεως είναι οι ολίγοι, οι πλούσιοι, ή ο ένας, ο μονάρχης. H κυριαρχία του δήμου εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής, στη θέσμιση, στην άσκηση της εξουσίας και στη λήψη των αποφάσεων. Ενσαρκώνεται σε όλους τους θεσμούς που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία της πόλεως, στην εκκλησία του δήμου, στη βουλή, στα δικαστήρια, στις αρχές, στις δημόσιες εορτές. Όλοι οι πολίτες εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη λειτουργία της πόλεως και της πολιτικής, όλοι συμμετέχουν στη διαμόρφωσή της, χωρίς κανένα περιορισμό καταγωγής, περιουσίας, ή πολιτικής τοποθετήσεως.
Η ἐκκλησία τοῦ δήμου είναι το κύριο και βασικό όργανο δια του οποίου όλοι οι πολίτες άνω των 18 ετών ασκούν άμεσα την εξουσία. Η ἐκκλησία ασκεί την κυβερνητική εξουσία, δηλαδή αποφασίζει για τα πάντα άνευ περιορισμού: «κύριο είναι το σώμα που βουλεύεται και αποφασίζει περί πολέμου και ειρήνης, περί συνάψεως και διαλύσεως συμμαχίας, περί θεσπίσεως νόμων, περί επιβολής θανατικής ποινής και εξορίας περί δημεύσεως της περιουσίας, περί εκλογής των αρχών και λογοδοσίας τους (...) το να αποφασίζουν όλοι οι πολίτες περί όλων των ζητημάτων είναι δημοκρατικό. Αυτή την ισότητα επιζητεί ο δήμος»[1]. Ασκεί το νομοθετικό έργο σε συνεργασία με τη βουλή, η οποία προετοιμάζει τα σχέδια των νόμων που θα συζητηθούν στην εκκλησία (προβούλευμα). Όσον αφορά το δικαστικό έργο της εκκλησίας αυτό φαίνεται να είναι περιορισμένο, ιδίως σε αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ασφαλείας της πόλεως. Εχει όμως απεριόριστη εξουσία στον καθορισμό της ποινής και τη δυνατότητα να παραπέμπει τις υποθέσεις στα δικαστήρια της Ηλιαίας. Ακόμη, η εκκλησία εκλέγει τους αιρετούς άρχοντες και κληρώνει τους κληρωτούς.
H βουλή αποτελούμενη από πεντακοσίους βουλευτές, 50 από κάθε φυλή οριζομένους δια κληρώσεως από όλους τους πολίτες, κατέχει σημαντική θέση στην πολιτική οργάνωση της δημοκρατίας. Η σημαντικότητά της δηλώνεται εμφανώς στη ρήτρα με την οποία άρχιζαν οι πολιτικές αποφάσεις και οι νόμοι: έδοξε τη βουλή και των δήμω. Από τις αρμοδιότητές της αναφέρουμε μερικές. Προετοιμάζει το πλαίσιο των συζητήσεων στην εκκλησία και τα προσχέδια των προς ψήφιση νόμων (προβούλευμα), και μέλη της προεδρεύουν στις συνελεύσεις της εκκλησίας. Εχει συντονιστικό, εποπτικό και ελεγκτικό ρόλο, είναι σε άμεση επαφή με τους άρχοντες και τους δικαστές. Η βουλή έχει επίσης δικαστικές αρμοδιότητες, ελέγχει τα οικονομικά, τα ταμεία των Ναών, τις δημόσιες πωλήσεις, τη συλλογή των φόρων. Επιβλέπει τα δημόσια έργα, τις δημοπρασίες, τα ναυπηγεία και τα πλοία, και άλλα πολλά. δικαίως ο Αριστοτέλης τη χαρακτηρίζει κυρία πάντων των αρχών.
Οι 6000 δικαστές της Ηλιαίας ορίζονται δια κληρώσεως μεταξύ όλων των πολιτών και δικάζουν όλες τις υποθέσεις τελεσιδίκως.
Oι άρχοντες στη συντριπτική τους πλειοψηφία oρίζονται μεταξύ όλων των πολιτών δια κληρώσεως, είναι ουσιαστικώς η εκτελεστική εξουσία, εκτελούν τις αποφάσεις και τους νόμους που ψηφίζει η εκκλησία, και υφίστανται τον ουσιαστικό και ενδελεχή έλεγχο του δήμου. Η διαδικασία του ελέγχου, των ευθυνών, της λογοδοσίας (λόγον διδόναι) απετέλεσε μια πολύ ιδιαίτερη και πρωτοποριακή πτυχή της αθηναϊκής δημοκρατίας και δεν συναντάται πουθενά αλλού, ούτε βεβαίως στα σημερινά πολιτεύματα. Ακόμη και το σημαντικώτερο αξίωμα, οι δέκα στρατηγοί – οι οποίοι εκλέγονται από τα ανώτερα στρώματα – που συγκεντρώνουν ίσως κάποια δύναμη πολιτική, λόγω ευγλωττίας, κοινωνικού εκτοπίσματος, παιδείας, ικανοτήτων και ευεργεσιών προς την πόλιν ως λειτουργοί. Όμως και αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί, ο τελικός κριτής είναι ο δήμος. Ολες οι εξουσίες – δικαστική, κυβερνητική, νομοθετική, εκτελεστική – είναι διακριτές και ανεξάρτητες, ουσιαστικώς ανεξάρτητες.[2]
Η πολιτική εξουσία του δήμου υπάρχει και στον θρησκευτικό χώρο, όπου οι θρησκευτικές εορτές, θυσίες και πρακτικές εκτελούνται από πολίτες οι οποίοι ορίζονται από την πολιτεία με κλήρωση και όχι από κάποιο ιδιαίτερο σώμα, διακριτό από την κοινωνία (όπως το ιερατείο στην Αίγυπτο και τις άλλες ανατολικές δεσποτείες, τους μάγους της φυλής στους πρωτόγονους λαούς, την εκκλησιαστική ιεραρχία στον χριστιανισμό, ανατολικό και δυτικό). Επομένως στη δημοκρατία δεν υπάρχει αντίθεση και αντιπαράθεση κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας.
Η κυριαρχία του δήμου εκφράζεται και στην έννοια του πολίτη, ο οποίος στη δημοκρατία καθορίζεται ακριβώς από την συμμετοχή στην πολιτική ζωή και την εξουσία, από την άσκηση εξουσίας υπό όλες τις μορφές της: «πολίτης με την απόλυτη έννοια του όρου είναι αυτός που δύναται να γίνει άρχοντας και δικαστής»[3]. Αυτό δεν είναι μια αφηρημένη γενική αρχή, ένα θεωρητικό δικαίωμα, αλλά πραγματοποιείται ουσιαστικά εντός της πόλεως, δια μέσου των θεσμών και των διαδικασιών, που δημιούργησε η ίδια η δημοκρατική κοινωνία. Κυρίως η κλήρωσις είναι αυτή που επιτρέπει την εναλλαγή όλων των πολιτών στην εξουσία, το κατά μέρος άρχειν και άρχεσθαι[4]. Η ουσιαστική συμμετοχή όλων των ελευθέρων στην εξουσία υπό όλες τις ρητές μορφές της, χαρακτηρίζει μόνο τη δημοκρατία, και είναι ανύπαρκτη και αδιανόητη στα άλλα πολιτεύματα, καθώς και στα σημερινά, τα οποία κακώς αυτοχαρακτηρίζονται αυτάρεσκα ως δημοκρατίες. Είναι καθαρώτατες ολιγαρχίες υπό την έννοια ότι σε αυτά μόνον ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις και μόνο ολίγοι μετέχουν κρίσεως και αρχής.
Σήμερα δηλαδή διαπιστώνουμε ότι το βασικό ερώτημα «ποιος πρέπει να είναι ο κύριος της πόλεως» δεν τίθεται καθόλου, θεωρείται ότι είναι λυμένο. Πράγματι τα συντάγματα των δυτικών χωρών διακηρύσσουν ότι είναι δημοκρατίες, οι διανοούμενοι πιστοποιούν ότι όντως είναι δημοκρατίες και οι κάτοικοι των χωρών αυτών είναι πεπεισμένοι ότι είναι πολίτες και ζούν σε δημοκρατίες. Με αυτό εννοούν ότι οι ολίγοι κυβερνούν, λαμβάνουν τις αποφάσεις, νομοθετούν και ασκούν την εξουσία ενώ οι υπόλοιποι τους εκλέγουν, υπακούουν και εκτελούν τις αποφάσεις. Σε αυτό άλλωστε έγκειται και η μόνη εξουσία που έχουν οι πολλοί: τη μόνη απόφαση που μπορούν να λάβουν είναι ποιος θα αποφασίζει αντί γι αυτούς, για αυτούς. Αλλά αυτό δεν είναι άσκηση εξουσίας, είναι αποποίηση, εκποίηση και εκχώρηση εξουσίας στους «αντιπροσώπους», βουλευτές, νομάρχες και δημάρχους, οι οποίοι βεβαίως δεν αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των ψηφοφόρων παρά τα δικά τους, των συγγενών των φίλων και των κομμάτων τους. Συνεπώς ευλόγως διερωτάται καθε σοβαρός και εχέφρων άνθρωπος εάν πρόκειται για άγνοια ή για απάτη, για φαντασίωση ή για ιδεολογική νεύρωση των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων. Το γεγονός πάντως είναι ότι στα σημερινά ολιγαρχικά καθεστώτα δεν υπάρχουν πολίτες, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν λαμβάνει τις αποφάσεις και δεν ασκεί καμιά εξουσία. Καταχρηστικώς αυτοονομάζονται πολίτες – οι αρχαίοι συλλήβδην θα τους θεωρούσαν αμαθείς πολιτικώς και ευήθεις. Δεν υπάρχουν πολίτες αλλά ψηφοφόροι, οπαδοί, καταναλωτές, τηλεθεατές, ακροατές, συμβιβασμένοι, αδιάφοροι και απαθείς που ζουν στο βιοποριστικό περιθώριο μιας γκρίζας καθημερινότητας. Δηλαδή απράγμονες και αχρείοι, όπως έλεγε ο Περικλής στον «Επιτάφιο», οι οποίοι είναι νόσος πόλεως και θα πρέπει να αποβάλλονται, όπως διεκήρυσσε η δημοκρατική αντίληψη και πολύ ωραία εξέφρασε ο Πρωταγόρας. Σήμερα όχι μόνο δεν αποβάλλονται αλλά είναι η κύρια κοινωνική αξία, με συνέπεια η κοινωνία να νοσεί βαθύτατα και να σήπεται. Από τη στιγμή που το οδωδός και τυμπανιαίο πτώμα της δεν αγγίζει τις αισθήσεις σημαίνει ότι έχουν χαθεί και τα αισθητήρια όργανα του κοινωνικού σώματος.
Τι απομένει λοιπόν, τι μπορεί να γίνει; Η πρωταρχική συνθήκη για τη συγκρότηση μιας άλλης προοπτικής, μιας άλλης πολιτικής πράξεως, είναι η απελευθέρωση από τις ιδεολογίες της αντιπροσώπευσης, από τα κόμματα και τους «αντιπροσώπους», η χειραφέτηση από το μύθο ότι ζούμε σε δημοκρατία και ότι είμαστε πολίτες. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι επίσης η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι είμαστε δούλοι (πολιτικώς) – διότι αυτο σήμαινε δούλος στην αρχαία Αθήνα: αυτός που δεν είναι ελεύθερος, που δεν είναι πολίτης, που δεν συμμετέχει στην εξουσία και στις αποφάσεις. Συνεπώς πρέπει να διεκδικήσουμε την πολιτική ελευθερία, να ξαναγίνουμε πολίτες, να σταματήσουμε να είμαστε δούλοι. Να διεκδικήσουμε τη συμμετοχή μας στη διαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή μας και καθορίζουν το μέλλον μας, να επιτύχουμε τη συμμετοχή μας στην άσκηση της εξουσίας άμεσα, χωρίς αντιπροσώπους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ
Κ. Καστοριάδης, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, Αθήνα 1995
Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασίας της για μας σήμερα, Αθήνα 1986
Κ. Καστοριάδης, «Αρχαίο ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό», Η άνοδος της ασημαντότητας, Αθήνα 2000
Κ. Καστοριάδης, «Αθηναϊκή δημοκρατία: βάσιμα και αβάσιμα ερωτήματα», Η άνοδος της ασημαντότητας, Αθήνα 2000
Α. Κόντος, «Κλήρωση, η πραγματική βάση της δημοκρατίας», Νέα Κοινωνιολογία τ. 33, Φθινόπωρο 2001
Α. Κόντος, «Κοινοβουλευτισμός και δημοκρατία, δύο διαφορετκά πολιτεύματα», Νέα Κοινωνιολογία τ. 38, Ανοιξη 2004
Γ. Ν. Οικονόμου, «Η αρχαία δημοκρατία», Ο Πολίτης, τ. 121, Ιανουάριος-Μάρτιος 1993
Γ. Ν. Οικονόμου, «Πλάτων και Καστοριάδης: η συγκάλυψη και η ανάδειξη της δημοκρατίας», Νέα Εστία τ.1760, Οκτώβριος 2003
Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
[1] Αριστοτέλης Πολιτικά 4, 1298α4-11.
[2] Εδω ακολουθούμε την τετραπλή διάκριση των εξουσιών (κυβερνητική, νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική) διότι η τριπλή διάκριση δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Κυβερνητική είναι η εξουσία που λαμβάνει τις κύριες και σημαντικές αποφάσεις και κυβερνά ουσιαστικώς την πόλιν. Επίσης είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε μια παρεξήγηση και σύγχυση που υπάρχει σε μερικούς ερευνητές οι τονίζουν την υποτιθέμενη διάκριση των εξουσιών στα σύγχρονα πολιτεύματα εν αντιθέσει προς την αρχαία δημοκρατία. Κατ’ αρχάς η διάκριση και ανεξαρτησία των εξουσιών στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα δεν είναι ουσιαστική αλλά τυπική. Πράγματι η επονομαζόμενη «εκτελεστική» εξουσία στα σύγχρονα κράτη ουσιαστικά ασκεί κυβερνητικό και νομοθετικό έργο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανεξαρτησία της νομοθετικής εξουσίας, αλλά εξάρτηση από την κυβερνητική. Η τελευταία είναι επίσης εκτελεστική και καθορίζει την κυρίως ειπείν εκτελεστική εξουσία και επεμβαίνει επίσης στη δικαστική εξουσία, τουλάχιστον στην Ελλάδα και σε πολλά δυτικά κράτη, με τον καθορισμό των διοικήσεων των ανωτάτων δικαστικών σωμάτων (Αρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο, Συμβούλιο της Επικρατείας). Είναι επίσης ανεξέλεγκτη αφού ο «έλεγχος» του κοινοβουλίου είναι τυπικός, δεδομένου ότι η κυβέρνηση έχει την πλειοψηφία και υπάρχει ασυλία για τους βουλευτές και τους άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους. ο ουσιαστικός έλεγχος έχει υποκατασταθεί κυρίως από τα mass media, και δεν έχει καμιά σύγκριση με την αρχαία δοκιμασία και τα εύθυνα, που ασκούσε ο δήμος. Από την άλλη η σύγχρονη διάκριση διατυπώθηκε τον 17o αιώνα από τον Locke (1632-1704) και τον 18o από τον Montesquieu (1689-1755) για να προστατεύσει από τις αυθαιρεσίες της μοναρχίας, αλλά έχει χάσει τη λειτουργικότητά της. Επίσης οι εξουσίες σήμερα είναι περισσότερες, ρητές και άρρητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα πανίσχυρα εξωθεσμικά mass media, τα οποία σε αγαστή συνεργασία με τις τις κομματικές ηγεσίες και τις ποικίλες οικονομικές πανίσχυρες ομάδες (Lobbies και διαπλεκόμενα συμφέροντα) ασκούν την εξουσία.
[3] Αριστοτέλης Πολιτικά 3, 1275α 22-23.
[4]Αριστοτέλης Πολιτικά 3, 1277α26-27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου