Τσολάκογλου
Ο ΔΟΣΙΛΟΓΙΣΜΟΣ
Ο όρος «δοσιλογισμός» (collaboration) υπό την έννοια της συνεργασίας ατόμων ή πληθυσμιακών ομάδων κατεχομένων χωρών με τον εχθρό πρωτοχρησιμοποίηθηκε τον Οκτώβριο 1940 από τον Γάλλο πρωθυπουργό (στρατάρχη και ήρωα του Βερ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) Φιλίπ Πεταίν (Philippe Petain), όταν ανήγγειλε την απόφαση του να δεχθεί τη γερμανική «προσφορά» συνεργασίας στη «νέα ευρωπαϊκή τάξη». Η πλειοψηφία των Γάλλων, τότε, αναμφίβολα αποδέχθηκε την απόφαση αυτή και το επακόλουθο καθεστώς του Βισύ (πόλη στη -για δυόμισι χρόνια- μη κατεχόμενη ζώνη της χώρας, όπου η νέα γαλλική κυβέρνηση επέλεξε να εδρεύει). Αδιευκρίνιστος, ωστόσο, έμενε ο ακριβής χαρακτήρας του αντιτίμου. Ο Πεταίν (και πολλοί άλλοι) θεωρούσαν τη «συνεργασία» ως τη μόνη εφικτή -και για μια ηττημένη χώρα σχετικά ανώδυνη- διέξοδο προκειμένου να διασωθεί η ενότητα και, έστω με κάποιους περιορισμούς, η κρατική οντότητα, καθώς και το κοινωνικό καθεστώς της χώρας μέχρι του τερματισμού του πολέμου (κατά προτίμηση με ήττα των Γερμανών). Αντιθέτως, οι τελευταίοι ήλπιζαν πως έτσι θα εξουδετέρωναν και το μέρος του γαλλικού δυναμικού που δεν ήλεγχαν στρατιωτικά (αποικίες, στόλο), ενώ μεσοπρόθεσμα θα επιτύγχαναν ακόμη και τη στρατιωτική σύμπραξη των Γάλλων. Πράγματι, ορισμένοι από τους Γάλλους συνεργασθέντες (όπως ο Πιερ Λαβάλ - Pierre Laval) ήταν έτοιμοι να προσδώσουν στη collaboration το περιεχόμενο μιας τέτοιας μεταστροφής των συμμαχιών εις βάρος της Αγγλίας ο στρατάρχης βέβαια απέκλειε αυτό το ενδεχόμενο, αν και προϊούσης της Κατοχής σταδιακά συνεπικουρούσε σε, ή τουλάχιστον ανεχόταν, πράξεις και πολιτικές των Γερμανών διαμετρικά αντίθετες με τις αρχικές προθέσεις του.
Το ως σήμερα άκρως επίμαχο φαινόμενο του δοσιλογισμού -με την πολυπλοκότητα επαμφοτεριζόντων κινήτρων (και επιχειρημάτων), την πολυμορφία του (πολιτική, στρατιωτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική) και με τις χρόνιες επιπτώσεις στους ανάλογους τομείς- απαντάται σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, αν και σε μικρότερη κλίμακα στην Πολωνία και τις υπό κατοχή περιοχές της ΕΣΣΔ. Εκεί, το γερμανικό ενδιαφέρον προς άγραν συνεργατών περιοριζόταν σε κατώτερα και μεσαία επίπεδα (κυρίως για τη διασφάλιση της «τάξης»), αφού η επιδιωκόμενη από τους κατακτητές debellatio (ολοκληρωτική κατάλυση της κρατικής υπόστασης) των χωρών αυτών δεν άφηνε περιθώρια για καμία μορφή «κυβερνητικής» συνεργασίας.
Είναι λοιπόν σαφές πως πρωταρχικός παράγων για την ανάπτυξη του δοσιλογισμού υπήρξε το ενδιαφέρον του κατακτητή και το, κατά την εκτίμησή του, συμφέρον του˙ μόνο με αυτήν την προϋπόθεση ήταν δυνατόν να εξελιχθεί η συνεργασία των ηττημένων -ο δοσιλογισμός. Εδώ, ο όρος αυτός θα χρησιμοποιηθεί με την ουδέτερη έννοια του, όπως έχει καθιερωθεί διεθνώς στην επιστημονική ορολογία, αντικαθιστώντας τις αδόκιμες και ενίοτε άδικες απλουστεύσεις που ανάγονται στα μίση του πολέμου και της Κατοχής, αλλά και στις εκκαθαρίσεις των συνεργατών μετά τον πόλεμο, που ποικίλουν σε ένταση και έκταση από χώρα σε χώρα. Στην πολεμική προπαγάνδα οφείλεται επίσης η αδιαφοροποίητη χρήση του χαρακτηρισμού «κουίσλιγκ». Κανονικά, ο όρος αυτός θα ταίριαζε μόνο στην πολύ περιορισμένη κατηγορία δοσιλόγων με συμπεριφορές κατά το «πρότυπο» του αρχηγού του νορβηγικού φασιστικού κόμματος, Βίντκουν Κουίσλιγκ (Vidkun Quisling). Η έναρξη της συνεργασίας του δεν αποτελούσε «ρεαλιστική» (ανιδιοτελή ή μη) αντίδραση ή προσαρμογή στο τετελεσμένο γεγονός της Κατοχής, αλλά προηγήθηκε χρονικά˙ δηλαδή πριν από την εχθρική εισβολή ήλθε σε συνεννόηση, άρα συνεργάστηκε, με τον επίδοξο κατακτητή, με σκοπό να διευκολυνθεί η κατάληψη της χώρας του. Τέτοια σχέση όμως δεν έγινε γνωστή για κανέναν από τους επώνυμους Έλληνες συνεργάτες και ασφαλώς δεν υπήρξε για τους αξιωματούχους του πολιτικού ή στρατιωτικού δοσιλογισμού. Εντούτοις, οι Βρεταννοί, που ζημιώνονταν από την προοπτική της συνεργασίας κατεχομένων κρατών με τους Γερμανούς, έσπευσαν να καταγγείλουν ως «Έλληνα Κουίσλιγκ» τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου μια μόλις μέρα αφότου ανέλαβε καθήκοντα «πρωθυπουργού» της κατοχικής κυβέρνησης («The Times», 30.4.1941).
Ο στρατηγός που είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού στις 20 (και με τροποποιήσεις στις 21 και 23) Απριλίου, μετά από προτροπές των κατακτητών, προσέφερε στον Χίτλερ τις «υπηρεσίες» του για τον σχηματισμό κυβέρνησης, «στην επιθυμητή κατεύθυνση» (ΡΑΑΑ, R 29612: Jodl, 26.4.41). Η συγκυρία αυτή καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της «συνεργασίας», διότι εκ των υστέρων έθεσε σε αμφισβήτηση και τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, που αλλιώς -παρά την έλλειψη άνωθεν εξουσιοδότησης- μπορούσε να γίνει αποδεκτή έστω και ως στρατιωτική αναγκαιότητα. Ο συνδυασμός όμως αυτών των δύο ενεργειών στο ίδιο πρόσωπο, υπονόμευε εξ αρχής την πολιτική της συνεργασίας για πολλούς, οι οποίοι διαφορετικά θεωρούσαν τον σχηματισμό μιας «κυβέρνησης εθνικής ανάγκης» κάτι απαραίτητο ή τουλάχιστον χρήσιμο (L. Archer, Balkan Journal New York, 1944, 30.4.41).
Για τους Γερμανούς ο Τσολάκογλου ήταν «ο απολιτικός στρατηγός που θεωρούσε αυτονόητο καθήκον να διασφαλίσει την κυβερνητική συνέχεια, μετά τη συνθηκολόγηση του στρατού, που είχε γίνει με δική του πρωτοβουλία». Στην απόφαση αυτή επηρεάστηκε από την ανησυχία, ότι διαφορετικά οι Γερμανοί δεν θα απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους, και ότι η Ελλάδα θα γινόταν ιταλικό προτεκτοράτο. Αποκαλυπτικό των ιταλικών προθέσεων είναι το ημερολόγιο του Τσιάνο (28.4.41): «Η ιστορία αυτή με τον Τσολάκογλου μ' αρέσει όλο και λιγώτερο... Ο στρατηγός το κάνει για να σώσει την εθνική ενότητα της Ελλάδας. Εξίσου φανερή είναι η γερμανική αποδοχή αυτών των σκοπών». Πράγματι, οι Χίτλερ και Ρίμπεντροπ ήταν «εξαιρετικά ενθουσιασμένοι» για την προσφορά του Τσολάκογλου (Φλάισερ, Α', σο. 354 κ.έ.), εντούτοις και στους Γερμανούς ιθύνοντες υπήρχαν διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς τη χρησιμοποίησή του.
Αποκαλυπτική για τη στάση του Βερολίνου ήταν η πρώτη κιόλας διευκρίνιση στον γερμανικό Τύπο, πως η Γερμανία ήταν διατεθειμένη να «εργαστεί» (ούτε καν να συνεργαστεί) με τη «νέα κυβέρνηση», επειδή αυτή είχε επιδείξει «ρεαλισμό» («Volkischer Beobachter», 3.5.41). Στη συνέχεια, ο Ρίμπεντροπ δεν παρέλειπε να υπομιμνήσκει στον πρέσβη Αλτενμπουργκ ότι ο ρόλος της κατοχικής κυβέρνησης περιοριζόταν στο «να κρατάει σε λειτουργία τις δημόσιες υπηρεσίες» -και συνεπώς η αποφασιστικότητα και άλλες ικανότητες, που ο πρέσβης αναζητούσε για τα μέλη της, ήταν περιττές, αν όχι επιζήμιες, αφού ακόμα και ο εκάστοτε πρωθυπουργός απλώς έπρεπε να παραλαμβάνει και να διαβιβάζει οδηγίες (ΡΑΑΑ, R 29612/29614: Ribbentrop 26.8.41, 4.11.42, κ.ά.).
Η γερμανική πρεσβεία αντιθέτως δεν απέβλεπε μόνο στη διατήρηση ενός επικουρικού καθεστώτος, αλλά κατέβαλε προσπάθειες για την εξασφάλιση —εφόσον φυσικά δεν απειλούνταν γερμανικά συμφέροντα- κάποιας αυτόνομης υπόστασης στις κατοχικές κυβερνήσεις. Για τον σκοπό αυτό ο Αλτενμπουργκ πίεζε επιτακτικά για την περαιτέρω παραμονή των (ουδέτερων) διπλωματικών αντιπροσωπειών στην Αθήνα και, τουλάχιστον έως το 1943, το πέτυχε παρά τις έντονες αντιρρήσεις των Ιταλών και την αδιαφορία του Βερολίνου.
Όταν όχι μόνο οι Ιταλοί, αλλά και η ηγεσία της Βέρμαχτ διατύπωναν επιφυλάξεις κατά πόσον η «κυβέρνηση» της Αθήνας ήταν «αρκούντως σταθερή και έμπιστη» ή αν έπρεπε να προτιμηθεί μια γερμανοϊταλική στρατιωτική διοίκηση, ο πρέσβης υποστήριζε την «ελληνική λύση», με την προϋπόθεση ότι η Κατοχή -ιδίως η ιταλική- «θα περιοριζόταν στο ελάχιστο» και ότι θα λυνόταν το επισιτιστικό πρόβλημα. Ωστόσο, η έλλειψη ενδιαφέροντος του Χίτλερ, που αντικατοπτριζόταν στη στάση των περισσότερων γερμανικών υπηρεσιών, επιτάχυνε τη συρρίκνωση του κυβερνητικού κύρους, με αφετηρία τα σημεία, που είχε επισημάνει ο πρέσβης: όχι μόνον το επισιτιστικό επιδεινωνόταν καθημερινά, αλλά Ιταλοί και Βούλγαροι προετοιμάζονταν «προφανώς για μόνιμη εγκατάσταση στις περιοχές που τους έχουν παραχωρηθεί». Εντούτοις, ο Τσολάκογλου συχνά διαμαρτυρόταν στον Αλτενμπουργκ για τα εθνικά θέματα και τις αυθαιρεσίες των άλλων (κυρίως) δυνάμεων κατοχής. Εκτός από (ευνόητους) λόγους τακτικής, διαφαινόταν εδώ μια ευρύτερα διαδεδομένη διαφοροποίηση στους κόλπους των συνεργατών σχετικά με «ανεκτούς» και εξ ορισμού «κακούς» κατακτητές. Σε αυτή την αλλόκοτη ιεράρχηση «προηγούντο», μέχρι το 1943, οι Γερμανοί - ως μόνοι «αυτοδύναμοι» (και «προσωρινοί») κατακτητές που μάλιστα «εξαναγκάστηκαν» να εισβάλουν στην Ελλάδα. Σταθερά τελευταίοι ήταν οι Βούλγαροι, με τους οποίους δεν σημειώθηκε αξία λόγου «συνεργασία» Ελλήνων.
Πράγματι, με την ανοχή των γερμανικών Αρχών, ο Τσολάκογλου τοποθέτησε σε κρίσιμες θέσεις της διοίκησης στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία έμπιστούς του για την αντιμετώπιση της αποσχιστικής προπαγάνδας των εταίρων του Ράιχ. Σε περιοδείες στη Μακεδονία διαβεβαίωνε το ακροατήριο του για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας «και της τελευταίας πέτρας» («Καθημερινή», 10.6.42) - προκαλώντας απλώς μια γερμανική «σύσταση». Ένα χρόνο αργότερα, ανώτατος αξιωματούχος της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, που παράλληλα ήταν στέλεχος της εθνικιστικής οργάνωσης ΠΑΟ, ζήτησε και έλαβε τη συναίνεση του διευθύνοντος συμβούλου της στρατιωτικής διοίκησης, Μαξ Μέρτεν (Max Merten), για εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της (με τη συγκατάθεση του Βερολίνου) περαιτέρω προώθησης των βουλγαρικών στρατευμάτων - εφόσον οι εκδηλώσεις δεν θα ήταν «θορυβώδεις»... (πρβ. Φλάισερ, Α', σσ. 357 κ.έ., Β', σ. 146).
Άλλο σημείο τριβής μεταξύ των κατοχικών κυβερνήσεων και των κατακτητών ήταν τα έξοδα κατοχής, που είχαν καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Αντιθέτως, οι συνεργάτες «κυβερνήτες» έδειχναν σχεδόν απεριόριστη διάθεση να ικανοποιούν τις επιθυμίες κυρίως των Γερμανών στην «κατάκτηση» του ορυκτού πλούτου και άλλων σημαντικών τομέων της ελληνικής οικονομίας. Με το ίδιο πνεύμα, πολλοί επιχειρηματίες συνεργάζονταν πρόθυμα -υπερβαίνοντας το, δυσδιάκριτο άλλωστε, «επιτρεπτό όριο» της συνεχιζόμενης προσφοράς υπηρεσιών και παραγωγής για τη διασφάλιση των υλικών αναγκών (και) του υπόδουλου λαού. Συχνά διέθεταν, με αμοιβαίο κέρδος, φθηνά εργατικά χέρια στους κατακτητές για τις ανάγκες τους, ακόμη και για οχυρωματικά έργα. Ο αριθμός των Ελλήνων που εργάζονταν σε επιχειρήσεις, οργανισμούς κλπ. με παραγωγή (σχεδόν) αποκλειστικά για τους κατακτητές, ανερχόταν κατά καιρούς στο 10% περίπου του όλου δυναμικού. Ωστόσο, η προσφορά παραγωγής και εργασίας, από εργοδότη και εργαζομένους αντίστοιχα, είναι σύνθετο φαινόμενο. Ιδίως οι δεύτεροι δούλευαν υπό την απειλή της πείνας, ή και των κλιμακούμενων αντιποίνων του γερμανο-ελληνικού καθεστώτος σε περίπτωση άρνησης, ενώ συχνά δεν γνώριζαν ότι τελικός προορισμός του έτοιμου προϊόντος θα ήταν ο εχθρός.
Το ίδιο αδύνατη είναι και μια μονοσήμαντη αποτίμηση της διοίκησης επί κατοχής. Το φάσμα εκτεινόταν από τους ζηλωτές μιας αγαστής «συνεργασίας» έως τους «απειθείς» που διακινδύνευαν την απόλυση τους, αλλά και χειρότερα. Σημειωτέον όμως, ότι δεν έλειπαν δυνατότητες αποτελεσματικής αντίδρασης σε αποφάσεις, που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο αντιστρατεύονταν τα συμφέροντα της χώρας. Πράγματι σημειώθηκαν επανειλημμένα επιτυχείς διαμαρτυρίες ή παρεμβάσεις, π.χ. για ακραίες υπερβολές στις δαπάνες κατοχής μέχρι και για αυθαίρετες αρχαιολογικές δραστηριότητες των κατακτητών (που συνήθως δεν είχαν την έγκριση του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου).
Απέναντι στον λαό, ο Τσολάκογλου προσπαθούσε να νομιμοποιήσει το καθεστώς του ως θεσμική έκφραση της βούλησης του στρατεύματος, με στόχο την εκκαθάριση της ολέθριας κληρονομιάς της «διεφθαρμένης» μεταξικής δικτατορίας. Την αναδιοργάνωση των δομών εξουσίας στη «Νέα Πολιτεία», ο στρατηγός την προώθησε με ριζικές αλλαγές: μαζικές εκκαθαρίσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αποκατάσταση των διωχθέντων επί Μεταξά, στελέχωση της διοίκησης και των κρατικών ιδρυμάτων, αποκλειστικά με στρατιωτικούς που είχαν υπηρετήσει στο μέτωπο. Στα κρατικά ιδρύματα και τα Πανεπιστήμια αντικαταστάθηκαν οι μεταξικοί επίτροποι. Ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, πέραν από την «εκκαθάριση» των Ανωτάτων Σχολών, προώθησε «επίκαιρες πολιτισμικές αξίες» στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η Δικαιοσύνη αποδυναμώθηκε, αφού δικαστές και υπάλληλοι μπορούσαν να απολυθούν με εντολή υπουργού. Ειδικά γραφεία, που επικοινωνούσαν απευθείας με τις Αρχές κατοχής, εγκαταστάθηκαν στις περισσότερες υπηρεσίες, με πρώτη αυτήν «παρά τω πρωθυπουργώ». Και το υφυπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας υπέστη δραστική «εκκαθάριση» (και διαρροές προς την Αντίσταση). Η ενσωμάτωσή του, τον Απρίλιο του 1942, στο Υπουργείο Εσωτερικών και η συγκρότηση της «Ανωτάτης Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας» (από τρεις υπουργούς), όπως και η προνομιακή μεταχείριση (παροχές, προαγωγές κλπ.) των σωμάτων ασφαλείας αποσκοπούσαν στην αποτελεσματικότερη συνεργασία με τους κατακτητές στον κρίσιμο τομέα της «τάξης».
Το κατοχικό καθεστώς έπασχε ωστόσο από τη διαρκή διαμάχη της γερμανικής φράξιας με την ιταλική, της οποίας ηγείτο ο «οικονομικός δικτάτορας», υπερυπουργός Σ. Γκοτζαμάνης. Η Ρώμη, μετά την αποτυχία της να αποτρέψει τον σχηματισμό ελληνικής κυβέρνησης, επεδίωκε την υπονόμευση του Τσολάκογλου. Όταν όμως τέθηκε θέμα αντικατάστασής του, οι Γερμανοί δεν δέχθηκαν ως διάδοχο τον Γκοτζαμάνη, ούτε μια άλλη ιταλική επιλογή, τον Γεώργιο Μερκούρη, αρχηγό φασιστοειδούς ομάδας. Οι περισσότερες υπηρεσίες τους απεχθάνονταν τις «ιδεολογικώς συγγενείς» δυνάμεις, αν και αυτές προσπαθούσαν να αυτοπροβληθούν ποικίλως: με τηλεγραφήματα στον Χίτλερ, με αντιεβραϊκές δραστηριότητες και χαφιεδισμούς, με την υιοθέτηση του όρου «εθνικοσοσιαλισμός» και την αναζήτηση εθελοντών για το ανατολικό μέτωπο. Μόνη εξαίρεση ήταν η ομογάλακτη SD (Υπηρεσία Ασφαλείας) που μάταια, το 1944, προσπάθησε να αναθέσει την πρωθυπουργία σε στέλεχος της ΕΕΕ, αντισημιτικής οργάνωσης με προπολεμικές «περγαμηνές».
Τον Νοέμβριο του 1942, ο Τσολάκογλου σκλήρυνε τη στάση του έναντι των Αρχών κατοχής. Με μακροσκελές τελεσίγραφο αξίωσε, μεταξύ άλλων, ελευθερία για ανασχηματισμό της κυβέρνησης, μείωση των εξόδων κατοχής και τον τερματισμό των «αυθαιρεσιών» όλων των κατακτητών, περιλαμβανομένων και των Γερμανών -με αποτέλεσμα να παυθεί από τους εμβρόντητους κατακτητές «για λόγους υγείας», ώστε να μην αναδειχθεί σε «ήρωα ή νεομάρτυρα». Διάδοχος ορίστηκε βιαστικά ο αντιπρόεδρος Λογοθετόπουλος, ώσπου να βρεθεί μόνιμη λύση. Ωστόσο, ο γερμανοτραφής καθηγητής δεν κατόρθωσε να αποκτήσει ούτε τη στήριξη των Γερμανών, παρόλο ότι η πολιτική του έδωσε νέα ώθηση στους εγχώριους μηχανισμούς βίας. Όταν οι Ιταλοί επανέφεραν το σχέδιο περί ενός Ιταλού Ύπατου Αρμοστή, οι Γερμανοί επέβαλαν -στις 6 Απριλίου 1943, δεύτερη επέτειο της εισβολής- την παραίτηση του Λογοθετόπουλου, ακολουθούμενη ξανά από «ελληνική λύση» -αυτήν τη φορά με έναν έμπειρο πολιτικό. Ο νέος «πρωθυπουργός», Ιωάννης Ράλλης, αναθεώρησε την πολιτική ρήξης του Τσολάκογλου, αποκαθιστώντας πολλά στελέχη του μεταξικού καθεστώτος. Ανέμενε μια τελική νίκη των Συμμάχων, φοβόταν όμως ότι ως τότε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θα είχε δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα στην Ελλάδα. Κατά την εκτίμησή του, μόνο η συσπείρωση όλων των «εθνικών δυνάμεων» σε ενιαίο μέτωπο θα μπορούσε να αποτρέψει την κομμουνιστική επικράτηση πριν από την απόβαση συμμαχικών δυνάμεων. Ο Ράλλης υπολόγιζε, όχι εντελώς αδικαιολόγητα, στη σιωπηρή αποδοχή αυτής της στρατηγικής από τους Άγγλους.
Με αυτό το σκεπτικό επιδίωκε την ενίσχυση της προεδρικής (πρωθυπουργικής) φρουράς, ώστε να συμμετάσχει αυτοδύναμα στην καταπολέμηση «του κομμουνισμού». Αρχικά, η γερμανική στην ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού στην περίπτωση αγγλικής απόβασης. Μετά την ιταλική κατάρρευση όμως συνειδητοποίησε τη δυσκολία να ασκηθεί εξουσία σε ένα «κατά 95%» εχθρικό πληθυσμό μόνο με τις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Επομένως, η ηγεσία της Στρατιάς Ε στο Αρσακλί (Πανόραμα) Θεσσαλονίκης υπό τον αντιστράτηγο Λαιρ έδειχνε πιο πρόθυμη να προσφέρει οπλισμό ή άλλη υποστήριξη στις μικρές «εθνικιστικές» ανταρτοομάδες που κινδύνευαν από υπέρτερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, κυρίως στην Πελοπόννησο και στη Μακεδονία. Επιπλέον, εισηγήθηκε στο Βερολίνο τη συγκρότηση τμημάτων από «Έλληνες εθνικιστές λεγεωνάριους», που θα συνέδραμαν στην καταπολέμηση του συνεχώς αυξανόμενου «κομμουνιστικού» κινήματος, «εξοικονομώντας έτσι πολύτιμο γερμανικό αίμα».
Τον Νοέμβριο του 1943, μετά τη διστακτική έγκριση του Χίτλερ, συγκροτήθηκαν στην Πελοπόννησο τρία «Τάγματα Ασφαλείας» (Τ.Α) με 800 άνδρες το καθένα. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 εξαπλώθηκαν στις περισσότερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας (πλην των βουλγαροκρατούμενων) και στην Εύβοια. Τις παραμονές της Απελευθέρωσης, οι μονάδες των ένοπλων δοσίλογων ανέρχονταν σε περίπου 20.000 άνδρες. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν και οι 5.725 αξιωματικοί και άνδρες των τριών συνταγμάτων Ευζώνων (Αθήνα, Πύργος, Πάτρα) που, τουλάχιστον στα χαρτιά, υπάγονταν στην κατοχική κυβέρνηση, ενώ οι διοικητές των Τ.Α. τελούσαν άμεσα υπό τις διαταγές του αρχηγού των Ες-Ες Βάλτερ Σιμάνα (Walter Schimana). (ΒΑ, NS 19/320, RF-SS, 2.11.44).
Επιπροσθέτως, λίγες χιλιάδες ένοπλοι στρατολογήθηκαν από (γλωσσικά, θρησκευτικά) «αλλόφυλες» πληθυσμιακές ομάδες. Ιδίως οι Ιταλοί είχαν συστηματικά προσπαθήσει να προκαλέσουν και έπειτα να κηδεμονεύσουν αποσχιστικά κινήματα. Η πιο φιλόδοξη πρωτοβουλία τους ήταν η ανακήρυξη των Αρωμούνων (Βλάχων) σε απογόνους της 5ης ρωμαϊκής Λεγεώνας, άρα συγγενείς, και η σχεδιαζόμενη ίδρυση ενός «Πριγκιπάτου της Πίνδου» υπό ιταλική «προστασία». Το σχέδιο αποδείχθηκε θνησιγενές. Από τους Γερμανούς αντιμετωπίστηκε με παγερή αδιαφορία ή χλεύη (που είχε αντίκτυπο και στην ιταλική ζώνη), κυρίως όμως προσέκρουσε στην αντίδραση όλων σχεδόν των παρατάξεων του διαφημισμένου από τους Ιταλούς «λατινικού στοιχείου», μη εξαιρουμένου του επίσης βλάχικης καταγωγής Τσολάκογλου. Ταυτόχρονα δόθηκε η ευκαιρία στον ΕΛΑΣ να αυξήσει το κύρος και τον οπλισμό του με την αιματηρή κατάλυση της «αυτονομιστικής» τρομοκρατίας των δοσίλογων «λεγεωνάριων».
Μια άλλη, παρεμφερής ιταλική πρωτοβουλία, η χρησιμοποίηση δηλαδή των αλβανοφώνων μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας, αντιμετωπίστηκε με σαφώς μεγαλύτερη συμπάθεια από τους Γερμανούς, οι οποίοι μάλιστα τη συνέχισαν αφότου ανέλαβαν το φθινόπωρο του 1943 τη διοίκηση στις άλλοτε ιταλοκρατούμενες περιοχές. Η ευμένειά τους για τους «εν γένει γερμανόφιλους Αλβανούς» δεν προχώρησε όμως πιο πέρα από το να οργανώσουν δοσίλογα τμήματα, όπως τη «Σκιπετάρικη Χωροφυλακή», ενώ παρεμπόδιζαν κινήσεις που στόχευαν στην κήρυξη «Μεγάλης Αλβανίας». Αντ' αυτής εισηγήθηκαν, στην τελευταία φάση της Κατοχής, σχέδιο ανταλλαγής με τον ελληνικό πληθυσμό της Β. Ηπείρου, το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε λόγω της γερμανικής αποχώρησης. Πιο εντυπωσιακοί ακόμη ήταν οι σχετικοί ενδοιασμοί των γερμανικών πολιτικών και στρατιωτικών υπηρεσιών στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, όπου ουσιαστικά αψηφούσαν τις εντολές των Χίμλερ και Χίτλερ (και τις επιθυμίες της Σόφιας) για σχηματισμό πρόσθετων ένοπλων τμημάτων βουλγαροφρόνων «κομιτατζήδων». Έτσι, η δύναμη των κομιτατζήδων σπανίως και ελάχιστα ξεπέρασε τους 1000 ενόπλους παρά τις άνωθεν προτροπές του Βερολίνου. Η επιφυλακτικότητα των περισσοτέρων τοπικών γερμανικών Αρχών, και στις δύο περιπτώσεις, να προωθήσουν περισσότερο τα «αλλόφυλα» στοιχεία, οφειλόταν στον βάσιμο φόβο ότι με την αναμόχλευση «φυλετικών» αντιθέσεων και τη δημιουργία εθνικού θέματος θα στέρευε η ήδη ρηχή δεξαμενή της «ελληνικής» συνεργασίας, στρέφοντας και τη «φιλήσυχη» μερίδα του πληθυσμού προς την Αντίσταση (Φλάισερ, Kreuzschatten, σ. 461 κ.έ.).
Οι Γερμανοί επεδίωκαν ακριβώς το αντίθετο. Από την αρχή, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Ελλάδας Λαιρ διευκρίνισε ότι δεν προσδοκούσε μόνο στρατιωτικά οφέλη από τα «Τάγματα Ασφαλείας» και τους παρεμφερείς σχηματισμούς, αφού τους ενέτασσε στο γενικότερο σχέδιο «καταπολέμησης του Κομμουνισμού, στην οποία η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού πληθυσμού πρέπει να στρατευθεί πλήρως, για να εκδηλωθεί φανερά έτσι ώστε να εξαναγκασθεί σε μια απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας» (ΜΑ, RH 19 VII/15, 23.1.44). Σύμφωνα με το γερμανικό σχέδιο, οι ένοπλοι δοσίλογοι εξωθούνταν σε μία πορεία μη αναστρέψιμη. Όλο και περισσότερο αναλάμβαναν την εκτέλεση «αντιποίνων» ενώ, σύμφωνα ακόμη και με ουδέτερες πηγές (UDS, Greklandshjalpen VI, Sandstrom 22.11.44, κ.ά.) ξεπερνούσαν σε σκληρότητα συχνά και αυτούς τους κατακτητές. Οι γερμανικές Αρχές διαπίστωναν με ευχαρίστηση, ότι το μίσος του πληθυσμού κατευθυνόταν κυρίως κατά των εκτελεστικών οργάνων. Θεωρούσαν λοιπόν ότι η διχαστική προπαγάνδα που καλλιεργούσαν, «βρισκόταν στον σωστό δρόμο» αφού εύρισκε γόνιμο έδαφος σε συνθήκες ενδοελληνικής εκδίκησης. Με δεδομένη την αντίδραση της Αντίστασης, ο φαύλος κύκλος της αιματοχυσίας διευρυνόταν σε βαθμό που προμήνυε «φυλετική αυτοκτονία», όπως επεσήμαναν οι Βρεταννοί που, όμως -με τη διφορούμενη στάση τους απέναντι στα δοσίλογα τμήματα, ως αντίπαλο δέος της Αριστεράς- δεν ήταν άμοιροι ευθυνών.
Η πολωτική ισοπέδωση εκ μέρους των γερμανικών Αρχών, που αναγνώριζαν μόνο κομμουνιστές και αντικομμουνιστές, πέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Τα πολιτικά φρονήματα των αξιωματικών των Τ.Α. -οι οποίοι στο ξεκίνημα κυρίως ήταν παλαίμαχοι δημοκρατικοί, ενώ στην πορεία εντάσσονταν διαρκώς περισσότεροι βασιλόφρονες- εξομοιώνονταν γρήγορα στο χωνευτήρι ενός θολού, αλλά αιματηρού αντικομμουνισμού. Η κλιμακούμενη βεντέτα με το ΕΑΜ επίσης ισοπέδωνε τα ποικίλα κίνητρα των ανδρών, για τους οποίους ακόμη και κορυφαίο στέλεχος της Αριστεράς παραδέχθηκε ότι ο κύριος όγκος τους «αποτελούνταν από απλούς ανθρώπους του μόχθου και της στέρησης που εκβιάστηκαν, στρατεύθηκαν υποχρεωτικά..., εξαγοράστηκαν, παρασύρθηκαν, ή υπέκυψαν στην αδυσώπητη πίεση της πείνας», ενώ δεν έλειπαν και εκείνοι που είχαν ενταχθεί στα Τ.Α., «γιατί μόνο σ'αυτά μπορούσαν να βρουν όπλα για να "φυλαχτούν" από τις εαμικές "πιέσεις" και "αυθαιρεσίες", ή να "εκδικηθούν" για κάποια ζημιά ή ταπείνωση» [Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε (εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας, 1941-45) τόμος Γ', Αθήνα, 1983, σ. 971. Αλλά και όσοι είχαν αδικηθεί, έχαναν το δίκιο τους υπό την καθοδήγηση του στρατηγού των Ες-Ες, Σιμάνα, στον οποίο ο Χίμλερ εκ των υστέρων θα αναγνωρίσει πως «οργάνωσε πλήρως τα καλοπροαίρετα στοιχεία του ελληνικού λαού..., ώστε να αγωνιστούν σε αγαστή σύμπνοια με τα γερμανικά στρατεύματα εναντίον των συνωμοτών μπολσεβίκων ως την τελευταία μέρα». Ορισμένοι υπηρέτησαν ακόμα περισσότερο: Οι 300 «εθελοντές» του πρώτου δοσίλογου τάγματος (Μακεδονίας) υπό τον «γερμανοντυμένο» ταγματάρχη Γ. Πούλο, ταυτόχρονα αρχηγό ενός μικροσκοπικού «Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος», ακολούθησαν τη Βέρμαχτ κατά την αποχώρηση της.
Μαζί με τα Τ.Α., στη δικαιοδοσία του «Ανώτατου Διοικητή των Ες-Ες και της Αστυνομίας», υπήχθησαν και τα αναδιοργανωμένα σώματα ασφαλείας. Περιπτώσεις σχεδόν «απόλυτης συνεργασίας» ήταν το Μηχανοκίνητο Σώμα του Νικ. Μπουραντά, το οποίο «διακρίθηκε» ιδίως σε «μπλόκα» στις εργατικές συνοικίες, και η ολοένα πολυπληθέστερη Ειδική Ασφάλεια που συνέπραττε απευθείας με τη SD σε λεηλασίες, βασανισμούς και φόνους. Λιγότερο μονοσήμαντα ήταν τα πράγματα με την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή. Η διοικητική λειτουργία τους για την περιφρούρηση του κατοχικού καθεστώτος ήταν αναμφισβήτητη, ωστόσο γνώριζαν και οι κατακτητές, ότι «η εκπλήρωση καθήκοντος» οφειλόταν πρωτίστως σε υπαρξιακά κίνητρα. Πολλοί αξιωματούχοι ιδίως της Αστυνομίας Πόλεως κάλυπταν ή υπέθαλπαν την Αντίσταση (ή, έστω, μια από τις παρατάξεις της), με πιο γνωστό τον αρχηγό στην Αθήνα, Αγγελο Έβερτ, που συνδεόταν και με τη Μέση Ανατολή.
Πιο αμφιλεγόμενος ήταν ο ρόλος της Χωροφυλακής, που ενεργούσε μακρυά από τις προϊστάμενες αρχές των παραδοσιακών διοικητικών μηχανισμών. Η μόνη εξουσία, στην οποία μπορούσε να προσανατολιστεί, ήταν οι Αρχές κατοχής, ενώ δεν υπήρχε εναλλακτική λύση εκτός από το πέρασμα στην Αντίσταση, η οποία όμως αποτελούνταν κυρίως από τα «αντικαθεστωτικά στοιχεία», που παραδοσιακά ταυτίζονταν με την εικόνα του εχθρού. Εντούτοις πλήθαιναν οι λιποταξίες με συνέπεια να αφοπλιστεί η Χωροφυλακή και να προβεί ο Ράλλης στην «ανασύνταξη» των σωμάτων.
Στις απολογίες τους, οι δοσίλογοι συμπίπτουν στο κύριο επιχείρημα ότι η Ελλάδα έβγαινε κερδισμένη από τη συνεργασία τους με τις Αρχές κατοχής, αφού για τις υπηρεσίες που τους προσέφεραν, είχαν δήθεν εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό το τριπλό αντάλλαγμα που επεδίωκαν από την αρχή: την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, την αποτροπή του «κοινωνικού χάους» και, λειτουργώντας σαν «κυματοθραύστες», την απάλυνση των «δεινών της Κατοχής» για τον λαό. Όσο για το πρώτο σημείο, το «αντάλλαγμα» ήταν εφήμερο, αφού το μόνο που «επιτεύχθηκε» ήταν η αναβολή, και στην καλύτερη περίπτωση μια κάποια άμβλυνση, της (αρνητικής) απόφασης ως την τελική νίκη της Γερμανίας -στην αντίθετη περίπτωση η «συνεργασία» έτσι κι αλλιώς θα ήταν ανώφελη. Στο δεύτερο σημείο, ο προσδιορισμός του κινδύνου ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό με τις αντιλήψεις των κατακτητών και συνεπώς ωφελούσε τους τελευταίους. Στο τρίτο, πράγματι, πληθαίνουν τα «αποδεικτικά στοιχεία». Μετά από ενστάσεις των συνεργατών ορισμένοι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, άλλοι γλίτωσαν την εκτέλεση, ενώ η πείνα και η καταβολή «εξόδων κατοχής» θα ήταν ακόμα πιο καταστρεπτικές χωρίς τις σχετικές διαμαρτυρίες των «κυβερνώντων». Αυτοί όμως δεν εξαντλούσαν ούτε τα στενά περιθώρια που είχαν. Ο Ράλλης περηφανευόταν ότι έσωσε 50 ομήρους από την εκτέλεση, προσφερόμενος -χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο άλλωστε- να υποστεί και ο ίδιος την ίδια μοίρα˙ θα μπορούσε όμως να είχε πετύχει περισσότερα με την απειλή παραίτησης (και μάλιστα συλλογικής), αφού οι κατακτητές τον είχαν ανάγκη.
Το πρώτο διάγγελμα της “κυβέρνησης” Ράλλη (1943) Έλληνες, Αι δυνάμεις του Άξονος απεφάσισαν την διά συντόνου και μεγάλης ολκής στρατιωτικής δράσεως εκκαθάρισιν της χώρας μας από τας λυμαινομένας αυτήν συμμορίας, αι οποίαι καθοδηγούνται και χρηματοδοτούνται είτε από υπούλους και εχθρικάς ξένας προπαγάνδας, είτε από επικινδύνους υπονομευτάς του διέποντος ημάς κοινωνικού καθεστώτος, είτε από κοινούς κακοποιούς, είτε ακόμη από άφρονάς τινας ανευθύνους παράγοντας παρασυρθέντας και εμπνεομένους από εκείνους οι οποίοι, εν ευμαρεία και ασφαλεία ζώντες, αδιαφορούν διά τον όλεθρον που επαπειλεί ανά παν λεπτόν τους ελληνικούς πληθυσμούς και συνεπώς αυτήν ταύτην την ελληνικήν φυλήν. Παν ό,τι απέμεινεν εκ του πλούτου της Ελλάδος μετά ένα αδικαιολόγητον πόλεμον, καταστρέφεται ανοικτιρμόνως. Δημόσια γραφεία, δικαστήρια, ταμεία, εφορείαι, σταθμοί Χωροφυλακής μεθ’ όλων των αρχείων των, εγκληματικώς πυρπολούνται. Δεκάδες εκατομμυρίων του Δημοσίου, των Τραπεζών, των ιδιωτών ληστεύονται υπό ενόπλων συμμοριών. Τρόφιμα στελλόμενα κατόπιν ατρήτων κόπων και θυσιών, εις την ύπαιθρον προς τροφοδοσίαν του πεινόντος ελληνικού λαού δημεύονται και διαρπάζονται. Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και άνδρες ιδία της Χωροφυλακής, δημόσιοι υπάλληλοι, δήμαρχοι και πρόεδροι κοινοτήτων αγρίως δολοφονούνται. Βιομηχανικαί εγκαταστάσεις, Σιδηροδρομικαί συγκοινωνίαι, σιδηροδρομικόν υλικόν, γέφυραι και ολόκληρα ακόμη οδικά δίκτυα, ανατινάσσονται εις τον αέρα. Ουδεμία καλλιέργεια της γης δύναται να γίνη, των γεωργών δικαίως διατελούντων εν απογνώσει συνεπεία της αναρχίας. Φιλήσυχοι αγρόται, μη εξαιρουμένων των γυναικών και των παίδων, απανθρώπως κρεουργούνται. Τέλος ολόκληρα χωρία, χθες ακόμη εν γαλήνη διαβιούντα, μεταβάλλονται προς χάριν των ενόπλων αυτών εις τέφραν και ερείπια, οι δε κάτοικοί των φεύγουν έξαλλοι εκ τρόμου προς τα όρη, όπου ευρίσκουν τρομερόν εκ κακουχιών και πείνης θάνατον. Ιδού το έργον της Ε.Α.Μ. και των συγγενών της οργανώσεων. Έχων πλήρη αντίληψιν των τρομακτικών κινδύνων εις τους οποίους είναι εκτεθειμένοι οι αγροτικοί πληθυσμοί μας μετά τη δημιουργηθείσαν τοιαύτην κατάστασιν και την απόφασιν των στρατευμάτων κατοχής να θέσουν δι’ αμέσου ενεργείας οριστικόν τέρμα εις αυτήν, εθεώρησα επιβεβλημένον εις εμέ καθήκον να προέλθω εις συνεννοήσεις μετά των Αρχών των Δυνάμεων του Αξονος, όπως αι συνέπειαι της εκκαθαριστικής δράσεως μη πλήξουν τους τόσον ήδη δοκιμαζόμενους φιλήσυχους, αλλά δυστυχείς κατοίκους της υπαίθρου. Αι Δυνάμεις του Άξονος, καίτοι δεινόν διεξάγουν πόλεμον, δεν εδίστασαν νέον να δώσουν δείγμα της προς τον νομιμόφρονα και φιλήσυχον ελληνικόν λαόν συμπαθείας των και να παράσχουν μεγαλοφρόνως αμνηστείαν, εις εκείνους οι οποίοι εντός δέκα πέντε ημερών από σήμερον, ήτοι μέχρι της 24ης ώρας της 20ής Μαΐου 1943, θέλουν υπακούσει εις την πρόσκλησιν των στρατευμάτων κατοχής. Καλώ συνεπώς τον λαόν της υπαίθρου να συμμορφωθή προς τους εις τας προκηρύξεις των Αρχηγών των στρατευμάτων Κατοχής τιθεμένους όρους και υπευθύνως δηλώ ότι εφ’ όσον θέλουν γίνει σεβαστοί οι όροι ούτοι, ουδένα απολύτως κίνδυνον θα διατρέξη. Οι ένοπλοι, οι οποίοι εντός της ταχθείσης προθεσμίας θα προσέλθουν και θα παραδώσουν τα όπλα των, θα τύχουν ανεπιφυλάκτως αμνηστείας. Οι κάτοικοι των πόλεων, των κωμών και των χωρίων της υπαίθρου, οι οποίοι θα επανέλθουν εις τας εστίας των, εκείνοι οι οποίοι δε θα εγκαταλείψουν αυτάς κατανοούντες ότι τα Στρατεύματα Κατοχής εκτελούν απολύτως έργον προστασίας αυτών έναντι των εγκληματικώς, κατ’ αυτών κυρίως δρώντων ενόπλων, ουδέν έχουν να πάθουν. Υπόσχομαι ακόμη ότι, εάν τηρηθούν πιστώς οι όροι τους οποίους θέτουν αι δυνάμεις του Άξονος, θα δυνηθώμεν τη βοηθεία αυτών να επισιτίσωμεν τους πεινώντας αγροτικούς πληθυσμούς και να παράσχωμεν πάσαν περίθαλψιν εις τους αστέγους και τους πάσχοντας εξ αυτών και ότι οι αγρόται τη προστασία των Στρατευμάτων Κατοχής θα δυνηθούν εν ασφαλεία να συνεχίσουν την διακοπείσαν ήδη καλλιέργειαν των αγρών των και να επανέλθουν εις τα ειρηνικά των έργα εν γένει. Έλληνες, Υπενθυμίζω εις υμάς ότι αι Δυνάμεις του Αξονος, καίτοι έχουσαι να αντιμετωπίσουν όλας τας συνεπείας και τας βαρείας υποχρεώσεις του πρωτοφανούς εις έκτασιν πολέμου επέδειξαν εις πάσαν ευκαιρίαν την προς τον ελληνικόν λαόν συμπάθειάν των. Μη λησμονείτε ότι διά γενναίας χειρονομίας των ηγετών της Γερμανίας και Ιταλίας ο ελληνικός στρατός αφέθη ελεύθερος, μη θεωρηθείς αιχμάλωτος πολέμου. Μη λησμονείτε ότι ο ελληνικός λαός τελείως εγκαταλελειμμένος και αποκεκλεισμένος πανταχόθεν, θα κατεδικάζετο εις ομαδικόν εξ ασιτίας θάνατον, αν μη, παρ’ όλας τας τρομακτικάς δυσχερείας και παρ’ όλα τα εγκληματικά σαμποτάζ, επεσιτίζετο η χώρα μας, εκ του υστερήματός των, υπό των Δυνάμεων του Αξονος ως και αν δεν διευκόλυνον αύται τη μεταφοράν δι’ ουδετέρων ατμοπλοίων, φορτίων απαραιτήτου διά την Ελλάδα σίτου και άλλων ειδών. Μη λησμονείτε ότι δεν εδίστασαν αύται και εμπειρογνώμονας ακόμη να στείλουν εις τη χωράν μας, διά να σώσουν τον ελληνικόν λαόν από τον εκφυλισμόν εκ της πείνης, ότε είδον την τρομεράν τραγωδίαν του χειμώνος του 1941. Έλληνες, Εις χείρας μας έγκειται η σωτηρία μας. Μη ακούετε την ύπουλον φωνήν των επικινδύνων εχθρών μας, των λύκων οι οποίοι έρχονται εν σχήματι προβάτων. Ακούσατε την φωνήν μου, φωνήν ειλικρινούς πατριωτισμού, φωνήν τιμίας ελληνικής συνειδήσεως και βοηθήσατε να σώσωμεν όλοι μαζί την Μεγάλην και Αγαπητήν μας Πατρίδα και την Ελληνικήν Φυλήν. Εν Αθήναις τη 5 Μαΐου 1943.ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΡΑΛΛΗΣ». Πηγή:http://www.24grammata.com/?p=18744 |
Χάρη στην ύπαρξη των κατοχικών κυβερνήσεων ήλεγχαν την κατάσταση απλώς με παρεμβάσεις, απαλλαγμένοι από την ενοχλητική καθημερινή διοικητική τριβή. Διαβίβαζαν τις επιθυμίες τους μέσω μιας «ελληνικής εξουσίας» στους πολυάριθμους δημόσιους υπαλλήλους, που δύσκολα θα είχαν συμβιβαστεί και δεχθεί να υπηρετήσουν απευθείας τη διοίκηση των εισβολέων. Η ύπαρξη «ελληνικής κυβέρνησης», ως θεματοφύλακος της «τάξης και της ασφάλειας», απέτρεπε πολλούς Έλληνες με συντηρητικές αντιλήψεις από το να ενταχθούν στην Αντίσταση. Αντ' αυτού δέχθηκαν τον σχηματισμό των Τ.Α., που οι Γερμανοί, χωρίς τη συνεπικουρία των ντόπιων «κυβερνώντων», πολύ δύσκολα θα είχαν πετύχει. Ο Ράλλης, βέβαια (Γεώργιος Ράλλης, Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου, Αθήνα, 1947, σσ.118 κ.έ.), ακριβώς σε αυτό έβλεπε τη μεγάλη προσφορά του για την έπειτα πορεία της χώρας. Δεν είναι ωστόσο σαφές αν τελικά συνειδητοποίησε τον ρόλο του στη διχαστική στρατηγική των Γερμανών, η οποία έτεινε στην πρόκληση και συντήρηση μόνιμων σχεδόν εμφυλιοπολεμικών καταστάσεων.
Από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (Εκδοτικής Αθηνών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου