Σωτήρης Αμάραντος*
Με το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξούμε να δώσουμε καμιά καινοφανή απάντηση, ως προς τα ζητήματα που τίθενται ήδη από τον τίτλο, αλλά στην πρόκληση ενός σχετικού προβληματισμού, μέσα από μια σειρά ερωτημάτων.
Μια από τις βασικότερες πτυχές της αλλοτρίωσής μας ως κοινωνία, είναι η απώλεια της συνείδησης της τραγικότητας της ύπαρξης, η απώθηση του χαοτικού και καταστροφικού στοιχείου που μας διέπει ως όντα, δηλαδή του βιώματος του θανάτου, προς όφελος της άμετρης παράδοσης, στον εδώ και τώρα ηδονισμό. Η απώθηση όμως κάθε άλλο παρά λύνει το πρόβλημα, αντίθετα το επανεισάγει μεταμφιεσμένο ως ασυνείδητο ρυθμιστικό παράγοντα της ατομικής και συλλογικής μας ζωής. Αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να φωτίσει πολλά φαινόμενα της πολιτικής και της κοινωνίας στη σύγχρονη Ελλάδα όπως και στο σύνολο του Δυτικού κόσμου. Αλλά η ψυχική διάσταση δεν θα είχε καμιά απολύτως σημασία και δυναμική, εάν ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα, με την ιδιαίτερη άρθρωση των θεσμών και των λειτουργιών του, δεν την ενσωμάτωνε και δεν επένδυε σε αυτήν. Εάν λοιπόν θέλουμε να φωτίσουμε τις αιτίες που οδηγούν σε όλες αυτές τις συνέπειες και δεν σταθούμε απλά στην συμπτωματολογία, που έχει βέβαια την αξία της, αλλά μόνο ως σημείο ενός πολύ βαθύτερου πράγματος, θα πρέπει να εστιάσουμε στις κυρίαρχες κοινωνικές σημασίες, εντός και δια μέσου των οποίων αντλεί νόημα η καθημερινή μας σκέψη και πράξη.
Το ερώτημα που προβάλει μετά από αυτά είναι, τι είδους νόημα προμηθεύουν οι σύγχρονες κοινωνίες τα μέλη τους και κατά πόσο αυτό το νόημα τους εξασφαλίζει μια κάποια υπαρξιακή πληρότητα και δημιουργικότητα. Θα μπορούσαμε, ανατρέχοντας στα έργα των πρώιμων σοσιαλιστών η ακόμα και σε επιμέρους τοποθετήσεις των πατέρων της πολιτικής οικονομίας, να εντοπίσουμε ίχνη κριτικής, τα οποία κατά κάποιο τρόπο προμήνυαν τα όσα θα ακλουθούσαν στον Δυτικό κόσμο. Ο Μαρξ, ο Φρόυντ, η σχολή της Φρανκφούρτης κλπ. ο καθένας από την σκοπιά του, συστηματοποίησαν αυτή τη κριτική, για να εκφραστεί τις επόμενες δεκαετίες, από φιλοσόφους και επιστήμονες όλων των κλάδων και των ειδικοτήτων. Δεν θα πρέπει όμως να πιστέψουμε ότι η κριτική αυτή είναι ενιαία, συνεχής και αλάνθαστη. Παρά το ασυνεχές, τους τυχόν φανατισμούς, τις ατέλειές και κυρίως την ανεπίγνωστη εμφιλοχώρηση της, σε αυτό που στιγμάτιζε, είναι δυνατόν να επισημανθεί μια κεντρική κατεύθυνση, έστω και με έναν πολύ αφηρημένο τρόπο, η οποία έχει επιβεβαιωθεί και κλινικά και στατιστικά, ώστε να φαντάζει αδιάψευστη, ακόμη και για τους πλέον αμετανόητους θετικιστές. Πρόκειται για την κυρίαρχη κοινωνική συνθήκη, σύμφωνα με την οποία οι υπάρχουσες κοινωνικές σημασίες, πέρα από μια αέναη κίνηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, είναι κενή, δηλαδή αδυνατεί να παράσχει στους κοινωνούς, ένα βαθύτερο νόημα ζωής, έναν αξιακό προσανατολισμό της κοινωνικής δράσης και έναν ικανοποιητικό λόγο, για τη μετοχή τους, σε πολύπλοκα δίκτυα προσωπικών και απρόσωπων σχέσεων.
Στο σημείο αυτό θα διακινδυνεύσουμε την υπόθεση, ότι οι γενικότερες εξελίξεις στο επίπεδο του πολιτισμού, οδήγησαν αρχικά στη διαφοροποίηση και στη συνέχεια στον κατακερματισμό και στην ακοινωνησία των ταυτοτήτων, των επιμέρους κοινωνικών δομών. Αυτός ο κατακερματισμός βρίσκει το αντίστοιχό του, τόσο σε αντικειμενικές καταστάσεις, όσο και σε υποκειμενικά βιώματα. Πράγματι μια κοινωνία για να υπάρξει με έναν βιώσιμο τρόπο, δηλαδή εξασφαλίζοντας ένα ελάχιστο όριο αναπαραγωγής, λειτουργικότητας και ικανοποίησης ως προς τα μέλη της, θα πρέπει να κατοχυρώνει πρώτα και κύρια την ταυτοτική της ενότητα. Να αντιμετωπίζει τον εαυτό της εντός του ιστορικού γίγνεσθαι, αναγνωριστικά ως προς το παρελθόν, δημιουργικά ως προς το παρόν, και σχεδιαστικά ως προς το μέλλον. Η ταυτοτική αυτή ενότητα, είναι ένας πρώτος προσδιορισμός στα ανελαστικά, για να χρησιμοποιήσω μια έννοια του οικονομικού συρμού, για την ανθρωπότητα, ερωτήματα της ύπαρξης, της ζωής και του θανάτου, του χάους και της αρμονίας, του λογικού και του παραλογου, του πεπερασμένου και του επέκεινα. Στο σημείο αυτό θα χρειαστεί να σημειώσουμε εμφαντικά, ότι ο αδιαφιλονίκητος, για την κυρίαρχη ιδεολογία της επιστήμης και φιλοσοφίας, ορθολογικός χαρακτήρας της πραγματικότητας, είναι και αυτός αποτέλεσμα των πολιτισμικών διαδικασιών του κατακερματισμού, που παρουσιάσαμε πιο πάνω και ο οποίος περνώντας από τα διάφορα στάδια προοδευτικής αποστέωσης της σκέψης από τον μεταφυσικό της προβληματισμό, καθώς και από την κατακρήμνιση των μυθολογικών ερμηνευτικών της μέσων, κατέληξε σε έναν μη γόνιμο και βραχυκυκλωτικό μηδενισμό. Συνοπτικά το είναι, για την παραδοσιακή σκέψη, υπάρχει μόνο στον βαθμό που είναι καθορισμένο, εάν δεν είναι καθορισμένο δεν είναι τίποτα. Με την θέση αυτή όμως πετάμε στα σκουπίδια η απλά αγνοούμε ότι υφίσταται έξω και διαπερνά τον ορθολογικό καθορισμό, όπως και τα εργαλεία με τα οποία μπορούμε να σκεφτούμε και να επεξεργαστούμε όλα αυτά τα αντικείμενα, από τον φυσικό κόσμο, έως την ψυχή και την κοινωνία.
Μια απάντηση στο φλέγον ζήτημα του πολιτισμικού μας κατακερματισμού, θα μπορούσε να δοθεί με τη μορφή του ακόλουθου ερωτήματος: Μήπως για να αρθούν οι αιτίες της παρακμής αυτής, θα πρέπει να δούμε από την αρχή την αξία της πλήρους σκέψης, που στοιχειοθετούν από κοινού η μεταφυσική, ο μύθος και ο λόγος; Σίγουρα αυτή η ενότητα δεν είναι αυτονόητη, ούτε ισοβαρής για κάθε κοινωνία. Ελάχιστα είναι τα παραδείγματα κοινωνιών που το κατάφεραν αυτό, μια από αυτές ήταν και η Αθηναϊκή δημοκρατία της κλασσικής περιόδου. Στις υπόλοιπες έχουμε την κυριαρχία του ενός η του άλλου μέρους, με την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ της μεταφυσική και κυρίως του μύθου (εδώ περίοπτη θέση κατέχουν οι μάγοι, οι ιερείς και οι πολεμιστές), ενώ ο λόγος θα περιοριστεί σε μια καθαρά συνδυαστική χρήση μεταξύ μέσων και σκοπών, απαραίτητων για την επιβίωση αυτών των κοινωνιών. Αντίθετα στον σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό, η μεταφυσική και ο μύθος αποσύρθηκαν, ως παραδοσιακά και γραφικά δεδομένα αλογίας, στην ιδιωτική ζωή, μετουσιωμένα σε καταναλωτικά πολιτιστικά προϊόντα, αφήνοντας να αλωνίζει ελεύθερος ο ορθολογισμός, στον δημόσιο και επίσημο χώρο, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα και από τον εαυτό, την αλογία που ο ίδιος φέρει, όντας αποκομμένος από τη μεταφυσική σκέψη και τον μύθο. Πιθανολογούμε πως η άρση όλων αυτών των αδιεξόδων προϋποθέτει μια νέα κοινωνική ταυτότητα, που να προσανατολίζει και να συντονίζει την κοινωνική πρακτική προς έναν η περισσότερους κοινωνικούς σκοπούς, παρέχοντας ταυτόχρονα τους όρους νοηματικής και εμπειρικής πραγμάτωσης, για τον κάθε έναν κοινωνό ξεχωριστά. Ο συμβολισμός σε αυτό το επίπεδο έχει μεγάλη βαρύτητα, καθώς μόνο μια γενικού χαρακτήρα αναπαράσταση, δηλαδή μια κεντρική φαντασιακή απάντηση, που θα ενοποιεί όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού, φυσικού και ψυχικού κόσμου και θα παροντοποιεί λειτουργικά και δημιουργικά τη σχέση ζωής και θανάτου, μπορεί να σταθεί στο ύψος μιας από την αρχή θεσμιζόμενης κοινωνίας. Σε αυτό το σημείο η μεταφυσική σκέψη, ο μύθος και λόγος, συνιστούν τα σημαντικότερα εργαλεία επεξεργασίας.
Ποιoς όμως θα μπορούσε να είναι επιδέξιος χειριστής όλων αυτών; Σε μια κοινωνία που θέτει από την αρχή η πρέπει να θέσει από την αρχή τον ίδιο της τον εαυτό; Για να το πάμε παρακάτω σε αυτή τη περίπτωση, τι σημαίνει αυτή καθ΄ εαυτή η έννοια της ικανότητας και του νοήματος; Έτσι το πρόβλημα από αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινά και δυστυχώς οι απαντήσεις που έχουμε από τους μεγαλύτερους στοχαστές του παρελθόντος και της εποχής μας δεν είναι ικανοποιητικές. Ας θέσουμε το ζήτημα υπό την εξής μορφή: Αποδεχόμαστε ότι η κοινωνία αντιμετωπίζει τους όρους της ίδιας της, της αποσύνθεσης. Οι επεξεργασμένες απαντήσεις σχετικά με τον αναγκαίο κοινωνικό μετασχηματισμό θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις βασικούς τύπους:
1) Ο μετασχηματισμός θα προέλθει μέσα από την μεμονωμένη ατομική διεργασία του ανθρώπου( ατομική ηθική), το κάθε υποκείμενο θα αναμορφώσει προς την ορθή κατεύθυνση τον εαυτό του. Αθροιστικά λοιπόν, για όλα τα υποκείμενα μια τέτοια διαδικασία θα έχει θετικά κοινωνικά αποτελέσματα. Η κριτική που θα μπορούσαμε να ασκήσουμε σε αυτήν την θέση είναι εκτενέστατη, θα περιοριστούμε απλά να υπενθυμίσουμε, πως η κοινωνία δεν είναι απλά ένα άθροισμα ατόμων, αλλά ένα σύνολο ανθρώπων διαμεσολαβούμενο και αναδυόμενο μέσα από ποικίλες σχέσεις υποκειμένων και αντικειμένων. Το μεμονωμένο άτομο θα επηρεαστεί πολύ περισσότερο από τις κοινωνικές δομές, από ότι θα τις επηρεάσει, καθώς αυτές ορίζουν τις προϋποθέσεις για την εν κοινωνία παρουσία του.
2) Στον δεύτερο τύπο μπορούν να κατηγοριοποιηθούν οι θέσεις που βλέπουν ότι η λύση στο πρόβλημα του κοινωνικού μετασχηματισμού θα προέλθει, είτε από κάποιον χαρισματικό ηγέτη, είτε από μια προωθημένη-φωτισμένη κοινωνική ομάδα. Η κριτική μας εδώ είναι περιττό να ασκηθεί, την έχει ασκήσει η ιστορία με πλείστα παραδείγματα. Άλλωστε τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί εκ των προτέρων την αυθεντία και το χάρισμα του ηγέτη η της κοινωνικής ομάδας, όπως άλλωστε και το γεγονός, ότι όταν τεθούν επικεφαλής αυτοί, θα συνεχίσουν να αντιπροσωπεύουν την κοινωνία και όχι τα ιδιοτελή τους συμφέροντα.
3) Ο τελευταίος τύπος φιλοξενεί θέσεις σύμφωνα με τις οποίες, η κίνηση-πανουργία (χεγκελιανά) της ιστορίας, θα επιφέρει εκείνες τις συντριπτικές αλλαγές στις συνειδήσεις, όπου σχεδόν αυτόματα, οι μάζες θα κινητοποιηθούν για να μετασχηματίσουν την κοινωνική πραγματικότητα. Άρα η δραστηριοποίηση των μαζών για την κοινωνική αλλαγή, αντανακλά τον ήδη συντελεσμένο μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών. Αυτή όμως η άποψη παρόλο που τονίζει ορθά, την σχετική αδυναμία προγραμματισμού των κοινωνικών διαδικασιών, αφαιρεί από τη θεωρητική της προοπτική, τη δημιουργική εισφορά των ανθρώπων στο κοινωνικό μόρφωμα, με αποτέλεσμα τέτοιου είδους απόψεις, να τείνουν σε μια διδασκαλία κοινωνικής μοιρολατρίας και άρα αναπαραγωγής της υφιστάμενης κατάστασης.
Όλες οι μεγάλες φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές αφηγήσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα ερωτοτροπούν, άλλες περισσότερο άλλες λιγότερο, άλλες φανερά, άλλες συγκεκαλυμμένα και με τους τρεις αυτούς τύπους, τη στιγμή που επίσημα υπερτονίζουν μόνο έναν από αυτούς. Ουσιαστικά επανακάμπτει το αιώνιο δίπολο μεταξύ δομής και δράσης, που αντικατέστησε ίσως στις διχασμένες συνειδήσεις μας, τον αρχαίο δυισμό μεταξύ σώματος και ψυχής, ως εάν η ανθρώπινη σκέψη είναι καταδικασμένη στον διαρκή διπολισμό.
θα κλείσουμε θέτοντας ένα κομβικό ερώτημα που καταδεικνύει την ουσία όλων μας των σχετικών προβληματισμών. Σε μια κοινωνία που την μαστίζει η παρακμή σε όλες της σχεδόν τις διαστάσεις, πως είναι δυνατό κάποιο χαρισματικό άτομο, ομάδα η τέλος το σύνολο της κοινωνίας, να κινητοποιήσει διεργασίες κοινωνικού μετασχηματισμού, στον βαθμό που η αποσύνθεση χαρακτηρίζει λίγο η πολύ, τόσο τον κάθε έναν μας ξεχωριστά, όσο και τις κοινωνικές ομάδες; Πως μια κίνηση έστω και εάν προήρχετο από μια εξωτερική ως προς την συγκεκριμένη κοινωνία πρωτοβουλία, θα μπορούσε να συγκινήσει τις αλλοτριωμένες ομάδες και τα άτομα, για να υποστηρίξουν την αλλαγή, ακόμη και με τίμημα την ίδια τους τη ζωή τους;
* κοινωνιολόγος, ιστορικός ερευνητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου